ΟΙ ΤΡΕΙΣΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΟΙ ΤΡΕΙΣΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.0/5 κατάταξη (2 ψήφοι)

Την κωμωδία του Eugene Labiche με τίτλο "Οι τρειςευτυχισμένοι" σκηνοθετεί στη σκηνή του Θεάτρου Πορεία, ο Γιάννης Χουβαρδάς.
Με πρωτότυπο τίτλο Le plus heureux de trois ο συγγραφέας λέγεται ότι το συνέγραψε μαζί με τον Edmont Godinet, για να αποδείξει στους θεατρικούς κριτικούς, ότι η μοιχεία ως θέμα ενός θεατρικού κειμένου και δη κωμωδίας, μπορεί να έχει πέραση και να επιβιώσει. Βλέποντας το έργο σχεδόν 150 χρόνια μετά την ημερομηνία συγγραφής του, δεν μπορούμε παρά να υποκλιθούμε στην ευστοχία της πρόθεσης του Γάλλου συγγραφέα.
Ο Ερνέστος, η Ερμάνς και ο Μαρζαβέλ δημιουργούν ένα ερωτικό τρίγωνο συζύγων και εραστή, με το συγγραφέα να σατιρίζει τα ήθη της καλής παρισινής κοινωνίας και όπου η ευτυχία γίνεται μια έννοια σχετική και συγκυριακή. Οι σχέσεις των ανθρώπων συνδέονται με μοιχείες διαφορετικών εποχών και προσώπων και στο σύμπαν που δημιουργείται, όλοι τρέμουν μια αποκάλυψη, που μπορεί να προκύψει τυχαία. Η ερωτική συνεύρεση, τα πάθη που αυτή γεννά και τελικά η ευτυχία που μπορεί να εκπορευτεί από αυτή, είναι το κεντρικό ερώτημα του έργου, στο οποίο οι ήρωες καλούνται μέσα από τις περιπέτειες και τις ερωτικές τους καραμπόλες να δώσουν απαντήσεις. Η ειρωνεία και ένα σχεδόν σαδιστικό χιούμορ είναι διάχυτα στο έργο, τροφοδοτώντας τον παραλογισμό και τα αδιέξοδα των σχέσεων και της ερωτικής μας φύσης. Η μετάφραση του έργου ανήκει στο Στρατή Πασχάλη και ο λόγος έδειξε να έχει ροή και συνέχεια και να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της ελληνικής του εκδοχής.

Ο Γιάννης Χουβαρδάς αναλαμβάνει τη σκηνοθετική επιμέλεια της παράστασης προσπαθώντας να ισορροπήσει την τραγελαφικότητα των καταστάσεων που περιγράφονται με το υπόγειο και συχνά βιτριολικό χιούμορ του κειμένου, αφαιρώντας σχεδόν πλήρως το όποιο ρομαντικό στοιχείο. Το φαρσικό στοιχείο στη διάρκεια του έργου, δείχνει να υπερτερεί του λόγου, ο οποίος συχνά απεκδύεται του κωμικού δηλητηρίου του και φτάνει σχετικά αποστειρωμένος και απογυμνωμένος από την ουσία του στο θεατή. Υπάρχει κάτι το πρωτόγονο, το μπαρόκ, το εξωπραγματικό στο σύμπαν του Λαμπίς και αυτό είναι παρόν σε έντονες δόσεις στην παράσταση, εικονοποιώντας τη φάρσα, μέσα από την οποία προκύπτει η χαρά της ζωής για τους ήρωες του έργου. Ωστόσο, κάποια κωμικά γκαγκ που χρησιμοποιούνται, δεν έχουν πραγματικό λόγο ύπαρξης και γρήγορα εξαντλούν έστω και τη διάθεση χαμόγελου με την επαναληπτικότητά τους. Έτσι το γέλιο που επιδιώκει ο συγγραφέας μέσα από μια αποκρυπτογράφηση της ελαφρότητας των ηθών των χαρακτήρων και της επιδίωξης μιας στιγμιαίας ευτυχίας, επαφίεται κύρια στο ταλέντο των ηθοποιών και τη σκηνική απεικόνιση ενός δαιδαλώδους σύμπαντος. Η σωματική προσπάθεια των ερμηνευτών, είναι συχνά η πηγή που κρατάει ρέουσα την όποια ατμόσφαιρα, αλλά έτσι χάνεται η φινέτσα, το συναίσθημα και το πολυδιάστατο των μηνυμάτων μιας γνήσιας γαλλικής κωμωδίας και απομένει μόνο μια εσάνς αυτής, αντί για το φίνο και πλούσιο άρωμά της. Κι έτσι ο ρυθμός δεν είναι ενιαίος, έχει λιγότερες κορυφώσεις, δημιουργεί αναπόφευκτες κοιλιές και δεν κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον της πλατείας, αλλά συχνά δοκιμάζει τις αντοχές της. Ο σκηνοθετικός στόχος δείχνει αποπροσανατολισμένος και χωρίς να μπορεί να θέσει γραμμές και όρια και να καθοδηγήσει δημιουργικά τους ηθοποιούς που δείχνουν να προσπαθούν ασύμμετρα και ασυντόνιστα.

Ο Δημήτρης Τάρλοου στο ρόλο του Μαρζαβέλ, ελαφρώς παραμορφωμένος από την πρόσθετη κοιλίτσα και με μία μέση ευαίσθητη στις αγκυλώσεις, δείχνει πηγαίος και γνήσιος στην άγνοιά του και την ασφάλεια που αυτή του προσφέρει στο έργο. Υποστηρίζει την αφέλεια του λόγου του με μία σχεδόν μπουφόνικα αδέξια κίνηση και μια σιγουριά στις εκφράσεις του προσώπου του, πλάθοντας ένα χαρακτήρα στα μέτρα και τα σταθμά που υπαγορεύουν οι πραγματικές κωμωδίες. Δεν αναλώνει τα εκφραστικά του μέσα και διοχετεύει όλη του την εσωτερική ενέργεια στον ήρωα που υποδύεται σχεδόν υποδειγματικά.
Η Άλκηστη Πουλοπούλου, ερμηνεύει τη σύζυγό του, την Ερμάνς, συχνά χωρίς τόλμη, ειδικό βάρος και απογυμνώνοντας το συναίσθημα και την ουσία του λόγου της, προτιμώντας μία νευρική, αλλά άψυχη σκηνική ύφανση ενός σύνθετου και πονηρού ρόλου, μένοντας στην επιφάνειά του, χωρίς να επιχειρεί να βουτήξει βαθύτερα σε αυτόν. Με καλές στιγμές κυρίως στη θηλυκότητα και το νάζι της ηρωίδας της, αλλά χωρίς περαιτέρω επεξεργασία που θα της έδινε βάθος και σκηνικό αποτύπωμα.
Ο Άγγελος Παπαδημητρίου υποδυόμενος τον ποδολάγνο Ζομπλέν, έχει ακόμα και χωρίς να προσπαθεί μια αξιοσημείωτη παρουσία με τον ιδιαίτερο τρόπο τονισμού και εκφοράς του λόγου και η κωμική του φλέβα δεν τον αφήνει να κατρακυλήσει στην καρικατούρα, αλλά να καταφέρει να δημιουργήσει εικόνες και πλάνα αξιοπρεπή και με αρκετή δόση κυνικού χιούμορ.
Ο Χρήστος Λούλης, στο ρόλο του ταλαιπωρημένου ερωτύλου Ερνέστου, δημιουργεί έναν εραστή αγχωμένο, χωρίς ιδιαίτερο κέφι ή ζωντάνια και χωρίς την πηγαία φλόγα και την αγωνία του παράνομου έρωτα να διατρέχει το παίξιμό του. Μονοδιάστατος και άχρωμος, συχνά φλέρταρε με την καρικατούρα του ήρωά του και δεν είχε παλμό και ένταση που θα έδινε χρώμα και ενδιαφέρον σε αυτόν.
Ο Λαέρτης Μαλκότσης παίζει τον Αλσατό υπηρέτη, τον Κράμπαχ, που μιλάει γερμανικά και παρωδεί ουσιαστικά τον εαυτό του. Είχε χιούμορ, έδειξε να έχει κατανοήσει την έκταση του ρόλου του και η πηγαία κωμική του νόρμα, τον οδήγησε στο να ξεπεράσει τις όποιες δυσκαμψίες του ήρωα και να αποδώσει το χαρακτήρα του στα όρια της κωμικής περσόνας, χωρίς να ολισθήσει στην καρικατούρα και το αμετροεπές και άναρχο παίξιμο.
Η Λένα Παπαληγούρα ερμηνεύει τόσο την Πετούνια, όσο και τη Λισμπέτ και οδηγείται σκηνοθετικά σε εκφραστικούς ακροβατισμούς και ευκολίες που φλερτάρουν με μια έντονη τάση υπερπαιξίματος και οδηγεί στο να εκβιάσει το χαμόγελο του θεατή και να αφαιρέσει την κυνικότητα και την ουσία του αστείου. Και τελικά δεν απέφυγε μια καρτουνίστικη ερμηνεία χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση.
Τέλος, η Ιωάννα Κολλιοπούλου υποδύεται την Μπέρτα, μια φιγούρα με ασαφή όρια στην πλοκή του έργου και χωρίς ουσιαστικό ρόλο ύπαρξης, χωρίς να βρίσκει το χρόνο και τις δυνατότητες να αναπτυχθεί, να εξελιχθεί και να δώσει πνοή στην παρουσία της.
Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη με κάποια ατυχή σκηνικά ευρήματα, αλλά γενικά εξυπηρέτησε τις σκηνοθετικές εμπνεύσεις και την οικονομία του έργου.
Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσιάμη με στυλ και φαντασία, κομψά και ταυτόχρονα κωμικά, έντυσαν σωστά και ευρηματικά τους χαρακτήρες της παράστασης.
Η μουσική του Δημοσθένη Γρίβα χωρίς ταυτότητα, απλά έδειχνε να υπάρχει και να μην έχει προσανατολισμό και κατεύθυνση.
Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου σε γενικότερα πλάνα, εξυπηρέτησαν τη φάρσα και την υπηρέτησαν.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Πορεία, είδα μια κωμωδία, από την οποία έδειχνε να λείπει ο κωμικός της πυρήνας και η δυναμική που θα έβγαζε γνήσιο και ανεπιτήδευτο χιούμορ. Οι εξάρσεις της βασίστηκαν στο ταλέντο των ηθοποιών και στις εκφραστικές τους δυνατότητες, ενώ σκηνοθετικά η παράσταση έδειχνε ακαθοδήγητη, χωρίς σαφή προσανατολισμό, χωρίς ρυθμό και καθαρό σκελετό. Ο ρυθμός κούρασε και η ατμόσφαιρα είχε διακυμάνσεις, με αποτέλεσμα να μην καταφέρει να κρατήσει το θεατή στον ιστό της .


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.