«Ο ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΠΥΡΓΟΥ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«Ο ΚΟΤΖΑΜΠΑΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΠΥΡΓΟΥ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.8/5 κατάταξη (28 ψήφοι)

          Ένας προδότης που έγινε ήρωας από σπόντα. Ένας καλοπερασάκιας που φοβόταν μήπως χάσει τη βολή του, γιατί η ζωή υπήρξε γενναιόδωρη μαζί του. Τί κι αν η Ελλάδα προσπαθεί να βρει τη λευτεριά της, ανάμεσα σ' ένα εκρηκτικό τρίγωνο, κοτζαμπάσηδων, παπάδων και καπεταναίων; Ο Μίχαλος Ρούσος, Έλληνας προεστός του Καστρόπυργου, ευδαιμονιστής και φιλήδονος, εγωπαθής και θρασύδειλος, απολαμβάνει, λόγω κοινωνικής θέσης, τα πλούτη, την εξουσία και τις γυναίκες. Νοιάζεται μόνο για τη διατήρηση της σωματικής του ασφάλειας και των υλικών αγαθών του. Ένας, εκ πρώτης όψεως, ρηχός κι ανώριμος χαρακτήρας, διαβρωμένος ηθικά και συνειδησιακά. Ένας αντιήρωας που μπλέκεται στη δίνη του πολέμου και απειλείται η ζωή του. Καταστάσεις τον αναγκάζουν, λόγω φόβου, να αλλαξοπιστήσει για να επιβιώσει. Όμως, η ζωή κυλά και τα γεγονότα τρέχουν. Οι Έλληνες, τελικά, κερδίζουν τη μάχη κι ο Μοριάς περνά στα χέρια τους. Η ζωή του Ρούση βρίσκεται, για ακόμη μια φορά, σε κίνδυνο, όντας πια προδότης του Έθνους. Θα καταφέρει, άραγε, να σώσει, ξανά, το τομάρι του;
          Η προσωπική διαπάλη του «κιοτή» Μίχαλου στο ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης. Μία ιστορία, βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα της ζωής του Μήτρου Ροδόπουλου, προπάππου του Καραγάτση. Ο συγγραφέας ψυχογραφεί, δίχως εξωραϊσμούς, την ανθρώπινη αμφισημία στο παλίμψηστο της Ιστορίας. Απομυθοποιεί, αριστοτεχνικά, τόσο το παρασκήνιο της Ελληνικής Επανάστασης με τον «θεό φόβο» και τον «θεό θάνατο» σε πρώτο πλάνο, όσο και τον τίτλο της ανδρείας, μέσω τυχαίων συγκυριών, με τη σαρκαστική του ματιά. Ακόμη κι ο Κολοκοτρώνης χαμογέλασε ειρωνικά, αλλά γνώριζε πολύ καλά ότι οι άνθρωποι χρειάζονται θρύλους κι αίγλη στη ζωή τους για να προχωρήσουν παρακάτω. Κι έτσι, επικυρώθηκε η αιωρούμενη πλάνη.
          Η θεατρική πράξη, βασισμένη στα τρία μυθιστορήματα του Καραγάτση («Ο Kοτζάμπασης του Καστρόπυργου», «Aίμα χαμένο και κερδισμένο», «Tα στερνά του Mίχαλου»), αν και μεγάλης διάρκειας, διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή, καθ' όλη τη διάρκειά της, με τις σωστές δραματουργικές εναλλαγές, τις πολύ καλές ερμηνείες και τη σύμπραξη της ζωντανής μουσικής. Έτσι, το ιστορικό πλαίσιο διανθίζεται με ισόποσες δόσεις αληθοφάνειας και ονειροφαντασίας σε ένα κλίμα ευφορίας. Ευφυής αποδεικνύεται η διασκευή, του Θανάση Τριαρίδη, πάνω σε ένα κείμενο πυκνό, που αποκτά διαχρονική δυναμική και συνομιλεί με το σήμερα, αποφεύγοντας εντέχνως στείρους δογματισμούς. Κι ο σκηνοθέτης, Δημήτρης Τάρλοου, αναμετριέται με αυτήν την γοητευτική πρόκληση, σε μία ποπ εκδοχή του Αγώνα του '21. Η παράσταση, καλοκουρδισμένη και προσεγμένη στη λεπτομέρεια, διαθέτει ρυθμό, εκπληκτική ατμόσφαιρα, συνοχή, λυρικότητα και σαρκασμό. Ευρηματική είναι η παρουσία του έκπτωτου Βασιλικού Ζεύγους, Όθωνος και Αμαλίας, από το θυρωρείο της ιστορίας, ως σχολιαστές της πορείας του ήρωα και των γεγονότων. Περιπαικτικό αποδεικνύεται το σκηνικό τέχνασμα με την προσθήκη του Θεάτρου Σκιών στη μέση της παράστασης, αναπαριστώντας τη συνομιλία των δύο αμφιλεγόμενων προσώπων, του Μίχαλου και του Παπαφλέσσα. Το γκρι σημάδι, που έχουν ζωγραφισμένο όλοι οι ηθοποιοί στο μάγουλό τους, έχει κι αυτό τη σημασία του: εμμέσως υποδηλώνει το αποτύπωμα που αφήνει κάθε άνθρωπος από τη γέννηση μέχρι τον θάνατό του.
          Στο ρεαλιστικά καλαίσθητο σκηνικό τοπίο, της Θάλειας Μέλισσα, που αναδεικνύεται καίρια με τους δημιουργικούς φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, ζωντανεύει μπροστά μας όλη η ιστορία, που κινείται διαρκώς στις παρυφές ενός εφιάλτη. Στα ατού της παράστασης, οι εκπληκτικές μουσικές αντιστίξεις του Άγγελου Τριανταφύλλου, οι οποίες εκτελούνται ζωντανά από τέσσερις βιρτουόζους μουσικούς, στην άκρη της σκηνής, και λειτουργούν άλλοτε ως ήρεμο μουσικό χαλί κι άλλοτε ως δυναμίτης των τεκταινομένων. Τα ενδεικτικά κοστούμια εποχής, των Αλέξανδρου Γαρνάβου και Τζίνας Ηλιοπούλου, και η διδασκαλία κίνησης, της Κορίνας Κόκκαλη, αποτυπώνουν διακριτά εποχή και χαρακτήρες.
          Αναντίρρητα, η παράσταση στηρίζεται στις ατόφιες ερμηνείες του πολυπληθούς θιάσου, γεμάτες πάθος και λυρισμό. Μία σφιχτοδεμένη ομάδα με κίνηση, έκφραση και λόγο σε πλήρη αρμονία.
          Έτσι, μεταξύ όλων, απολαμβάνουμε:
Το ταλάνισμα του «Μίχαλου Ρούση» να σκιαγραφείται αδρά από τον Γιώργο Χριστοδούλου.
Τον στιβαρό «Κολοκοτρώνη», του Δημήτρη Ήμελλου, να είναι ο φόβος και ο τρόμος του ήρωα
Τον ανθρώπινο «Μουσταφάμπεη», του Χρήστου Μαλάκη.
Την αέρινη «Ευαγγελία Ρούση», της Βίκυς Κατσίκα, και την εκρηκτική «Βαγγελιώ Σπυροπούλου», της Λεωνής Ξεροβασίλα, δύο γυναίκες σταθμοί στη ζωή του Μίχαλου, που διεκδικούν και μοιράζονται την «πικρή» αγάπη του.
          Οι έκπτωτοι βασιλείς, «Όθων και Αμαλία» -των Κώστα Βασαρδάνη και Ξανθής Γεωργίου, διαπνέονται από αυθορμητισμό και ψήγματα ειρωνείας.
Ο Κώστας Βασαρδάνης ενσαρκώνει πειστικά και τον ιερέα «Δωρόθεο».
          Η περίπτωση του πληθωρικού Θανάση Δόβρη, ως «Παπαφλέσσας», εγείρει ποικίλες αντιδράσεις. Ο μονόλογός του ξεφεύγει, εντελώς, από το όλο κλίμα της παράστασης. Είναι σαν συνονθύλευμα από stand up comedy με προεκλογικές υποσχέσεις και one man show με λικνίσματα pop ακουσμάτων. Πρόκειται για σχόλιο του σκηνοθέτη, για την ανθρώπινη συμπεριφορά, η οποία δεν αλλάζει όσα χρόνια κι αν περάσουν. Αποτελεί μία εύθυμη νότα στη ρέουσα πλοκή -που, όμως, αποπροσανατολίζει, για μερικά λεπτά, τον θεατή.
          Οι υπόλοιποι ηθοποιοί (Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Δημήτρης Μπίτος, Γιώργος Μπινιάρης, Αρετή Πασχάλη, Δημήτρης Καπουράνης, Μελισσάνθη Ρεγκούκου) στηρίζουν με σύνεση την προοπτική του κειμένου και δικαιώνουν τις προθέσεις της θεατρικής συνθήκης.
          «Χακ» είναι η λέξη – κλειδί που βασανίζει τον Μίχαλο Κιούση και είναι, τελικά, η μεγάλη επίγευση της παράστασης, με την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης να ορίζεται μόνο μέσα από τις αδυναμίες και τις επιλογές της.
          Στο θέατρο «ΠΟΡΕΙΑ», είδα μία ποιοτική δουλειά με εμφανές το στίγμα της, τόσο δραματουργικά όσο και σε συλλογικό επίπεδο.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.