Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΣΦΑΓΗΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΣΦΑΓΗΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.7/5 κατάταξη (23 ψήφοι)

Για άλλη μία φορά, ανεβαίνει στη χώρα μας η παράσταση της Γιασμίνα Ρεζά Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΣΦΑΓΗΣ, στο Θέατρο Αθηνών, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη.

Δύο εντεκάχρονα αγόρια μετά από μια μικροσυμπλοκή τους, που είχε σαν αποτέλεσμα το μικροτραυματισμό του ενός από αυτά, αναγκάζουν τους γονείς τους να συναντηθούν μεταξύ τους, προκειμένου να λύσουν και να διευθετήσουν το πρόβλημα που δημιουργήθηκε.

Μετά από μια αρχικά ανούσια, ψευτοευγενική και διερευνητική κουβέντα περί ζαχαροπλαστικής, τέχνης και δημοκρατίας, τα πνεύματα ανάβουν, η συζήτηση εκτρέπεται σε συγκρουσιακά μονοπάτια και οι ενήλικες αρχίζουν να μετατρέπονται σε βαρβάρους. Οι μάσκες του καθωσπρεπισμού καταρρέουν με πάταγο και ο καθένας αρχίζει να εκφράζει, με το δικό του τρόπο, τα ζωώδη του ένστικτα, με συνεχείς επιθέσεις και προσβολές, όλων εναντίον όλων, αποδεικνύοντας ότι τα καταπιεσμένα συναισθήματα και οι ανθρώπινες συμπεριφορές, δε μένουν για πολύ εγκλωβισμένες, όταν έρχονται αντιμέτωπες με την αλήθεια.

Στο τέλος, εύλογα αναρωτιούνται, αν αυτοί είναι οι ίδιοι που ήθελαν να συμβουλεύσουν και να παραδειγματίσουν τα παιδιά τους.

Η μετάφραση του Γιώργου Βούρου, ζωντανή, με ρυθμό και ροή του λόγου, διατήρησε όλη την αιχμηρότητα του κειμένου, αλλά και τον υπόγειο σαρκασμό του.

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης ανέλαβε τη σκηνοθεσία της παράστασης και την οδήγησε σε κωμικές ατραπούς, με ενδιάμεσες δραματικές κορυφώσεις. Οι κωμικοί τόνοι παραμένουν λεπτοί και προσπαθούν να διατηρούν μια διακριτικότητα, αποφεύγοντας τον ακραία κωμικό λόγο (εκτός μιας δύο περιπτώσεων, όπου χάθηκε λίγο το μέτρο και άγγιξε την καρικατούρα).

Ανάμεσα στο χιούμορ, υπάρχουν δραματικές εναλλαγές και εντάσεις, όπου η αλήθεια προβάλλει στην επιφάνεια και οι ήρωες συνειδητοποιούν λάθη και συμπεριφορές, οπλίζοντας ταυτόχρονα τη φαρέτρα τους, για νέο κύκλο αντιπαράθεσης. Η παράσταση ξεκινά σκόπιμα σε χαλαρό τέμπο, όπου η σκηνή θυμίζει κοινωνική συνάντηση δύο γνωστών ζευγαριών, τόσο τυπική και κλισέ, που αγγίζει τα όρια της βαρεμάρας. Σύντομα οι ρυθμοί επιταχύνονται, όσο οι τόνοι ανεβαίνουν και η τυπικότητα δίνει τη θέση της στις αλήθειες και τα πάθη, που αρχίζουν να αποκαλύπτονται. Οι δεσμοί μεταξύ των ζευγαριών αρχίζουν να γίνονται χαλαροί και συχνά να καταλύονται εντελώς. Μικρά διαστήματα σιωπής και ηρεμίας, δίνουν την αίσθηση ανάσας πριν την επερχόμενη καταιγίδα. Ο ρυθμός αυτός διατηρείται μέχρι το τέλος της παράστασης, δίνοντας στο θεατή τη δυνατότητα παρακολούθησης μιας ιδιότυπης παρτίδας ανθρωποφαγικού πιγκ πογκ, μεταξύ τεσσάρων διαφορετικών μεταξύ τους, ανθρώπων και τη σταδιακή κατάθεση στη σκηνή του Αθηνών, όλων των ζωωδών τους ενστίκτων.

Η παράσταση έχει, όπως προείπα, μια ροή και μια συνέχεια και όλες τις σκάλες της διακύμανσης του ανθρώπινου χαρακτήρα, από την πραότητα και την ευγένεια, μέχρι τη έντονη λεκτική βία, την υποψία πιθανής σωματικής βίας και την προσπάθεια της ψυχολογικής καταρράκωσης του άλλου.

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης κράτησε για τον εαυτό του και το ρόλο του Αλαίν, ενός κυνικού μεγαλοδικηγόρου, εξαρτημένου από το κινητό του. Στην αρχή έντυσε το ρόλο του με ένα κέλυφος συγκρατημένης αδιαφορίας για τα τεκταινόμενα, ενώ στη συνέχεια έγινε πλήρως συμμετοχικός στο επί σκηνής ξεκατίνιασμα. Η ερμηνεία του είχε όλα εκείνα τα στοιχεία που απαιτούσε ο ρόλος του ερμηνευτικά και κινησιολογικά, αν και σε κάποιες σκηνές μου έδωσε μια αύξουσα διάθεση ναρκισσισμού, που φάνηκε υπερβολική και αχρείαστη. Γενικά όμως ανταποκρίθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό, στο χαρακτήρα που υποδύθηκε με συνέπεια, συνέχεια και έλεγχο των εκφραστικών του μέσων.

Η Στεφανία Γουλιώτη, ήταν η Ανέτ, σύζυγος του Αλαίν, που είχε προσέλθει στη συνάντηση με τις καλύτερες προθέσεις. Ιδιαίτερα νευρωτική στις δραματικές της κορυφώσεις, δε με έπεισε ότι "έζησε" μέσα της τις σκηνές δράματος και σύγκρουσης. Στις κωμικές της στιγμές, έδειχνε συνήθως έξω από τα νερά της και με αδυναμία να χρησιμοποιήσει λειτουργικά τον υποχθόνια κωμικό λόγο. Επίσης το στήσιμο του σώματός της συχνά είχε λάθος γωνίες και δεν ήταν σε αρμονία με το λόγο της. Και έμειναν κάποιοι μικροί της αυτοσχεδιασμοί να προσπαθούν να "κρατήσουν" την ερμηνεία της.

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος υποδύθηκε το Μισέλ, έναν αυτοδημιούργητο και φαινομενικά απλοϊκό έμπορο ειδών κιγκαλερίας. Χαμηλών τόνων και συμβιβαστικός στην αρχή, στη ροή όμως της παράστασης υφίσταται μια σχεδόν ολοκληρωτική μετάλλαξη και μετατρέπεται σε λεκτικό οδοστρωτήρα. Οι κωμικές του στιγμές σχεδόν απολαυστικές, αν και δεν απέφυγε κάποιες μικροπαγίδες, οδηγώντας το χαρακτήρα του ενίοτε στην υπερβολή και την καρικατούρα. Γενικότερα όμως, έδειχνε να έχει συνέχεια τον έλεγχο του συναισθηματικού κόσμου του ήρωά του.

Η Λουκία Μιχαλοπούλου στο ρόλο της Βερονίκης, συζύγου του Μισέλ, μιας φιλότεχνης διανοούμενης ακτιβίστριας, είχε πάθος και ψυχή στην ερμηνεία της, αλλά έδινε συνεχώς την εντύπωση μιας τεντωμένης χορδής έτοιμης ανά πάσα στιγμή να σπάσει. Έτσι δεν απέφυγε κάποιες υπερβολές και στιγμές ακραίας λεκτικής έκρηξης, χωρίς όμως σε ένα γενικότερο πλαίσιο να μην είναι πειστική στο ρόλο που ανέλαβε να φέρει εις πέρας.

Υπήρχε συνεχώς στην ατμόσφαιρα του Αθηνών, μια αίσθηση καλής χημείας μεταξύ της ομάδας των τεσσάρων, η οποία με τον καιρό υποθέτω θα γίνεται δυνατότερη.

Το σκηνικό της Αθανασίας Σμαραγδή, θυμίζει σαλόνι μέσα σε μια πέτρινη σπηλιά, ίσως θέλοντας να συμβολίσει την ευκολία με την οποία ο άνθρωπος μπορεί να μετατραπεί με τη συμπεριφορά του, σε άγριο ζώο. Παρ' όλα αυτά δεν έπαψε να με ξενίζει σε όλη τη διάρκεια της παράστασης.

Τα κοστούμια της ίδιας, απόλυτα αντιπροσωπευτικά των χαρακτήρων που έντυσαν, κομψά και φανταχτερά εκεί που χρειαζόταν και λιτά και απλά, όπου αυτό απαιτούσαν οι συνθήκες.

Η μουσική του Μίνωα Μάτσα διακριτική, αλλά πάντα παρούσα, συντέλεσε σημαντικά στην ατμόσφαιρα του έργου.

Οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου, χωρίς να κυνηγούν τους ηθοποιούς, θα προτιμούσα να είχαν παίξει λίγο περισσότερο με την αυξομείωση της έντασής τους, ανάλογα με τα τεκταινόμενα.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Αθηνών, είδα μια καλοδουλεμένη παράσταση, η οποία παρά τις κάποιες ατέλειές της και κάποιες ερμηνευτικές υπερβολές, έχει ρυθμό, ενδιαφέρον και διατηρεί τις ισορροπίες της, όντας απόλυτα αρμονική με το πνεύμα και τις επιδιώξεις του αρχικού κειμένου.
Είναι μια κωμωδία του μοντέρνου δυτικού ανθρώπου και των αδυναμιών του. Με σκληρές και ανάλαφρες στιγμές να διαγωνίζονται δημιουργικά και να δημιουργούν στο θεατή μια ποιοτική ψυχαγωγία, αλλά και πεδίο για πολλή και δημιουργική σκέψη.


Σχόλια (1)

  • ANASTASIA

    27 Οκτώβριος 2015 στις 14:40 | #

    ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΟΛΟΙ

    απάντηση

Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.