ΟΙ ΜΑΓΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΣΑΛΕΜ | ΚΡΙΤΙΚΗ

ΟΙ ΜΑΓΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΣΑΛΕΜ | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.9/5 κατάταξη (25 ψήφοι)

          Ο σατανισμός σε πρώτο πλάνο, στο θεατρικό προσκήνιο. Tο θαυμάσιο συγγραφικό πόνημα του Αμερικανού δραματουργού Άρθουρ Μίλερ (Arthur Miller), «ΜΑΓΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΣΑΛΕΜ» έκανε πρεμιέρα, στο θέατρο «Δημήτρης Χορν», σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη, με ένα εξαιρετικό καστ ηθοποιών.
          Η υπόθεση του έργου αντλείται από τα πρακτικά μιας αληθινής ιστορίας δίκης, με πρόσχημα τη μαγεία, που συντάραξε το Σάλεμ, ένα χωριό της Μασαχουσέτης, στα τέλη του 17ου αιώνα. Η πουριτανική κοινότητα αναστατώνεται από την παρουσία του «σατανά». Το δηλητήριο της μισαλλοδοξίας και της άγνοιας σταλάζεται μεθοδικά από την εφηβική ανευθυνότητα. Από το σημείο αυτό και μετά, τα γεγονότα είναι ανεξέλεγκτα.
          Ένα σωρό αθώοι άνθρωποι οδηγούνται στον θάνατο με την κατηγορία της μαγείας. Η αγριότητα του «αγνού» πουριτανισμού και η τυφλότητα της δεισιδαιμονίας, βρίσκει εύκολα πρόσφορο έδαφος. Οι δικαστές του Σάλεμ πιστεύουν ότι εξυπηρετούν έναν ανώτερο σκοπό, διατηρώντας τη στερεότητα του δόγματός τους. Στα μάτια κάθε φωτισμένου ανθρώπου δε διαφέρουν, ωστόσο, από ψυχρούς εγκληματίες. Σε αντίθεση με εκείνους, ο αγρότης Τζον Πρόκτορ γίνεται η φωνή της λογικής και της αξιοπρέπειας. Αρνείται να υποκύψει στη θεοκρατική δεοντολογία και με παρρησία διεκδικεί το αναφαίρετο δικαίωμα της ελεύθερης σκέψης, που θεωρείται πράξη, σχεδόν, εγκληματική.
          Ο συγγραφέας αγωνιά για την εποχή του, μια εποχή αλλοτρίωσης και κοινωνικής εξαθλίωσης. Το έργο του «The crucible» («Η δοκιμασία»), που έγινε γνωστό και ως «Οι Μάγισσες του Σάλεμ», είναι μια οικουμενική και πανανθρώπινη μαρτυρία για τις καταστρεπτικές συνέπειες της άγνοιας, ειδικά όταν αυτή γίνεται αντικείμενο μισαλλοδοξίας και ενοχής. Ο Μίλερ αντιδρά έντονα και καταγράφει σοφά την αμερικανική υστερία του μεταπολεμικού ψυχρού πολέμου, τη χυδαιότητα του Μακαρθισμού, την κατάπτωση της ατομικής αξιοπρέπειας. Αποτελεί ένα δριμύ κατηγορώ σε κάθε μορφής αυταρχισμού, πνευματικής – ιδεολογικής αγκύλωσης.
          Τέλειος γνώστης της θεατρικής οικονομίας, των αντιθέσεων και της δραματικής κορύφωσης, στήνει χαρακτήρες και σκηνές μεγάλων εντάσεων και δυνατής συγκίνησης, που παγιδεύουν τον θεατή και τον κρατούν σε εγρήγορση. Ο φανατισμός καλύπτει με το ασφυκτικό σκοτάδι του, ωραίες ιδέες και ευγενικές πεποιθήσεις. Ακραία κατάσταση, «σύφιλη της ψυχής και του πνεύματος», πνίγει και απογυμνώνει τον άνθρωπο.
          Οι διάλογοι κινούνται σε έναν λιτό ποιητικό ρεαλισμό με υποκρυπτόμενη θρησκευτικότητα. Οι ήρωές του, φανατισμένοι, πυρετώδεις, επικίνδυνα κυκλοθυμικοί αγωνιούν να λυτρωθούν. Το ψυχικό μαστίγωμα δε σταματάει, παρά μόνο όταν πέσει η αυλαία. Το μαύρο χιούμορ του συγγραφέα καταλύει κάθε φραγμό. Από μια απλή ερωτική ατασθαλία, χτίζει έναν ολόκληρο μηχανισμό καταστολής, που «φλερτάρει» επικίνδυνα με την τραγωδία και τη φάρσα ταυτόχρονα.
          Ο σκηνοθέτης Νικορέστης Χανιωτάκης, αναλαμβάνοντας την πολύ καλή μετάφραση του κειμένου, χτίζει, με την αρωγή της Ελευθερίας Μπενοβία, μία υπαινικτική, δραματική, συναισθηματική ενεργειακή, θεατρική συνθήκη, με σεβασμό στην ατμόσφαιρα και το πνεύμα του έργου. Διατηρεί το λιτό ύφος και τον ζόφο της εποχής, που διεγείρει ψυχή και νου. Διεισδύει στο απαιτητικό κείμενο του Μίλερ με τρόπο βαθύ και διαυγή, εξορύσσοντας τα πολυεπίπεδα νοήματα και αναδεικνύοντας την ποιότητα των χαρακτήρων.
          Το ημίφως, της Χριστίνας Θανάσουλα, κοσμεί τα δρώμενα, δημιουργώντας θαυμάσιες εικόνες που πλαισιώνουν, κατά το δέον, την παράσταση. Πετυχαίνει έντονη ατμοσφαιρική υποβλητικότητα μέσα από την αχνή και μισοσκότεινη «θέα».
          Οι ενδυματολογικές επιλογές του θιάσου, ενδεικτικές της εποχής, φέρουν την υπογραφή της Χριστίνας Πανοπούλου.
          Γοητευτικό το ηχητικό τοπίο, του Γιάννη Μαθέ, ερμηνεύει καταστάσεις και προσδίδει το ανάλογο βάθος.
          Την άρτια κίνηση των ηθοποιών αναλαμβάνει η Αντιγόνη Γύρα. Ιδιαίτερη μνεία στην «ξέφρενη συμπεριφορά» των υποτιθέμενων μαγισσών.
          Ατού της παράστασης, το εξαιρετικής ομορφιάς, λειτουργικό σκηνικό της Αρετής Μουστάκα, με την επιβλητική εξέδρα σε σχήμα σταυρού και το στοιχειωμένο δάσος τριγύρω.
          Πολυπρόσωπο έργο, με απαιτητικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους, μαστιγώνει τους ήρωες ανελέητα σε μια ακροβασία μεταξύ ανείπωτης αλήθειας και ψεύδους. Οι ερμηνείες των ηθοποιών δημιουργούν στέρεους άξονες για ένα άρτιο αποτέλεσμα.
          Ο Άκης Σακελλαρίου σκιαγραφεί με ευθυβολία και σθένος τόσο αδρά και τόσο εναγώνια τον ρόλο του απλού χωρικού «Τζον Πρόκτορ». Λιτός, στιβαρός, καίριος στις δραματικές του σκηνές, βαδίζει αλύγιστος προς τον θάνατο με την αξιοπρέπεια του ελεύθερου ατόμου.
          Πλάι του, η Ρένια Λουιζίδου πλαστουργεί μία σάρκινη «Ελισάβετ Πρόκτορ», υπόδειγμα συζύγου, με εσωτερικότητα και ευκαμψία.
          Η Ιωάννα Παππά αποδίδει με ευγλωττία και πάθος τον απαιτητικό ρόλο της «Άμπιγκεϊλ Γουίλλιαμς», ενός διαβολικού θηλυκού, που λόγοι εκδίκησης την ωθούν σε ψευδείς κατηγορίες, για μαγεία, εναντίον της συζύγου του Πρόκτορ.
          Ο αιδεσιμότατος «Τζον Χέηλ», του Γεράσιμου Σκαφίδα, ένας πουριτανός -αλλά ευθύς και ακέραιος- κληρικός καταθέτει, με υποκριτική νηφαλιότητα, ανθρωπιά και πειστικότατη ταραχή, το μαρτύριό του.
          Άτεγκτος και μονοκόματος ο δικαστής «Τόμας Ντάνφορθ» του Νικήτα Τσακίρογλου, είναι ένας τυπικός «δικαστής της σκοπιμότητας» σε μία κομβική παρουσία με ψήγματα χιούμορ ανά στιγμές.
          H αεικίνητη Ισιδώρα Δωροπούλου, βρίσκει τα σωστά πατήματα και είναι ολόσωστη στις απαιτητικές, αλλά επιτυχημένες μεταπτώσεις της αδύναμης «Μαίρης Γουόρεν».
          Ο Γιάννης Καλατζόπουλος ενσαρκώνει τον κληρικό «Σάμουηλ Πάρις» με γνώση και εμπειρία. Είναι ο εκπρόσωπος του Θεού που ενδιαφέρεται περισσότερο για το φαίνεσθαι παρά για την ουσία.
          Το ζεύγος Πάτναμ αποδίδεται με αυθορμησία από τον Θωμά Γκαγκά («Τόμας Πατναμ») και την Κατερίνα Νικολοπούλου («Ανν Πατναμ»).
          Η Μαρία Μοσχούρη σμιλεύει τον χαρακτήρα της «Μπέτυ Πάρις», με σύνεση και αξιοπιστία.
          Τα νεαρά κορίτσια, πηγαία, εκφραστικά, σκηνικά πληθωρικά, υπηρετούν με ζήλο τη δραματουργική στόφα. Η Αντουανέτα Παπαδοπούλου ως «Μέρση Λιούις» και η Δανάη Ομορεγκιέ Νεάνθη ως «Τιτούμπα», ταλαντούχες, εξελισσόμενες , αποδεικνύουν το εύρος του ταλέντου τους.

«ΟΙ ΜΑΓΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΣΑΛΕΜ», μία σπουδαία παράσταση που αφήνει στον θεατή το αίσθημα της καλλιτεχνικής και αισθητικής πληρότητας.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.