Ο ΦΑΡΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

Ο ΦΑΡΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.3/5 κατάταξη (8 ψήφοι)

Το έργο του Ιρλανδού Conor McPherson με τίτλο "Ο Φάρος" (The Seafarer) σκηνοθετεί στη σκηνή του Θεάτρου Αθηνών ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Γραμμένο το 2006, έκανε πρεμιέρα στη σκηνή Cottesloe του Εθνικού Θεάτρου στο Λονδίνο το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου. Το 2007 ήταν υποψήφιο για βραβείο Olivier για καλύτερο έργο, αλλά κέρδισε το αντίστοιχο βραβείο για β' αντρικό ρόλο (Jim Norton).

Η ιστορία ξεκινά χρονικά την παραμονή των Χριστουγέννων και εκτυλίσσεται στο Baldoyle, ένα μικρό παραλιακό προάστιο του Δουβλίνου. Εστιάζει στο Σάρκι, ένα νεαρό αλκοολικό που πρόσφατα επέστρεψε σπίτι του έχοντας απολυθεί από άλλη μία δουλειά για να ζήσει με τον τυφλό και επίσης μέθυσο αδερφό του, το Ρίτσαρντ για να τον βοηθά. Προσπαθώντας να βρει ένα νόημα στη ζωή του αποφασίζει να μείνει εκτός επήρειας αλκοόλ για τις γιορτές. Υπάρχει συνεχής ένταση ανάμεσα στα αδέρφια σε μια προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού της ταυτότητας και της σχέσης τους. Στην παρέα τους είναι και ο Ιβάν, άλλος ένας μέθυσος φίλος τους, ο οποίος ψάχνει συνέχεια τα γυαλιά του και προσπαθεί μάταια να πείσει τον ίδιο του τον εαυτό να γυρίσει στο σπίτι και τη γυναίκα του. Η επίσκεψη του άλλου παιδικού τους φίλου, του Νίκι και ενός μυστηριώδους κομψού αγνώστου, του κυρίου Λόκχαρτ, θα αλλάξει τις ισορροπίες. Θα θυμίσει στο Σάρκι την προηγούμενή τους συνάντηση, παλιές αμαρτίες και ηθικά "χρέη" που είχε αυτή αφήσει σε εκκρεμότητα και θα τον προκαλέσει σε μία τελευταία παρτίδα πόκερ με έπαθλο όχι μόνο χρηματικό. Και οι πέντε ξεκινούν τη χαρτοπαιξία με το τέλος της παρτίδας και της βραδιάς απρόβλεπτο. Η μετάφραση από το σκηνοθέτη και την Αθανασία Σμαραγδή αν και δεν απέφυγε μερικές μικρές παγίδες της γλώσσας της ιρλανδέζικης εργατικής τάξης, είχε ροή και συνέχεια και δε δημιούργησε νοηματικά χάσματα στην κατανόηση του κειμένου.

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης σκηνοθετεί την παράσταση διατηρώντας μια ρεαλιστικότητα και μια αληθοφάνεια στην οπτική του, αλλά κρατώντας ζωντανή την υπερβατικότητα κάποιων σκηνών και των βαθύτερων συμβολισμών του κειμένου και των χαρακτήρων. Αυτοί ζουν στα όρια του περιθωρίου, συχνά σαν παρίες, με τις εμμονές και τις αδυναμίες τους εμφανείς, ενώ δείχνουν να διεκδικούν ελάχιστα από τη ζωή τους. Παραδομένοι στη νιρβάνα του αλκοολισμού και μιας εγκατάλειψης που έχει επηρεάσει σώμα, πνεύμα και ψυχή. Η ιστορία ξεκινά συστήνοντάς μας τους χαρακτήρες, αναγνωριστικά, με μάλλον αργούς ρυθμούς και κάποια σχετική φλυαρία είναι η αλήθεια. Ο λιγομίλητος και εσωστρεφής Σάρκι, ο τυφλός, επίμονος Ρίτσαρντ με τις διαρκώς παράλογες απαιτήσεις του και ο σχεδόν παραιτημένος Ιβάν που ψάχνει τα γυαλιά και την ταυτότητά του. Υπάρχουν εντάσεις, αλλά μικρής κλίμακας που δε δείχνουν να μπορούν να διαταράξουν την άβυσσο στην οποία κυλούν οι ήρωες, την απουσία προοπτικής και την απόλυτή τους μοναξιά. Υπάρχουν κάποια μοτίβα που επαναλαμβάνονται και ένα στυλιζάρισμα της εικόνας (κυρίως ως προς την αιτιολόγηση των αυτοκαταστροφικών τάσεων του καθενός), μέχρι την είσοδο δύο ακόμα χαρακτήρων στη σκηνή, που φέρνει ζωντάνια και κινητικότητα στην εξέλιξη της πλοκής. Από εκεί κι έπειτα ο ρυθμός γίνεται ταχύτατος, οι εντάσεις ανεβαίνουν και οι συγκρούσεις των ηρώων αποκτούν προοπτική και βάθος και προετοιμάζουν το θεατή για τη λύτρωση-κάθαρση του τέλους. Μετά τη μέση το ψυχογράφημα των ηρώων γίνεται αδρό, σαφές και πολυεπίπεδο.

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης κρατά το ρόλο του Ρίτσαρντ, του τυφλού αδερφού της οικογένειας Χάρκιν, ο οποίος γίνεται φορτικός στο μικρότερο αδερφό του, από τον οποίο απαιτεί σχεδόν τα πάντα. Σαρκαστικός, συχνά στα όρια της κυνικότητας και ενίοτε σκληρός και ωμός, βγάζει στη σκηνή όλη την εσωτερική του ανασφάλεια, αλλά και τις αδυναμίες που εκπορεύονται από την τυφλότητά του. Δεν αποφεύγει κάποιες ευκολίες, μία συγκεκριμένη ερμηνευτική πεπατημένη, ενώ κάποιες κωμικές παρεμβολές στο εσωτερικό του δράμα μου φάνηκαν αχρείαστες και κάποιες εντάσεις του υπερβολικές. Παρ' όλα αυτά κράτησε τις ισορροπίες του ήρωά του και δεν τον οδήγησε στην καρικατούρα.
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος υποδύεται τον άλλο πόλο της οικογένειας, τον αποτυχημένο Σάρκι. Δε μιλά πάρα πολύ, αλλά έχει συνεχή ενεργή "παρουσία" στην ιστορία. Είτε φοβικός και ζαρωμένος σε μία γωνία, είτε προσπαθώντας να αρθρώσει λόγο και να κάνει αισθητή την εσωτερική του αγωνία, είτε στις λίγες στιγμές που ορθώνει ανάστημα και συγκρούεται. Με μία διαρκή νευρικότητα στην κίνησή του, έκφραση που θυμίζει τρομαγμένο ζώο, αφήνει να εννοηθεί ότι υπάρχουν τα απαιτούμενα ψυχικά αποθέματα ώστε να κάνει την υπέρβαση που χρειάζεται ο ήρωάς του. Εσωτερική και ολοκληρωμένη ερμηνεία που δείχνει να έχει ανακαλύψει τις λεπτές αποχρώσεις του χαρακτήρα του.
Ο Νίκος Ψαρράς είναι ο Ιβάν, φίλος των Χάρκιν και συνοδοιπόρος στις καταχρήσεις τους. Ένας φαινομενικά άνευρος ήρωας που πέρα από τα γυαλιά του δείχνει να ψάχνει και τον προσανατολισμό της ζωής του. Θα μπορούσε να είναι μακράν ο πιο βαρετός της παρέας, αλλά ο ηθοποιός καταφέρνει να του δώσει ειδικό βάρος και οντότητα, με μια σεμνή και μετρημένη θεατρικότητα, χωρίς υπερβολές, με μία υπόκωφη ένταση και δυναμική. Ο ρόλος του καταλύτη, ενός "από μηχανής θεού" στην τελική σκηνή, αποτελεί τη δικαίωσή του.
Ο Αιμίλιος Χειλάκης, στο ρόλο του κομψού και μυστηριώδους κυρίου Λόκχαρτ, δείχνει να είναι κομμένος και ραμμένος γι' αυτόν. Η επιβολή του στη σκηνή δείχνει σαρωτική, τόσο με τον έντονο και σωστά τονισμένο λόγο του, όσο και με τη διαρκή κίνησή του που κρύβει μια υπόγεια απειλή. Φαινομενικά ανοιχτόκαρδος και ομιλητικός, η "ψυχή" της παρέας και του παιχνιδιού, μεταλλάσσεται σε επικίνδυνο όφι στα τετ α τετ του με τον Σάρκι. Κινείται με επιτυχία στα όρια του μεταφυσικού και δημιουργεί στο θεατή μία έντονη αγωνία για το πόσο μπορεί να υπερβεί τα όρια και τα εσκαμμένα.
Τέλος, ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος υποδύεται το Νίκι, επίσης παιδικό φίλο των Χάρκιν. Η είσοδός του κρύβει μια αμηχανία κι ένα μάλλον διστακτικό λόγο, αλλά σύντομα η ερμηνεία του αποκτά εξωστρέφεια, ρυθμό και πληθωρικότητα, ώστε να αποτελεί την πιο λογική και ισορροπημένη νότα της παρέας. Η κίνησή του έχει δυναμική, γερά πατήματα και ισορροπεί απόλυτα με την καθαρότητα του βλέμματός του.

Το σκηνικό της Αθανασίας Σμαραγδή, αποδίδει εξαιρετικά ένα καθιστικό επαρχιακού σπιτιού, όπου βασιλεύει μια εργένικη αναρχία που συμβαδίζει με την πνευματική και ψυχολογική σύγχυση των κατοίκων του. Δεσπόζει στο κέντρο ένας φεγγίτης, που αποτελεί μια πηγή φωτός στην κλειστοφοβικότητα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας.
Τα κοστούμια της Μαρίας Κοντοδήμα, λαϊκά και καθημερινά, αποτυπώνουν την εγκατάλειψη των χαρακτήρων στην τύχη τους. Ίσως υπάρχει ένας τόνος υπερβολής στην εντελώς ατσαλάκωτη εμφάνιση του κυρίου Λόκχαρτ, αλλά χωρίς να επηρεάζει τη γενικότερη αισθητική της παράστασης.
Η μουσική του Μίνωα Μάτσα υπογραμμίζει τις εντάσεις των χαρακτήρων και φορτίζει μουσικά την εσωτερική τους σύγχυση και απελπισία.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου υποφωτίζουν ένα σχεδόν αρρωστημένο σκηνικό περιβάλλον και αποτελούν καθρέφτη της ψυχικής ανισορροπίας των χαρακτήρων του έργου.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Αθηνών, είδα ένα σύγχρονο έργο, με ήρωες στα όρια της απόγνωσης που αναζητούν ταυτότητα και προσανατολισμό. Η ιστορία όντας καθρέφτης της ιρλανδέζικης νοοτροπίας και ψυχολογίας έχει αποστάσεις από την ελληνική πραγματικότητα, αλλά τα αδιέξοδα και οι αδυναμίες των ηρώων είναι πραγματικά, ρεαλιστικά και αγγίζουν το θεατή σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Η σκηνοθεσία αν και ξεκινά κάπως φλύαρα και σχηματικά, βρίσκει τις λεπτές ισορροπίες του έργου και έχει ένταση, ροή και δυναμική. Οι ερμηνευτές έχουν πολύ καλή σκηνική χημεία, ο καθένας αξιοποιεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και δημιουργούν ένα δεμένο και δουλεμένο σύνολο, χωρίς κανείς να υστερεί, πέρα από μικρές επιμέρους ενστάσεις, που δεν αλλοιώνουν όμως την τελική εντύπωση.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.