Ο ΜΙΚΡΟΣ ΕΓΩ - ΚΡΙΤΙΚΗ

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΕΓΩ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.0/5 κατάταξη (5 ψήφοι)

Την παράσταση "Ο Μικρός Εγώ", σκηνοθετεί στο Θέατρο Άλφα-Ιδέα ο Βασίλης Ανδρέου. Είναι βασισμένη στο συνολικό συγγραφικό έργο του Κώστα Ταχτσή, εστιάζοντας στο μυθιστόρημα "Τα Ρέστα", μια συλλογή κειμένων που γράφτηκαν και σε μεγάλο βαθμό δημοσιεύθηκαν κατά τη δεκαετία του '60 (με αρχή το 1964) σε εφημερίδες, ενώ συγκροτημένα δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1972 και στην τελική του μορφή το 1974, λίγο μετά την πτώση της χούντας. Είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό, σε μια πορεία του συγγραφέα, μέσα από την αφήγηση, προς την ενηλικίωση, την αυτογνωσία, τη σεξουαλική συνειδητοποίηση. Λάθη, ενοχές, πρόσωπα και καταστάσεις που έγιναν αναμνήσεις παιδικών χρόνων, συνθέτουν ένα ηθογραφικό μωσαϊκό, μέσα από το οποίο, αποτυπώνει το ίχνος μιας γενιάς και τα προσωπικά του όνειρα, τα βιώματα και τις προσδοκίες. Ένας πατέρας παρών-απών, ο θείος Μίμης που συμπλήρωνε κάποια ανδρικά πρότυπα, μία δεσποτική και ανεξάρτητη μάνα και μία ανεξάντλητη γιαγιά, χαρακτήρες της γειτονιάς του, οι πρώτοι έρωτες, γίνονται οι μνήμες που καθορίζουν τον άνθρωπο, με τις αδυναμίες και τα πάθη του, αλλά και τον καλλιτέχνη που αντιμετωπίζει τον κοινωνικό του περίγυρο. Η πορεία του φαινομενικά καθοδική, αλλά μέσα από αυτή γνωρίζει, κατανοεί, διαμορφώνει απόψεις και χαρακτήρα και διαγράφει την προσωπική του διαδρομή, αφήνοντας το στίγμα του. Η διασκευή του αρχικού κειμένου ανήκει στο σκηνοθέτη και την ομάδα Αίολος.

Ο Βασίλης Ανδρέου αναλαμβάνοντας τη σκηνοθετική επιμέλεια της παράστασης, συμπύκνωσε τις νοηματικές γραμμές του αρχικού κειμένου, το δόμησε πάνω σε χαρακτήρες κατανοητούς, προσιτούς και καθημερινούς, διατηρώντας τον ανθρώπινο χαρακτήρα του και συνδυάζοντάς τον με χιούμορ, συναίσθημα και μια κατάδυση στον ψυχισμό των ηρώων. Η οικογένεια και οι δομές της, η κοινωνία και οι ανοχές της στο διαφορετικό, υπαρξιακά ερωτήματα, το ένστικτο ως όπλο επιβίωσης, η ηθική και οι συχνά ψευδεπίγραφες επιταγές της είναι θεματικοί πόλοι που η σκηνοθεσία αναδεικνύει, χωρίς να καταφεύγει στην αυτολύπηση, το μελοδραματισμό ή μια στείρα ηθικοπλαστική προσέγγιση. Τα στιγμιότυπα της ζωής του συγγραφέα γίνονται εικόνες που εναλλάσσονται με γρήγορο ρυθμό, έχουν δυναμική, αισθητική και καλούν το θεατή σε ένα συμμετοχικό ταξίδι στο χρόνο και τις εμπειρίες του. κάποιες σκηνές δεν είχαν την ίδια ένταση με κάποιες άλλες, αλλά όλες έχουν ταυτότητα και υπηρετούν σαφείς υφολογικές δομές. Μικρές αρρυθμίες στη διάρκεια κάποιων σκηνών υπήρξαν, αλλά δε στάθηκαν ικανές να κατεβάσουν ταχύτητα στο τέμπο και την εξέλιξη της παράστασης. Η ερμηνευτική ομάδα δείχνει να ζει και να απολαμβάνει αυτό που κάνει στη σκηνή, ίσως με λίγο υπερβάλλοντα ζήλο, αλλά συντονισμένα, συντεταγμένα και εντάσσοντας τα εγώ τους στην υπηρεσία του συνόλου.

Ο Γιώργος Μακρής αναλαμβάνει κυρίως το ρόλο του νεαρού Ταχτσή ξεκινώντας από τα παιδικά του χρόνια και βαδίζοντας προς την ενηλικίωση. Έχει μια ζωντάνια, μια παιδικότητα, μια σκανταλιά στο λόγο, το βλέμμα και την κίνηση και την ανεμελιά της άγνοιας κινδύνου. Ίσως λίγο υπερκινητικός σε μία-δύο σκηνές, αλλά δε χάνει τα πατήματά του και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ήρωά του. Αμελής, απρόσεκτος, και ανυπόμονος στα παιδικά χρόνια, επίμονος, διαβολάκος, καυγατζής όσο βαδίζει προς τη συνειδητοποίηση του ποιος είναι πραγματικά. Η Φαίδρα Παπανικολάου ερμηνεύει κυρίως την εκρηκτική μάνα, μέσα στην οποία φαίνεται να παλεύει το ανεξάρτητο πνεύμα με το κοινωνικό πλαίσιο της εποχής, επιχειρώντας να δώσει μια απόπειρα γυναικείας χειραφέτησης, κόντρα σε κάποια στεγανά της εποχής. Υπάρχει μέσα της η πάλη και η μελαγχολία μιας επικείμενης αποτυχίας, ενώ στο πρόσωπό της αποτυπώνονται οι μικρές νίκες και οι μεγάλες ήττες της ζωής της.
Η Νατάσα Σφενδυλάκη υποδύεται και αυτή διάφορους ρόλους με πιο χαρακτηριστικό αυτό της γλυκιάς, δεσποτικής και φλύαρης γιαγιάς που στοιχειώνει την ενηλικίωση του Ταχτσή. Γνήσια, λαϊκή, πηγαία, αυθόρμητη, πληθωρική και με πλήρη συγχρονισμό των εκφραστικών της μέσων, σαρώνει τη σκηνή και πλάθει έναν απόλυτα πειστικό χαρακτήρα Ελληνίδας γιαγιάς.
Ο Θεόδωρος Χιντζίδης διεκπεραιώνει όλους τους μικρότερους ανδρικούς ρόλους της παράστασης, καθώς και μια πιο ενήλικη προβολή του ίδιου του συγγραφέα, που συχνά συνδιαλέγεται με τη νεώτερη εκδοχή του. Ενθουσιώδης, δυναμικός, συγκρατημένα κινητικός, είχε ωριμότητα και αυτοέλεγχο στην ερμηνεία του.
Πολλούς μικρότερους γυναικείους ρόλους του βιβλίου επωμίζεται και η Βλασία Κουτσού, αλλά είναι απλά υπέροχη στην κυρία Φούλη, μια δασκάλα του πιάνου, υποδυόμενη μία από τις πιο γνήσια αστείες φιγούρες του έργου, με μία φυσικότητα, μία φινέτσα, ένα μπρίο, που θα το ζήλευαν πολλές πιο έμπειρες ηθοποιοί. Γενικότερα η ομάδα Αίολος, δείχνει να έχει ταλέντο, προσωπικότητα και διάθεση για δουλειά και θα περιμένω να με απασχολήσει και πάλι στο μέλλον με δουλειές της.

Το ενδυματολογικό κομμάτι της παράστασης επιμελήθηκαν οι Αφροδίτη Μηλιώνη και ο Δήμος Κλιμενώφ, ντύνοντας τους ηθοποιούς με κοστούμια που ήταν σε αρμονία με τους χαρακτήρες, λιτά αλλά όμορφα στο μάτι και λειτουργικά.
Η μουσική σύνθεση από το Σπύρο Παρασκευάκο, πλήρως εναρμονισμένη με τη σκηνοθετική γραμμή, μας ταξίδεψε και αυτή στο σύμπαν του Ταχτσή. Στο τραγούδι η Νεφέλη Κουρή.

Συμπερασματικά στη σκηνή του Θεάτρου Άλφα-Ιδέα, είδα μια παράσταση ενός σημαντικού νεοελληνικού κειμένου, η οποία διατήρησε ατόφιο τον ιδεολογικό ιστό του συγγραφέα και αποτέλεσε μια αποκαλυπτική ηθογραφία κλασσικών ελληνικών χαρακτήρων. Με απλή, αλλά σαφή ως προς τους στόχους της σκηνοθεσία και μία ερμηνευτική ομάδα που έχει δυναμική, ταλέντο και συνοχή, παρουσιάζουν μια αξιοπρεπέστατη και ειλικρινή θεατρική δουλειά που αξίζει της προσοχής του θεατρόφιλου κοινού.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.