ΟΦΣΑΪΝΤ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΟΦΣΑΪΝΤ - ΚΡΙΤΙΚΗ


0.0/5 κατάταξη (0 ψήφοι)

Τη μαύρη κωμωδία του πολυγραφότατου και βραβευμένου Καταλανού συγγραφέα Sergi Belbel με τίτλο ΟΦΣΑΪΝΤ σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος, στον Πάνω Χώρο του Από Μηχανής Θεάτρου. Πρόκειται για ένα κείμενο που αγγίζει τις οικογενειακές σχέσεις, τα προσωπικά όνειρα του καθενός για ένα καλύτερο αύριο και μια προσωπική και επαγγελματική καταξίωση, την οικονομική κρίση, αλλά και την κρίση αξιών της εποχής μας, την αλήθεια και το ψέμα και φυσικά το ποδόσφαιρο (εξ'ου και ο ποδοσφαιρικής θεματολογίας τίτλος).

Ο Πωλ και η Άννα αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, ο μεν λόγω περικοπής μισθού, η δε λόγω μείωσης της πελατείας στο κατάστημά της και αγωνιούν πως θα εξασφαλίσουν το καλύτερο φοιτητικό αύριο στην κόρη τους Λίζα, η οποία μόλις τελείωσε τη Δευτεροβάθμιά της εκπαίδευση. Όταν η αίτησή της για υποτροφία απορρίπτεται, το πρόβλημα γιγαντώνεται. Ο πατέρας της Άννας, ο Ζουζέπ, ηλικιωμένος, άρρωστος και καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, χρειάζεται πλήρη υποστήριξη και φροντίδα, την οποία παρέχει ένας οικονομικός μετανάστης, ο Ρίκυ, ο οποίος μακριά από την πατρίδα του δουλεύει σκληρά στο πλευρό του παππού, και στέλνει λεφτά στη Βραζιλία για να γίνει ο γιος του μεγάλος ποδοσφαιριστής. Η μόνη "εφικτή" λύση για να υπερπηδηθούν τα οικονομικά προβλήματα του ζευγαριού και να μπορέσει η κόρη τους να έχει το φοιτητικό μέλλον που της αξίζει (αφού όλες οι υπόλοιπες λογικές προτάσεις έχουν απορριφθεί στη μεταξύ τους σύσκεψη, μεταξύ άλλων και ο περιορισμός καθημερινών μικρών πολυτελών συμβάσεων) είναι το αδιανόητο, να δολοφονήσουν δηλαδή τον παππού και να απαλλαγούν έτσι από όλα τα έξοδα που η επιβίωσή του απαιτεί.

Παράλογη λογική σε όλο της το μεγαλείο και ένα μαύρο, βιτριολικό χιούμορ που γεμίζει γλυκόπικρα συναισθήματα το σύμπαν του Μπελμπέλ, ένα σύμπαν που συχνά δε μοιάζει καθόλου με αυτό ενός φυσιολογικού ανθρώπου. Το κείμενο στην παραδοξότητά του είναι απόλυτα σημερινό και επίκαιρο σε μία Ελλάδα που μαστίζεται από οικονομική κρίση και κρίση αξιών.

Η μετάφραση του κειμένου είναι της Μαρίας Παπαεμμανουήλ και διατηρεί ατόφιο, κρυστάλλινο και αιχμηρό το λόγο του Μπελμπέλ, χωρίς να του αφαιρεί τραγικότητα ή στιγμές χιούμορ, αλλά και χωρίς προσθήκες που θα αλλοίωναν το τελικό αποτέλεσμα.

Ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος καταπιάνεται με τη σκηνοθεσία του έργου και το παρουσιάζει στη σκηνή του Από Μηχανής Θεάτρου, σε δύο εμφανή επίπεδα, ένα γενικότερο και πιο αφηρημένο, μιας μικροαστικής οικογένειας που μαθημένη σε καταναλωτικά δυτικά πρότυπα, προσπαθεί να ζήσει το φαύλο αμερικάνικο όνειρό της και ένα ειδικότερο και πιο προφανές τη συνεχή μετάβαση από το όνειρο στην πραγματικότητα των πέντε χαρακτήρων στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τα επί μέρους καθημερινά προβλήματα που ανακύπτουν.

Το πρώτο επίπεδο με μία θεωρητικολογία και μία εγγενή φλυαρία καλύπτει με σκαιό και βίαιο τρόπο, σαν ένα μεγάλο σύννεφο, τις πιο ενδιαφέρουσες μικρές αφηγήσεις γνωριμίας με τους ήρωες και την ψυχή τους, οι οποίες συχνά εναλλάσσονται με μια κινηματογραφική οπτική στις τρεις "υποσκηνές" της παράστασης (το σπίτι της οικογένειας, το σπίτι του παππού και μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ονείρου και πραγματικότητας). Οι μεταβάσεις μεταξύ των σκηνών δεν είναι πάντα ομαλές και πολλές φορές παρεμβάλλονται "μεγάλες" σκηνές σκοταδιού στις αλλαγές, κάτι που κουράζει και λειτουργεί αρνητικά στη δραματουργία του έργου. Επίσης, οι σκηνές που δεν έχουμε διαλόγους μεταξύ των ηθοποιών, αλλά μονολόγους στους οποίους μας ανοίγουν την ψυχή τους και μας προσφέρουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, έχουν μία γραμμή που απαιτούσε κίνηση με νεύρο, φωνή με απότομες αυξομειώσεις έντασης, εσωτερικό παλμό και φλόγα από τους ερμηνευτές, που δεν υπάρχουν σε υψηλό βαθμό και περνούν πιο επιδερμικά στο θεατή από ότι θα έπρεπε.

Υπάρχουν φυσικά οι κεντρικές κατευθυντήριες γραμμές που κινούν τα νήματα του έργου που είναι οι ενδοοικογενειακές σχέσεις, η αδυναμία πραγματικής και ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των μελών της, η βία είτε στο ποδόσφαιρο, είτε έξω στο δρόμο, είτε μέσα στην οικογένεια, το σεξ, το κλείσιμο στη δική μας προσωπική σφαίρα. Και φυσικά το ορμέμφυτο της επιβίωσης, χαρακτηριστικό και ουσιαστικό δείγμα της ατελούς ανθρώπινης φύσης, που συχνά γίνεται αιτία και απαρχή κακών. Όλα αυτά αναπτύσσονται επαρκώς, αλλά δεν εξελίσσονται και δε λειτουργούν διαδραστικά και συνδυαστικά στη σκηνή. Οι σκηνές του ονείρου έχουν μεγαλύτερη φινέτσα, αισθητική και άποψη, ενώ αυτές της πραγματικότητας οδηγούν σε χαμηλότερες πτήσεις. Οι αντιθέσεις των τριών γενεών και το πώς αυτές βιώνονται από παππού, παιδιά και εγγονή περνάει ακροθιγώς, ενώ νομίζω ότι θα μπορούσαν να παρέχουν υλικό μιας ανελέητης σάτιρας του μικροαστισμού, που θα οδηγούσε ομαλότερα στο φινάλε της αξιοπρέπειας, που ευτυχώς λειτουργεί σωστικά στην όλη παράσταση και μαζεύει πολλά επιμέρους κομμάτια ατάκτως ερριμένα.

Ο Φαίδων Καστρής, στο ρόλο του παππού Ζουζέπ, αν και στην αρχή ξεκινάει σχετικά διστακτικά και με μια υστερία που θα ισοπέδωνε την ερμηνεία του, στη συνέχεια βάζει χρώμα, πάθος, ένταση στο λόγο του, νιώθω να τον φιλτράρει μέσα του και να τον οδηγεί σε προσωπικά μονοπάτια. Χρησιμοποιεί την προβληματική του για να καλύψει και τη χαμένη κινητικότητα του χαρακτήρα του, αλλά και για να "επικοινωνήσει" σκηνικά με το βοηθό του, το Ρίκυ, με τον οποίο έχουν καλή χημεία και συνεργασία. Φτάνοντας στο οριακό ψυχολογικά και ηθικά φινάλε, πλέκει τον ιστό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας έξυπνα, ξεγυμνώνοντας άμεσα την αλήθεια και τοποθετώντας τη στις σωστές της βάσεις, χωρίς μελοδραματισμούς, αλλά με τη συγκίνηση του ανθρώπου που γνωρίζει και εκτιμά.

Ο Κώστας Ανταλόπουλος υποδύεται τον χαμηλών τόνων Πωλ, ο οποίος αποτελεί κάτι σα συμπλήρωμα της γυναίκας του στην οικογένεια, αλλά κρύβει βαθιά μέσα του ανθρωπιά και πολλή καταπίεση. Αυτά τα αποδεσμεύει σε μικρές, σχεδόν ισόποσες δόσεις κατά τη διάρκεια του έργου, χωρίς να κάνει μεν το μπαμ, αλλά και φυσικά χωρίς να περνάει απαρατήρητος. Οι απαιτήσεις του χαρακτήρα αυτού δεν είναι εύκολες και χρειάζονται εσωτερική ισορροπία και συναισθηματικό έλεγχο.

Η Άννα Κουτσαφτίκη παίζει την ομώνυμη ηρωίδα και αποτελεί την επιτομή της σύγχρονης, ανεξάρτητης και ελαφρά δεσποτικής γυναίκας, που θέτει τα πάντα κάτω από το άγρυπνο μάτι της και μετράει αντιδράσεις στο πίσω μέρος του μυαλού της. Ζει σε ένα σύννεφο λίγο μακρύτερα από την πραγματικότητα και καταφέρνει να βγάλει αυτή την αίσθηση ιδιαίτερα έντονα στη σκηνή, καθώς ερμηνεύει με έναν παιδικό αυθορμητισμό κάποιες φορές, αλλά και με μια σιγουριά έμπειρης γυναίκας εκεί όπου χρειάζονται αποφάσεις. Αυτή σκέφτεται πρώτη τη λύση της δολοφονίας, άσχετα αν όλα παραμένουν τελικά σχέδια επί χάρτου. Η πλήρης αντίθεση και έλλειψη ουσίας στην επικοινωνία της με το χαρακτήρα του Ζουζέπ, είναι από τα ατού του έργου βαδίζοντας προς το φινάλε.

Ο Γιάννης Καπελέρης στο διπλό ρόλο του Ρίκυ και της drag queen (ενός αλμοδοβαρικού σύμπαντος), δίνει αφενός μια εντελώς ανθρωποκεντρική θεώρηση ενός οικονομικού μετανάστη που δουλεύει για να στέλνει λεφτά στην πατρίδα του με σαφήνεια και μια νεανική αλήθεια αφοπλιστική και γνήσια και αφετέρου προσθέτει φαντασμαγορία και πολυχρωμία με την εντυπωσιακή του σκηνική μεταμόρφωση σε drag queen, όπου όμως κάποιες αλήθειες χάνονται στο βωμό του θεάματος.

Η Ελένη Στεργίου στο ρόλο της Λίζας, κατάφερε να μπει στην ουσία του ρόλου της και να εμβαθύνει εν μέρει σε αυτόν, με εξαιρετική παρουσία στη σκηνή της ονειροπόλησης και του μονολόγου της. Στα διαλογικά μέρη χάθηκε λίγο, καθώς συχνά είτε επισκιάστηκε από τη μητέρα της, είτε χρειαζόταν μεγαλύτερη ένταση και εντονότερο τονισμό στη φωνή της.

Τα σκηνικά της Γεωργίας Μπούρδα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο σωστό τονισμό των αντιθέσεων του μικροαστικού ημι-πολυτελούς σπιτιού της οικογένειας, σε σχέση με το γεμάτο σκουπιδοέπιπλα διαμέρισμα του Ζουζέπ, το οποίο και σατιρίζεται έντονα. Το ίδιο και τα κοστούμια της με κάποιους μόνο ενδοιασμούς σε κάποιες χρωματικές υπερβολές σε σκηνές ονείρου.

Οι φωτισμοί της Ελίζας Αλεξανδροπούλου, παίζουν με το φως και το σκοτάδι, απλά το σκοτάδι κάποιες φορές επικρατεί στη σκηνή.

Η κινησιολογική προσέγγιση της Χρυσηίδας Λιατζιβίρη, απόλυτα πετυχημένη, συνδυάστηκε όμορφα με τον καταιγισμό του λόγου και συντέλεσε θετικά στο ρυθμό του όλου εγχειρήματος.
Τέλος, η μουσική του Σταύρου Παπασταύρου, κρατάει την ένταση και το ρυθμό του έργου.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Από Μηχανής Θεάτρου, όπου δοκιμάστηκε σκηνικά το Οφσάιντ, ακολούθησε μεν πιστά την προβληματική του συγγραφέα, αλλά δεν την ανέπτυξε, ούτε την εξέλιξε πάντα με το σωστό τρόπο, αφήνοντας έντονες επικαλύψεις και δραματουργικά κενά, τα οποία οι καλές ερμηνείες και η αισθητική κάποιων σκηνών δεν μπόρεσαν να καλύψουν επαρκώς. Έτσι υπήρχαν σκαμπανεβάσματα που δεν ευτύχησαν να κρατήσουν την προσοχή του θεατή αρραγή και αναπόσπαστη καθόλη τη διάρκεια του έργου. Η ματιά είναι βέβαια προσωπική, αλλά εγώ δεν μπορώ να δω μόνο προθέσεις, χρειάζεται και η σωστή συνταγή της σκηνικής τους εκτέλεσης, όπου υπήρξαν εμφανείς αδυναμίες.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.