ΜΗΔΕΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΜΗΔΕΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.7/5 κατάταξη (10 ψήφοι)

Τη δεύτερη "Μήδεια" της φετινής θερινής θεατρικής σεζόν σκηνοθέτησε στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου η Μαριάννα Κάλμπαρη. Από τα κορυφαία έργα του Ευριπίδη (η παράσταση έφερε τον υπότιτλο "Η Βαρβαρότητα του Έρωτα"), το οποίο μας εισήγαγε στην πολυπλοκότητα του κόσμου μιας τραγικής ηρωίδας που ακόμα και σήμερα κανείς ίσως δεν έχει πραγματικά προσεγγίσει και κατανοήσει πλήρως.
Η Μήδεια ακολουθεί τον Ιάσονα, προδίδοντας τον πατέρα της, τον παντρεύεται, κάνει παιδιά μαζί του και καταλήγουν να ζουν στην αυλή του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα. Η επιθυμία του Κορίνθιου ηγεμόνα να παντρέψει τον Ιάσονα με την κόρη του τη Γλαύκη εξοργίζει τη Μήδεια, η οποία αντιδρά έντονα. Σε απάντηση αυτής της αντίδρασης, με διαταγή του βασιλέα εξορίζεται μαζί με τα παιδιά της, αλλά την ύστατη στιγμή καταφέρνει να εξασφαλίσει μίας ημέρας προθεσμία για να κατεργαστεί την εκδίκησή της. Φονεύει με δόλιο τρόπο τον Κρέοντα και τη Γλαύκη και καταλήγει στην ακραία πράξη της παιδοκτονίας, προκειμένου να εκδικηθεί τον Ιάσονα, πριν διαφύγει στην Αθήνα με τη βοήθεια του Ήλιου.
Η μετάφραση του αρχαίου κειμένου ήταν αυτή του χαρισματικού Γιώργου Χειμωνά, ενώ προστέθηκαν και μικρά αποσπάσματα άλλων διακεκριμένων συγγραφέων της αρχαιοελληνικής γραμματείας, και δη του Πλάτωνα, του Θεόκριτου (σε μετάφραση Ι. Πολέμη), της Σαπφούς, του Αρτεμίδωρου, του Μνησίλοχου, του Πλούταρχου, του Μακηδόνιου Ύπατου και του Παρθένιου, σε μετάφραση και δραματουργική επεξεργασία της σκηνοθέτιδος και της Έλενας Τριανταφυλλοπούλου.

Η Μαριάννα Κάλμπαρη κράτησε τα σκηνοθετικά ηνία της παράστασης προσπαθώντας να δώσει μία σύγχρονη ματιά στον ευριπίδειο λόγο, χωρίς να τον αλλοιώσει και στηριζόμενη στα πολλαπλά παράλληλα νοήματα του αρχαίου Έλληνα τραγικού να διαποτίσει το έργο με μια δημιουργική αναζήτηση ως προς τα αίτια και τα αιτιατά της συμπεριφοράς των ηρώων, κάνοντας το θεατή συμμέτοχο. Ο έρωτας με τα δεινά του, η προδοσία, η κατανόηση του πόνου του άλλου, η οργή, η εκδίκηση, η παιδοκτονία είναι οι βασικοί νοηματικοί πυλώνες της προβληματικής της παράστασης. Στη μέση της σκηνής κυριαρχούσε ένα υπερυψωμένο κρεβάτι, που συμβόλιζε το θέατρο του έρωτα μεταξύ αρσενικού και θηλυκού, αλλά και την αρένα της αέναης μάχης των δύο φύλων. Κάτω από το κρεβάτι, μία μεγάλη σκοτεινή τρύπα, το χάος, το έρεβος, όπου μέσα του χάνονται άνθρωποι και συναισθήματα. Μαζί με τη Μήδεια, στη σκηνή συνυπήρχε και μία απεικόνιση του πιο "βάρβαρου" εαυτού της, των μλυχιων της ψυχής της, σε παράλληλη δράση, ένα εύρημα που ενώ έχει το ενδιαφέρον του αρχικά, αποκτά μεγάλη χρονική διάρκεια και "κλέβει" σημαντικό μέρος της τραγικότητας της ίδιας της ηρωίδας και της στερεί μέρος της υπόστασής της. Ο απαγγελόμενος λόγος είναι συχνά "μαλακός", χωρίς πάθος, χωρίς στιβαρότητα, χωρίς να μπορεί να βαστάξει το βάρος των νοημάτων που κουβαλά. Με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το φιλολογίζοντα αρχικό ρόλο του κήρυκα, αλλά και τον υπερφίαλο και επιφανειακό μονόλογο της Γλαύκης. Αλλά και ο χορός δεν έδειξε να έχει ρόλο και προσανατολισμό στην παράσταση, καθώς διέτρεχε τη σκηνή ή σερνόταν σε αυτή ασθμαίνοντας, σε μια κίνηση χωρίς ουσία και στόχο και δεν έδειχνε να εξυπηρετεί με κάποιο τρόπο την οικονομία της παράστασης. Το μικρόφωνο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο στα τραγούδια κατά τη διάρκεια του έργου, καθώς και για την απαγγελία πομφόλυγων από τους ηθοποιούς αποδείχθηκε μάλλον ατυχής προσθήκη και ερχόταν με τη στατικότητα των σκηνών του, σε πλήρη αντίθεση με τη γενικότερη διεγερτική και "κινητική" κατεύθυνση που ήθελε η σκηνοθέτιδα για το πόνημά της. Οι ερμηνείες τέλος των ηθοποιών που συμμετείχαν παρουσίασαν σημαντικές ανισότητες που έκαναν πολλές σκηνές ελλιποβαρείς και αδύναμες να υποστηρίξουν τις καταστάσεις που περιέγραφαν και τα συναισθήματα.

Η Μαρία Ναυπλιώτου επωμίστηκε το ρόλο της Μήδειας, ένα χαρακτήρα πολυσύνθετο και σκοτεινό. Είχε δροσιά, είχε θέληση, είχε διάθεση, αλλά στις περισσότερες σκηνές η ερμηνεία της έμοιαζε αποπροσανατολισμένη και χωρίς εκείνη την έντονη φλόγα που θα έπρεπε να κατακαίει τα σωθικά της. Η παρουσία του alter ego της στη σκηνή, δεν την άφησε να διερευνήσει τα πιθανά όρια μιας ηρωίδας σύμβολο, αλλά συχνά λειτούργησε παρελκυστικά. Η τελική της σκηνή με τη βοήθεια των σχεδόν αριστουργηματικών φωτισμών της έδωσε μια αναγκαία κορύφωση, στην οποία κατάφερε να δείξει τις δυνατότητές της, αλλά με έκανε να αναρωτηθώ πόσο καλύτερα θα μπορούσε να έχει αναμετρηθεί με το ρόλο στο σύνολό του, αν είχε μεγαλύτερη σκηνοθετική στήριξη.
Ο Χάρης Φραγκούλης ερμηνεύοντας τον Ιάσονα ήταν αναιμικός και τις περισσότερες φορές έμοιαζε να ψάχνει τα πατήματά του. Λόγος χωρίς στιβαρότητα, συχνά με λάθος τονισμούς, χωρίς προσωπικότητα και κενός από συναίσθημα, με ξένισε που δεν μπόρεσε να βγάλει καμία από τις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα του. Δεν είχε ούτε ίχνος από την κυνικότητα που θα περίμενα, αλλά δε στάθηκε και καθόλου πειστικός στη στιγμή της συναισθηματικής του συντριβής.
Η Θεοδώρα Τζήμου υποδύθηκε τόσο τον κήρυκα στην αρχή, όσο και τη Γλαύκη στη ροή της παράστασης. Στην πρώτη περίπτωση ο λόγος της είχε ένα παλμό και μια δυναμική, αλλά δεν απέφυγε την παγίδα ενός ελλοχεύοντα φιλολογισμού, ενώ στη δεύτερη είχε μια τραγικότητα, η οποία όμως φλέρταρε με την ειρωνεία και την καρικατούρα.
Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς στο πέρασμά του ως Κρέοντας, προσπάθησε μάταια να βγάλει μια σκληρότητα και μια αυταρχικότητα, αλλά είχε τη γλυκύτητα και τη στοργικότητα ενός πατέρα που αγωνίζεται για το καλό της κόρης του.
Ο Γεράσιμος Γεννατάς ήταν ο Αιγέας, τον οποίο έπλασε με μια πραότητα, μια ήρεμη δύναμη στο λόγο, αλλά ταυτόχρονα και ένα διακριτικό ρεαλισμό και για τον οποίο ένιωθα ότι πατούσε στη γη και συνέλαβε και κατανόησε πλήρως τη συμμετοχή του στην παράσταση.
Η Αλεξάνδρα Καζάζου στο ρόλο της της "Βάρβαρης", είχε ένα ενδιαφέρον σαν παρουσία και σκηνοθετικό εύρημα, αλλά στη ροή του έργου, η συμμετοχή της άθελά της μπέρδευε τον πρωταγωνιστικό ρόλο και δεν τον άφηνε να αναπτυχθεί στο εύρος που θα μπορούσε. Είχε πάντως δύναμη και πάθος σα σκέψη και ψυχή της Μήδειας, αν και σε κάποιες σκηνές άγγιξε την υπερβολή.
Η Σύρμω Κεκέ και η Ιωάννα Μαυρέα ερμήνευσαν τις γυναίκες της Κορίνθου και προσπάθησαν να σταθούν ευπρόσωπα, αλλά οι ρόλοι τους ήταν ούτως ή άλλως περιορισμένοι και δεν κατάφεραν να αφήσουν κάποιο στίγμα. Η Μαριάννα Κάλμπαρη σαν τροφός, είχε μια σχεδόν μητρική παρουσία και μεστό λόγο με χρώμα και ένταση, αν και την ένιωσα αποκομμένη από τη Μήδεια.
Η Κωνσταντίνα Τάκαλου υποδύθηκε τον Άγγελο και πέρα από μία υπερβολή που διέκρινα στην κίνησή της, ο λόγος της συχνά ακουγόταν στομφώδης και ανούσιος.
Ο χορός είχε ως μέλη του τη Λήδα Κουτσοδιδασκάλου, τη Βασιλίνα Κατερίνη, το Μάριο Κρητικόπουλο, τον Ευθύμη Χαλκίδη και τον Αλέξανδρο Σκουρλέτη, που συμμετείχαν ψυχή και σώματι στα δρώμενα, είχαν ζήλο και διάθεση αλλά τις περισσότερες στιγμές έμοιαζαν να μην έχουν στόχο και απλά προσπαθούσαν να αποτελέσουν μέρος της ροής της παράστασης. Πάνω στη σκηνή ήταν επίσης οι Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, Κλέων Αντωνίου, Βάϊος Πράπας και Κωνσταντίνος Ευστρατίου που με τη συμμετοχή του Χάρη Φραγκούλη και του Γεράσιμου Γεννατά εκτέλεσαν ζωντανά τη μουσική του έργου και συνόδεψαν μελωδικά τα τραγούδια.

Το σκηνικό είχε εμπνευστή τον Κωνσταντίνο Ζαμάνη και υπηρέτησε τη σκηνοθετική οπτική στο έργο του Ευριπίδη. Δεν αποδείχτηκε πάντα λειτουργικό, αλλά στην τελική σκηνή σε συνδυασμό με τους φωτισμούς, είχε σημαντική συμμετοχή στη μαγεία της.
Τα κοστούμια του ίδιου σύγχρονα, αλλά με επιρροές παλαιότερων εποχών, δεν ένιωσα να συνάδουν πάντα με το λόγο, αλλά ούτε και με τη γενικότερη αισθητική της παράστασης.
Η μουσική του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου είχε ενδιαφέρουσες "παρεμβολές" στο λόγο και έντονη ηλεκτρονική χροιά, ενώ ίσως θα μπορούσε να είχε ενσωματώσει και κάποια πιο παραδοσιακά στοιχεία.
Η κίνηση της Μαρίζας Τσίγκα, στα όρια της υπερβολής, συχνά αποσυντόνιζε την προσοχή του θεατή και την απεστίαζε από την ουσία των νοημάτων του Ευριπίδη.
Οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου εξαιρετικής αισθητικής και φαντασίας, υπηρέτησαν πλήρως το σκηνοθετικό όραμα, τόσο στο σχεδιασμό των ακτίνων από το κέντρο της σκηνής, όσο και στην απογείωση της τελικής σκηνής της παράστασης.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του αρχαίου Θεάτρου της Επιδαύρου είδα μια παράσταση που καταπιάστηκε με μία από τις κλασσικότερες και πιο σύνθετες ηρωίδες της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας. Εστίασε στον έρωτα, τα πάθη και δεινά που αυτός μπορεί να δημιουργήσει, αλλά και την ανθρώπινη φύση, επιχειρώντας να τονίσει τη διαχρονικότητα των ερωτημάτων του Ευριπίδη. Η αρχική ιδέα ήταν πολύ καλή, αλλά η εκτέλεσή της στη σκηνή παρουσίασε προβλήματα, καθώς στην εξέλιξη της παράστασης είχα συνεχώς την αίσθηση ότι οι σκηνοθετικές προτάσεις έμεναν ανολοκλήρωτες και χωρίς συγκεκριμένο προσανατολισμό. Ο λόγος συχνά ακουγόταν φιλολογικός και ενίοτε ξύλινος και η κίνηση των ηθοποιών δεν έδεσε αρμονικά με αυτόν. Παράλληλα, κάποιες ερμηνείες δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες με το τελικό αποτέλεσμα να έχει επίπεδο και αισθητική, αλλά να μην μπορεί να γλιτώσει από αγκυλώσεις και αδυναμίες που δεν του επέτρεψαν να αποτελέσει μια σημαντική θεατρική πρόταση του φετινού καλοκαιριού.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.