ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΗ ΓΑΤΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΗ ΓΑΤΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.6/5 κατάταξη (12 ψήφοι)

Ένα από τα γνωστότερα κείμενα του Tennessee Williams με τίτλο "Λυσσασμένη Γάτα" (Cat on a Hot Tin Roof) σκηνοθετεί στο Θέατρο Θησείον ο Νικορέστης Χανιωτάκης. Το έργο αυτό παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Broadway το Μάρτιο του 1955 με τον Ben Gazzara στο ρόλο του Μπρικ και την Barbara Bel Geddes στο ρόλο της Μάγκυ. Η κινηματογραφική του μεταφορά (σε σκηνοθεσία Richard Brooks) έκανε πρεμιέρα το Σεπτέμβριο του 1958 με τους Paul Newman και Elizabeth Taylor στους ίδιους ρόλους. Στην αγροικία της οικογένειας Πόλιτ, μιας από τις μεγαλύτερες βαμβακοφυτείες, μαζεύεται όλη η οικογένεια για να γιορτάσουν τα 65α γενέθλια του πάτερ φαμίλιας Big Daddy, ο οποίος έχει μόλις βγει από το νοσοκομείο και στον οποίο λένε ψέμματα για τις εξετάσεις του, ότι δηλαδή δεν έδειξαν τίποτε άσχημο. Ο μικρός γιος του, ο Μπρικ, πρώην παίκτης του ράγκμπυ, μετά την αυτοκτονία του φίλου του Σκίπερ, έχει καταντήσει αλκοολικός, άβουλος και χωρίς σεξουαλικό ενδιαφέρον για τη γυναίκα του, με αποτέλεσμα το ζευγάρι να παραμένει άτεκνο, σε αντίθεση με τον αδερφό του Γκούπερ και τη γυναίκα του τη Μέι, οι οποίοι έχουν ήδη πέντε παιδιά και πάνε για το έκτο. Στην ατμόσφαιρα ευωχίας της βραδιάς επικρατεί το ψέμα και η υποκρισία, μέχρι, στη ροή της, οι μάσκες να πέσουν και οι σχέσεις να δοκιμαστούν στα απόλυτα όριά τους. Η αλήθεια που χάνει πάντα σε σχέση με το ψέμα (αβίαστο και προσχεδιασμένο), το παιχνίδι του έρωτα και του θανάτου, της στειρότητας και της γονιμότητας, ο αλκοολισμός, η ενδοοικογενειακή βία (κυρίως ψυχολογική), η φιλία στα όρια μιας λανθάνουσας ομοφυλοφιλίας, οι ταξικές ανομοιογένειες, είναι οι κύριες παθογένειες μιας δυσλειτουργικής οικογένειας στην Αμερική στα τέλη της δεκαετίας του '50. Η μετάφραση του κειμένου, η οποία έχει ροή, αν και δεν αποφεύγει κάποιες αμερικανιές, ανήκει στον ίδιο το σκηνοθέτη, με τη δραματουργική συνεργασία της Μαριλένας Παναγιωτοπούλου.

Ο Νικορέστης Χανιωτάκης αναλαμβάνει τη σκηνοθετική καθοδήγηση της παράστασης προσπαθώντας να προσαρμόσει τις πατριαρχικές οικογενειακές δομές που βασίζονται στο ψέμα και την αυταπάτη, καθώς και σε ένα διαρκές κυνήγι της ευτυχίας και της αγάπης σε μία όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστική προσέγγιση στην ελληνική πραγματικότητα. Το κείμενο παρόλο που έχει έντονα νοήματα, αντιπαραθέσεις και συναισθηματικές εξάρσεις, έχει ένα άρωμα περασμένης εποχής, έντονα ξεπερασμένης και με αξιοσημείωτες διαφορές με την ελληνική παραδοσιακή οικογένεια. Η σκηνοθεσία δεν εξομάλυνε αυτές τις αποστάσεις και διατήρησε μια παλαιάς κοπής ατμόσφαιρα στην παράσταση, με αποτέλεσμα ο θεατής να έχει μεγάλη δυσκολία να ταυτιστεί με τους ήρωες και να συμπάσχει μαζί τους. Η ανάγνωση των χαρακτήρων, τα πάθη, οι επιθυμίες και τα προβλήματά τους έχουν πολλά κοινά στοιχεία με τη σημερινή καθημερινότητα, αλλά η σκηνοθεσία δεν κατάφερε να τα δουλέψει και να τα αναδείξει. Ο ρυθμός αναλώθηκε σε κουραστικούς και επαναλαμβανόμενους διαλόγους και στείρες ηθικές και κοινωνικές αναζητήσεις, χωρίς αντίκρυσμα στις προσωπικές εντάσεις και τις αγωνίες των χαρακτήρων. Αντίστοιχες ήταν και οι κοιλιές στη ροή της παράστασης, με κάποιες σκηνές να μοιάζουν ανούσιες και στατικές ως προς την εξέλιξη της ιστορίας. Η απελπισία, η ήττα και η συντριβή είναι εκεί, αλλά δείχνουν να ψηλαφούνται μόνο στην επιφάνειά τους και να μη διερευνώνται οι αιτίες και οι συνέπειές τους. Οι ηθοποιοί δεν έδειξαν να έχουν στη σκηνή τη χημεία της οικογένειας (έστω και δυσλειτουργικής) και συχνά έμοιαζαν ξένοι ως προς τα ίδια τους τα προβλήματα, με ερμηνείες γειωμένες, καθηλωμένες, απρόσωπες και χωρίς φαντασία, μέτρο και βάθος. Στο λόγο έλειψε η αιχμηρότητα και στην κίνηση η δυναμική που θα παρέσυραν το θεατή στον κυκεώνα των οικογενειακών ισορροπιών του δράματος του Tennessee Williams.

Ο Νικήτας Τσακίρογλου στο ρόλο του Big Daddy στο πρώτο μέρος είχε μια υποτονικότητα και τη συμβατικότητα ενός χαρακτήρα που δε ζει, δε βιώνει τα τεκταινόμενα, αλλά τα παρακολουθεί εξ' αποστάσεως. Στο δεύτερο μέρος, μετά την ανακάλυψη της αλήθειας για την υγεία του, η ερμηνεία του αποκτά οντότητα και εκτόπισμα και έχει ένταση, συντριβή, πάθος και δυναμική. Η αντιπαράθεση με το γιο του έχει ενδιαφέρον και αποτυπώνει με αξιοπρέπεια τα ιδανικά του αμερικάνικου ονείρου ενός αυτοδημιούργητου ανθρώπου, δίνοντας δείγματα της μεγάλης του κλάσης.
Η Μαρία Κίτσου ερμηνεύει τη Μάγκυ, μια γυναίκα που ζει την απελπισία και την έντονη επιθυμία να προκαλέσει το ενδιαφέρον και την αγάπη του άντρα της και να τον απαγκιστρώσει από τις αυτοκαταστροφικές του τάσεις. Μια ηθοποιός με μεγάλη γκάμα εκφραστικών μέσων και δυνατοτήτων, η οποία όμως ένιωσα ότι βάσισε την ερμηνεία της σε αρκετές ευκολίες, πατώντας σε σίγουρα μονοπάτια, χωρίς να ρισκάρει το κάτι παραπάνω που θα την απογείωνε. Ήταν "αναμενόμενα" καλή, αλλά δεν απέφυγε αχρείαστους υπερτονισμούς του λόγου, παλινδρομήσεις ύφους και συναισθηματικής έντασης και επαναλαμβανόμενα μοτίβο στην κίνησή της, ενώ δεν εκμεταλλεύτηκε και τη θηλυκότητά της στο έπακρο.
Ο Ορέστης Τζιόβας υποδύθηκε τον Μπρικ, ένα πολλά υποσχόμενο νεαρό άντρα, που έδειξε να παραιτείται από τη ζωή μετά την αυτοκτονία του φίλου του, του Σκίπερ. Η ερμηνεία του γραμμική σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, υποτονική, χωρίς χρώμα στη φωνή, με πλήρη απουσία συναισθήματος, χωρίς ταυτότητα, χωρίς βάθος και χωρίς προοπτική. Μόνο σε λίγες στιγμές της σκηνής του διαλόγου με τον πατέρα του έδειξε ίχνη θεατρικής "ζωής" και έντασης. Οι σιωπές του ανέκφραστες και χωρίς κάποιο εμφανή στόχο ή προσανατολισμό.
Η Ελένη Κρίτα ως Big Mama, έψαχνε από την αρχή τις ισορροπίες του ρόλου της, τον οποίο οδήγησε στα όρια της υστερίας και της καρικατούρας. Κάποιες κωμικές ανάσες έσωσαν τα προσχήματα, αλλά δεν έδειξε να πατά στα βαθύτερα ζητούμενα του χαρακτήρα της και τα συναισθηματικά του ελλείμματα.
Ο Γεράσιμος Σκαφίδας ως Γκούπερ, πρωτότοκου της οικογένειας, χάθηκε στη μανιέρα του καλού γιου και είχε ανούσια και μονότονη εκφορά του λόγου, σπασμωδική κίνηση και δεν τον ένιωσα να μπαίνει καθόλου στην ουσία του ήρωα που ερμήνευσε.
Η Μπέτυ Αποστόλου στο ρόλο της Μέι, της γυναίκας του Γκούπερ, ερμήνευσε στα όρια του ψυχαναγκασμού και της νεύρωσης την ηρωίδα της, αλλά και αυτό χωρίς χρώμα, χωρίς βάθος, εντελώς μονοδιάστατα και επιφανειακά, χωρίς να δείχνει ενεργή συμμετοχή στα τεκταινόμενα.
Ο Δημήτρης Ραφαέλος ως γιατρός, έκανε ελάχιστα αισθητή την παρουσία του και αυτές τις στιγμές φλέρταρε επικίνδυνα με την υποτονικότητα και την έλλειψη υπόστασης στην ερμηνεία του.
Αρκούντως "ενοχλητική" κατά τις επιταγές του έργου η παρουσία της Μαρίας Νίκα και του Δημήτρη Σταματελόπουλου σαν δύο από τα παιδιά των Γκούπερ και Μέι, έπαιξαν συχνά με τα νεύρα και την υπομονή των θεατών, ενώ είχαν και μικρή συμμετοχή ως υπηρέτρια (Σάλι) και αιδεσιμότατος Τούκερ αντίστοιχα. Έπαιξαν ζωντανά βιολί και τρομπέτα.

Το σκηνικό της Έλλης Λιδωρικιώτη ήταν πλούσιο και εύστοχο, αλλά χωρίς να είναι απόλυτα λειτουργικό για τις ανάγκες της παράστασης, αφού είχε προβλήματα με τη διάκριση των χώρων και τη σκηνική τους επάρκεια.
Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα επαρκέστατα και αντιπροσωπευτικά τόσο της ιδιαίτερης προσωπικότητας των ηρώων που έντυσε, αλλά και της εποχής που διαδραματίζεται το έργο.
Η πρωτότυπη μουσική του Γιώργου Σιτώτη δεν συνόδεψε πάντα επιτυχημένα το λόγο και δεν είχε τις ιδιαίτερες στιγμές που θα έμενε στο νου του θεατή.
Οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα επικεντρώθηκαν κυρίως σε γενικά πλάνα και εστίασαν λιγότερο προσωπικά από όσο θα επιθυμούσα στους ήρωες και στις συναισθηματικές τους διακυμάνσεις.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Θησείον, είδα μια παράσταση ενός κλασσικού αμερικάνικου κειμένου, ελαφρώς παρωχημένου χρονικά, που δεν προσαρμόστηκε επαρκώς στο σήμερα και σε κάποια ελληνικά στερεότυπα, ώστε να γίνει οικείο και προσιτό στο θεατή. Ο ρυθμός με αρκετές διακυμάνσεις και η ιστορία με αρκετές κοιλιές στη ροή της, κυλούσαν συχνά πολύ αργά, σχεδόν βασανιστικά. Οι ερμηνείες δεν είχαν συντονισμό και απέτυχαν να δώσουν την εικόνα της οικογένειας, αλλά έμοιαζαν "ατομικές" και αποστασιοποιημένες από την ουσία των νοημάτων που πραγματεύονταν και των ιδανικών για τα οποία μάχονταν.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.