MARVIN'S ROOM - ΚΡΙΤΙΚΗ

MARVIN'S ROOM - ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (2 ψήφοι)

Το τρυφερό και ευαίσθητο κοινωνικό δράμα του Scott McPherson, με τίτλο MARVIN'S ROOM, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στον πολυχώρο Vault, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζιά. Το έργο το πρωτοείδαμε στον κινηματογράφο το 1996, με πρωταγωνιστές τους Diane Keaton, Leonardo Di Caprio και Meryl Streep. Δύο αδερφές που έχουν να μιλήσουν η μία στην άλλη περίπου 20 χρόνια, συναντιούνται δίπλα στο δωμάτιο του ετοιμοθάνατου πατέρα τους, με τη μία από αυτές να αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υγείας (λευχαιμία) και να αναζητά στους συγγενείς της πιθανούς δότες μυελού των οστών, ώστε να καταφέρει να επιζήσει. Η μία αδερφή έζησε τη ζωή της φροντίζοντας τον άρρωστο πατέρα τους Marvin και μια ανάπηρη θεία, τη Ruth, η άλλη μετακόμισε σε άλλη πολιτεία, όπου παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια. Η πικρία και οι όποιες προσωπικές διαφορές και εμπάθειες σιγά, σιγά αμβλύνονται και παραμερίζονται, όταν τίθενται ενώπια ενωπίω και κατακλύζονται από αναμνήσεις στιγμιοτύπων της προηγούμενης ζωής τους. Βλέπουν η καθεμία τη ζωή διαφορετικά, πιο σφαιρικά και εκτιμούν τη βαθύτερη αξία της οικογένειας και των δεσμών που αυτή δημιουργεί. Οι μικρές συγκρούσεις αποκαλύπτουν αλήθειες που έπρεπε να είχαν ειπωθεί νωρίτερα, οι οποίες ελαφρύνουν τις καρδιές, αφήνοντάς τους περισσότερο χώρο για ειλικρινή συναισθήματα. Η Μελισσάνθη Μάχουτ επιμελήθηκε την απόδοση του κειμένου στα ελληνικά και το κείμενο έχει ροή, συνέχεια και ισορροπία, χωρίς να έχει χάσει ίχνος από την ευαισθησία και την τρυφερότητα που το χαρακτηρίζουν.

Ο Δημήτρης Καρατζιάς αναλαμβάνει τη σκηνοθετική επιμέλεια του έργου, διατηρώντας την αρχική γραμμή της δραματικής κομεντί που δημιούργησε (κυρίως στο σινεμά) η αμερικάνικη παράδοση και φροντίζοντας τα δύο βασικά συστατικά της, να έχουν τη σωστή δοσολογία και τις εναλλαγές μεταξύ τους, ώστε να διατηρείται η ισορροπία. Έτσι ο θεατής αποφορτίζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και η πλοκή γίνεται πιο γήινη και πραγματική, όπως και η πραγματική ζωή κρύβει διαρκείς εναλλαγές. Ο σπόρος της τραγωδίας είναι κυρίαρχος, αλλά είναι με ανθρωποκεντρική μορφή, καθώς σχεδόν πάντα εξαναγκάζει το συναίσθημα να βγει μπροστά και να δοκιμάσει τις ανθρώπινες σχέσεις και το πόσο ισχυροί είναι οι δεσμοί τους. Οι διάλογοι είναι καθημερινοί, απλοί και μεστοί και δημιουργούν εικόνες, στις οποίες οι χαρακτήρες, εκνευρίζονται, συγκρούονται, ηρεμούν, μαθαίνουν να υπομένουν ο ένας τον άλλο και να αντέχουν τόσο τον σκληρό λόγο, όσο και τις δύσκολες καταστάσεις. Έτσι αποκαλύπτουν ανάγλυφα την ψυχοσύνθεση και το βαθύτερο εγώ τους και αφήνουν το χνάρι τους στον κόσμο. Οι υπερβολές τόσο σε λεκτικό, όσο και σε κινητικό και συναισθηματικό επίπεδο αποφεύγονται συστηματικά και επιλέγεται μια αμφίσημη ατμόσφαιρα και ένας γοργός ρυθμός, που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το τέλος. Και του δημιουργεί διάθεση νοητικής και συναισθηματικής εμπλοκής και συμμετοχής στην παράσταση. Κάποιες μικρές αρχικές εσωτερικές αρρυθμίες καλύπτονται γρήγορα και δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα της παράστασης. Η ερμηνευτική ομάδα έχει καλή σκηνική χημεία και είναι συμπαγής δένοντας αρμονικά με τις προθέσεις και τους στόχους του έργου.

Η Αθηνά Τσιλύρα, αναλαμβάνει το ρόλο της Μπέσσυ, της αδερφής που μένει πίσω να προσέχει τον πατέρα και την ανάπηρη θεία και τον βασίζει στις αντιθέσεις του. Από τη μία δυνατή, δυναμική στις αντιδράσεις της και σίγουρη για τις επιλογές της και από την άλλη τρυφερή, όταν επιχειρεί να πλησιάσει ψυχικά την αδερφή και τα ανίψια της και εύθραυστη σα μίσχος, όταν είναι μόνη με την αρρώστια της. Αντιμετωπίζει πικρές και δύσκολες καταστάσεις με ένα χαμόγελο, θέτοντάς το ως αντίβαρο στην τραγικότητα των στιγμών και των γεγονότων. Σκληρή και λίγο δογματική στην αρχή με την αδερφή της, αποτελεί στη συνέχεια τον καταλύτη για να πλησιάσουν και πάλι οι δυο γυναίκες και να νιώσουν τους ισχυρούς δεσμούς που τις ενώνουν. Και όλα αυτά με μία απλότητα, έναν αυθορμητισμό, λες και τα βιώνει πραγματικά στη σκηνή. Ακόμα και οι σπάνιες εκρήξεις της είναι ελεγχόμενες και δεν ξεφεύγουν στην υστερία ή τις περιττές φωνές, ντύνοντάς τις με συναίσθημα. Προσθέτει έτσι μία ακόμα ολοκληρωμένη ερμηνεία σε αυτές των τελευταίων χρόνων, αποδεικνύοντας ότι τίποτε δεν είναι τυχαίο.

Δίπλα της, η Αλεξάνδρα Παλαιολόγου ερμηνεύοντας την έτερη αδερφή, τη Λη, αφήνει πίσω της ότι ξέραμε γι'αυτήν τηλεοπτικά και δείχνει να εμβαθύνει σε ένα δύσκολο ρόλο. Πιο εστέτ από την αδερφή της, αλλά και πιο νευρωτική στη σχέση της με τους άλλους ανθρώπους και κυρίως τα παιδιά της, αρχίζει να συνειδητοποιεί γεγονότα και καταστάσεις και να μεταλλάσσεται σε ένα χαρακτήρα πιο γήινο, πιο ανθρώπινο, πιο δεκτικό και πιο προσεγγίσιμο. Και αυτό η κ. Παλαιολόγου το καταφέρνει με το να γλυκαίνει τον τόνο της φωνής της εγκαταλείποντας την αυστηρότητα, με την κίνησή της, αφού αρχίζει να κινείται πιο απαλά και αέρινα στη σκηνή, αλλά και με τις αλλαγές στις γραμμές του προσώπου της και τις εκφράσεις του. Στην αρχή ίσως παρασύρεται σε κάποιες αχρείαστες φωνητικές κορώνες, αλλά η συνολική της ερμηνεία δείχνει μελέτη, δουλειά και κατανόηση των απαιτήσεων του ρόλου της.

Ο Δημήτρης Καρατζιάς σαν προβληματικός πρώτος γιος, ο Χανκ, είναι ο αρχικός αφηγητής του έργου, που μας εισάγει στο πνεύμα και την ατμόσφαιρά του. Έχει μια ήρεμη σιγουριά στο παίξιμό του, αν και στη αρχή δεν απέφυγε κάποιες υφολογικές υπερβολές και ένα σφίξιμο, αλλά άμεσα αρχίζει να αναπτύσσει το χαρακτήρα που υποδύεται. Κι αυτός υφίσταται μια μικρή μετάλλαξη από τον απόλυτα μοναχικό και απόκοσμο εαυτό του, σε έναν πιο προσβάσιμο και πιο ανοικτό αν τον πλησιάσεις σωστά, επιτυγχάνοντας να σκιαγραφήσει επιτυχημένα έναν ευαίσθητο και τρυφερό ήρωα.

Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης στο ρόλο του αρχικά αδέξιου και αστείου γιατρού, ακροβατεί με τα όρια της καρικατούρας, χωρίς ευτυχώς να μεταπίπτει σε αυτή. Όταν γίνεται μαντατοφόρος κακών ειδήσεων και αναλαμβάνει το ρόλο του θεράποντος, που προσπαθεί να απαλύνει τον ανθρώπινο πόνο, είναι απόλυτα σοβαρός, συγκεντρωμένος και συνεπής, πείθοντας το θεατή ότι έχει ευρύ ερμηνευτικό φάσμα.

Η Γιάννα Σταυράκη, σα θεία Ρουθ, παίζει με λίγη τρέλλα και αρκετό χιούμορ το χαρακτήρα της και άλλοτε αποτελεί μια ευχάριστη κωμική νότα στην παράσταση, άλλοτε πάλι μία λίγο κουρασμένη, αλλά ευαίσθητη και ανθρώπινη ηλικιωμένη κυρία, που οι περισσότεροι θα την ήθελαν για γιαγιά τους. Όταν χάνεται δε στον κόσμο της, το κάνει υποδειγματικά.

Ο Στράτος Στρατηγαρέας, στο ρόλο του Τσάρλυ, του μικρότερου γιου της Λη, ένιωσα αρκετές φορές να είναι σφιγμένος, να μην αφήνει τα εκφραστικά του μέσα ελεύθερα και τελικά να αυτοπεριορίζεται. Δυνατότητες δείχνει πάντως να έχει και με τη ροή της παράστασης θα έχει τις ευκαιρίες να "λυθεί" και να βελτιωθεί.

Η πρωτότυπη μουσική σύνθεση ανήκει στο μόνιμο συνεργάτη του Vault, το Μάνο Αντωνιάδη και αποτελεί μια ήπια και ευχάριστη στην ακοή συνοδεία του κειμένου.

Οι φωτισμοί του Βαγγέλη Μούντριχα ακολουθούν πιστά τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του έργου και είναι καίριοι δημιουργώντας την κατάλληλη ατμόσφαιρα.

Τα κοστούμια του Αλέξη Φούκου αντιπροσωπευτικά του κάθε χαρακτήρα που ντύνουν, ενώ το σκηνικό που κατασκεύασε ο Κώστας Μπακάλης είναι λιτό και πολυλειτουργικό, αφήνοντας αρκετό ωφέλιμο χώρο στους ηθοποιούς για κίνηση.

Συμπερασματικά, παρακολούθησα μια παράσταση, που ενώ το θέμα της είναι μια δυσλειτουργική οικογένεια, αρκετά σύνηθες στη σύγχρονη δραματουργία, παρουσιάζεται με μία τραγικωμική προσέγγιση και με επίκεντρο τον άνθρωπο και τα πάθη του, με ένα τρόπο απλό και άμεσο, ώστε ο θεατής να μπορεί να ταυτιστεί με τα συναισθήματα και τις καταστάσεις που απορρέουν από αυτό. Η σκηνοθεσία συνεπής και χωρίς ακρότητες και περιττό μελό και οι ερμηνείες τρυφερές και ευαίσθητες, δένουν αρμονικά με τη γενικότερη ατμόσφαιρα της παράστασης.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.