Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ. ΚΡΙΤΙΚΗ

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ. ΚΡΙΤΙΚΗ


4.6/5 κατάταξη (7 ψήφοι)

Danse Macabre

Αναγνωρίζω την ιδιοφυία του αλλά ο Στρίντμπεργκ δεν είναι ένας από τους αγαπημένους μου θεατρικούς συγγραφείς. Κάθε φορά, παρακολουθώντας παραστάσεις έργων του, αναζητώ να βρω τι δεν έχω εκτιμήσει σωστά. Γιατί πιστεύω και γω αυτό που υποστηρίζει ο Per Olov Enquist, ότι «πρέπει να ψάχνει κανείς στο σωστό μέρος. Διαφορετικά η δυνατή όραση δεν βοηθάει» («Ο Στριντμπεργκ και η σύγχρονη δραματουργία», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1997).

Το γεγονός παραμένει, ωστόσο: όσες φορές έτυχε να δω π.χ. το έργο του Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, έφυγα από το θέατρο με μαύρη διάθεση. Αντιδρώ στην απελπισία από την οποία ξεχειλίζει αυτό το έργο και δεν δέχομαι ότι η ζωή είναι ένα μαρτύριο με τελική λύτρωση το θάνατο. Κι άλλοι έχουν γράψει για την τυφλότητα των ανθρώπων και τη ροπή τους στο Κακό, αλλά αφήνουν να μπει από κάποια χαραμάδα μια-δυο αχτίδες φωτός. Ο Στρίντμπεργκ, όχι. Από την αρχή έως το τέλος ένας άνδρας και μια γυναίκα τρώνε τις σάρκες του, πλήττουν, βαρυγκομούν για την τύχη και τις επιλογές τους, προσπαθούν να κάνουν κακό ο ένας στο άλλον, έχουν και εκφράζουν μόνο κακές σκέψεις για τους ανθρώπους γύρω τους.

Εν μέρει ισχύει το επιχείρημα ότι ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ πρέπει να διαβαστεί εκ παραλλήλου με το ΠΑΣΧΑ, το άλλο, σχεδόν άγνωστο, έργο που ο Σουηδός συγγραφέας έγραψε την ίδια χρονιά, το 1900. Εδώ οι δοκιμασίες των προσώπων –η ιστορία εξελίσσεται Μεγάλη Πέμπτη, Μεγάλη Παρασκευή και Μεγάλο Σάββατο- παραλληλίζονται με τα Πάθη που οδηγούν στην Ανάσταση. Δηλαδή, εκτός από την προσωπική απελπισία του συγγραφέα (κυρίως από επώδυνα διαζύγια, ψυχολογικές κρίσεις στα όρια της νευρικής κατάρρευσης, οικονομικά προβλήματα), αποκαλύπτονται και οι διαφυγές του. Ωστόσο πόσο βοηθάει στην πρόσληψη του ΧΟΡΟΥ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ το να γνωρίζει ο θεατής το ΠΑΣΧΑ, το μόνο έργο του Στρίντμπεργκ που έχει αίσιο τέλος; Δεν βοηθάει.

Μετά τη διετία 1894-6, όταν έζησε στα όρια της τρέλας, ο Στρίντμπεργκ μελέτησε κείμενα και λειτουργικά δράματα του ύστερου Μεσαίωνα. Φαίνεται ότι γράφοντας το ΧΟΡΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, είχε στο μυαλό του το ομότιτλο εικονογραφικό μοτίβο του «Μακάμβριου Χορού» (Danse Macabre), όπου ο Θάνατος οδηγεί τον χορό με νεκρούς και υποψήφιους νεκρούς (ζωντανούς), με χαρακτηριστική αντιπροσώπευση: από τον πάπα και τον αυτοκράτορα έως το ζητιάνο, το χωρικό, το παιδί. Ή, ίσως, και το σχετικό αλληγορικό mystery-play.

Το ζευγάρι του έργου, ο Λοχαγός και η Άλις, μιλώντας για τη θλιβερή ζωή τους, καταλήγουν ότι ο θάνατος θα σημάνει την ειρήνη και την λύτρωση. Ο Λοχαγός λέει «Τη μέρα του θανάτου μου θα είμαι ευχαριστημένος» και η Άλις «Τώρα μόνο ο θάνατος μπορεί να μας χωρίσει. Το ξέρουμε κι οι δυο, γι’ αυτό τον περιμένουμε σαν λυτρωτή». Ο τρίτος της ιστορίας, ο Κουρτ, αυτός που εκπροσωπεί την «αδύναμη αρετή», αναρωτιέται για την τοξική σχέση τους: «Τι κάνετε σ’ αυτό το σπίτι; Λες και οι τοίχοι αναδίνουν δηλητήριο, με το που μπαίνει κανείς εδώ μέσα αρρωσταίνει. […] Λες και υπάρχουν πτώματα εδώ, κάτω από το πάτωμα, είναι όλα τόσο πνιγερά από το μίσος, που δεν μπορείς να ανασάνεις».

Ο Κουρτ είναι αυτός που φέρνει την ‘ίντριγκα’ στο έργο, που αλλάζει τις ισορροπίες (έστω προσωρινά), με δεδομένο ότι ο Λοχαγός και η Άλις είναι ίδιοι, απολύτως ηττημένοι, χωρίς την παραμικρή χαρά στη ζωή τους, γεμάτοι αρνητικά συναισθήματα και σκέψεις. Είναι ο τρίτος, ο ξένος, αυτός που είναι αναγκαίος (από τη στιγμή που το ζευγάρι ζει απομονωμένο, χωρίς φίλους και παιδιά) για να αποκαλύψει σαν καθρέπτης την ασχήμια τους. Καθένας από τους δύο θα προσπαθήσει να τον προσεταιριστεί με τον τρόπο του, ο Κουρτ θα επηρεαστεί από την δύναμη του Κακού που εκφράζουν οι δύο, προς στιγμή θα παίξει το παιχνίδι τους αλλά σύντομα θα το βάλει στα πόδια. Αυτό κάνει: αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί να πολεμήσει το Κακό και φεύγει τρέχοντας. Η μέχρι τελικής πτώσεως μονομαχία βγαίνει ισοπαλία και οι δύο, που λίγη ώρα πριν είχαν βγάλει μαχαίρια, αποδέχονται με πικρή ειρωνεία ότι μόνο μία προοπτική έχουν: να γιορτάσουν την επέτειο των αργυρών γάμων τους. Η ζωή είναι μια φρικτή φάρσα κι ο Στρίντμπεργκ τη βίωσε έτσι. «Δεν είναι λίγες οι φορές που βλέπω ότι η ζωή μου ήταν προσχεδιασμένη σαν ένα θεατρικό έργο έτσι ώστε να υποφέρω και, συγχρόνως, να μπορώ να περιγράφω τον πόνο» έγραφε σε μια επιστολή του το 1907.

Το έργο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ‘ρεαλιστικό’ αν δεν είχε τόσο πολλά στοιχεία με συμβολική σημασία. Γιατί ο Λοχαγός και η Άλις δεν ζουν σε κανονικό σπίτι αλλά σ’ ένα φρούριο (άλλοτε φυλακή), απομονωμένοι στη φυλακή του γάμου τους και στη φυλακή του εαυτού τους! Κατά τη γνώμη μου είναι υπερβολική η ‘δόση’ του εγκλεισμού΄, για να την αντιμετωπίσει ένας σύγχρονος σκηνοθέτης με ρεαλιστικά κριτήρια. Και νομίζω αυτό το στοιχείο δεν αξιολόγησε επαρκώς ο Δημήτρης Καταλειφός, που σκηνοθέτησε μαζί με την Ελένη Σκότη, τον ΧΟΡΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ στο θέατρο Εμπορικόν. Μια ερεθιστική σύγχρονη ανάγνωση του έργου θα στεκόταν σ’ αυτό που είχε πει ο Μπέκετ για τον έργο, ότι είναι «σατανική κωμωδία».

 

Πράγματι αν, αντί να επιμείνει ρεαλιστικά στην έμφυλη διαμάχη, η σκηνοθεσία έβλεπε το έργο σαν ένα θέατρο τεράτων, μία γκροτέσκ κωμωδία (που συνδυάζει με εξπρεσιονιστική ακρότητα το γέλιο και το κλάμα), τότε το σκανδιναβικό σκοτάδι, το memento mori, o κλονισμένος ψυχισμός του Στρίντμπεργκ, θα φωτίζονταν αλλιώς κι η παράσταση μπορεί να αποτελούσε μία πράγματι φρέσκια προσέγγιση.

Ο Δημήτρης Καταλειφός και η Φιλαρέτη Κομνηνού ερμηνεύουν τον Λοχαγό και την Άλις με τον ρεαλιστικό τρόπο που και οι δύο κατέχουν πολύ καλά. Ο Βασίλης Μπισμπίκης επιβεβαιώνει κι εδώ (στον ρόλο του καλού Κουρτ) ενδιαφέρουσα υποκριτική ευελιξία. Η σκηνογραφία της Μικαέλας Λιακατά ενίσχυσε αυτό που θα έπρεπε να αμβλύνει: το γκρίζο, το ψύχος, την ερημιά του στριντμπεργικού κόσμου.

 


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.