ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.8/5 κατάταξη (6 ψήφοι)

Στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου παρακολούθησα την τραγωδία του Σοφοκλή "Οιδίπους Τύραννος", την οποία σκηνοθετεί το φετινό καλοκαίρι ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Για πολλούς ερευνητές θεωρείται ίσως η κορυφαία (από τις σωζόμενες) αρχαίες τραγωδίες και εντάσσεται στο Θηβαϊκό δραματικό κύκλο ή κύκλο των Λαβδακιδών. Η ακριβής ημερομηνία γραφής και πρώτης παρουσίασής της δεν είναι γνωστή, εικάζεται όμως ότι είναι μεταξύ του 430 και του 428 π.Χ. Ο Λάιος, βασιλιάς της Θήβας, ο οποίος έχει προκαλέσει την οργή των Θεών, λαμβάνει στα σοβαρά το χρησμό που έχει πάρει από τη Πυθία, ότι το παιδί που θα κάνει με την Ιοκάστη θα τον σκοτώσει και θα παντρευτεί τη μητέρα του. Όταν λοιπόν το παιδί αυτό γεννιέται, του δένει τα πόδια και το παραδίδει σε ένα βοσκό για να το εγκαταλείψει στον Κιθαιρώνα και να πεθάνει. Ο βοσκός λυπάται το βρέφος και αντί να το παρατήσει το δίνει σε άλλο βοσκό, ο οποίος με τη σειρά του το παραδίδει στον άτεκνο βασιλιά της Κορίνθου, τον Πόλυβο, που το μεγαλώνει σαν πραγματικό παιδί του. Ο Οιδίποδας ακούγοντας φήμες ότι δεν είναι γνήσιο τέκνο του Πόλυβου, απευθύνεται εκ νέου στο Μαντείο, για να μάθει την πραγματική του καταγωγή, όπου και μαθαίνει για τον προηγούμενο χρησμό που τον καταδιώκει. Για να αποφύγει να κάνει έστω και άθελά του κακό στο βασιλιά της Κορίνθου δεν επιστρέφει στην Κόρινθο, αλλά πηγαίνει προς τη Θήβα. Στο δρόμο συναντά το Λάιο, τον οποίο και σκοτώνει αγνοώντας ότι είναι πατέρας του. Συνεχίζει την πορεία του προς τη Θήβα, φτάνει εκεί, λύνει το αίνιγμα της Σφίγγας, γίνεται βασιλιάς της πόλης, παντρεύεται την Ιοκάστη και κάνει μαζί της τέσσερα παιδιά. Όταν την πόλη χτυπά ένας τρομερός λοιμός, μαθαίνει ότι υπεύθυνος γι' αυτόν είναι ο δολοφόνος του Λαΐου, οπότε και βάζει σκοπό του να τον ανακαλύψει, για να λυτρώσει την πόλη. Στην πορεία, αποκαλύπτεται βήμα προς βήμα η αλήθεια για το ποιος είναι πραγματικά ο Οιδίποδας και ο τραγικός ήρωας αποζητώντας τη λύτρωση, αυτοτυφλώνεται και ζητά να εξοριστεί. Τη μετάφραση έκανε ο Γιάννης Λιγνάδης, υιοθετώντας μια μάλλον λόγια προσέγγιση με αρκετή χρήση καθαρεύουσας ή και αρχαΐζουσας γλώσσας καθώς και μικρών αποσπασμάτων αμετάφραστου κειμένου, η οποία παρ' όλα αυτά ήταν καθαρή, συνεπής, πυκνή και πλήρης των νοημάτων του Σοφοκλή.

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης στη σκηνοθεσία της παράστασης μένει πιστός στο δόγμα του "εν αρχή ην ο λόγος", τον κάνει πρωταγωνιστή και δομεί την παράσταση με λιτές αλλά ταυτόχρονα δυναμικές εικόνες, όπου ο λόγος αυτός βιώνεται από τους ηθοποιούς πριν την εκφορά του και η επίδρασή του γίνεται καταλυτική για την πορεία των ηρώων. Επιλέγει να ξεκινήσει την ιστορία σε ένα γυμνό σκηνικό χώρο που στη συνέχεια γεμίζει με πήλινα βρέφη σε στάση εμβρύου (σαν τραγική ειρωνεία της δικής του βρεφικής τύχης), τα οποία σταδιακά συνδέει με νοητές υδάτινες γραμμές, αποκλείοντας μία προς μία όλες τις πιθανές οδούς διαφυγής του Οιδίποδα, μέχρι αυτός να καταλήξει να στέκει μόνος, εγκαταλελειμένος και συντετριμμένος στο κέντρο ενός σπειροειδούς λαβυρίνθου. Η τραγική αλήθεια αποκαλύπτεται βήμα, βήμα, ο ρυθμός παραμένει υψηλός και οι εντάσεις κλιμακώνονται, μέχρι την πλήρη συνειδητοποίηση ότι είναι αδύνατο να ξεφύγεις από το πεπρωμένο σου. Το κείμενο ακούστηκε με σαφήνεια, ακρίβεια και δυναμική και δόθηκε η δέουσα έμφαση στα διαχρονικά του μηνύματα. Θα μπορούσαν να λείπουν κάποιες μικρές νησίδες χιούμορ, που τις βρήκα αχρείαστες και ένας υφέρπων διδακτισμός στο λόγο, ενστάσεις όμως μικρές οι οποίες διόλου δεν αλλοίωσαν το ποιοτικό τελικό αποτέλεσμα. Η εικόνα ακολούθησε αρμονικά το λόγο, το συναίσθημα δεν εκβιάστηκε και η συντριβή του ήρωα ήρθε απόλυτα φυσιολογικά σα μία βίαιη συνειδητοποίηση της αλήθειας και του πεπρωμένου.

Ο Δημήτρης Λιγνάδης ως Οιδίποδας είχε εξαιρετική άρθρωση, ευκρινή και καθαρό λόγο και το ειδικό βάρος να κοιτάξει κατάματα το ρόλο του. Η μετάβαση από τον αρχικά σίγουρο, ευφραδή και ελαφρώς αποστασιοποιημένο από το κοινό συναίσθημα (ενίοτε στα όρια της αλαζονείας) ηγέτη στον άνθρωπο, που αρχίζει να νιώθει ανασφάλεια, φόβο και βαδίζει αργά και σταθερά στο γεμάτο άκανθες μονοπάτι του πεπρωμένου του είχε ισορροπία, εσωτερικότητα, λιτότητα και σαφήνεια. Αντίστοιχες ήταν και οι αλλαγές στις εκφράσεις του από τα αδρά χαρακτηριστικά ενός σχεδόν ακίνητου προσώπου, στις συσπάσεις της αγωνίας, της γνώσης και της συντριβής, πλάθοντας έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα. Η εμπειρία του και τα αντανακλαστικά του στάθηκαν καθοριστικά και στη γρήγορη αντιμετώπιση ενός μικρού ατυχήματος μέλους του χορού και στην άμεση επαναφορά της παράστασης στην κανονική της ροή, χωρίς να χαθεί ούτε η συγκέντρωση και η συνοχή του θιάσου, ούτε η προσοχή του κοινού.
Η Αμαλία Μουτούση στο ρόλο της Ιοκάστης, έχει όλα τα στοιχεία που απαιτεί μια επιβλητική και ψύχραιμη βασίλισσα που προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες του οίκου της. Γίνεται επιτυχημένα ο πόλος της ψυχραιμίας και της λογικής, η αποστασιοποιημένη όμως από το συναίσθημα ερμηνεία της έχει μια σχετική σκηνική αμηχανία και μια σωματική ακαμψία που κάποιες στιγμές δείχνει να κρατά την ηρωίδα της μακριά από την εξέλιξη της ιστορίας.
Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης είναι ο μάντης Τειρεσίας. Εμφανίζεται με μια κουκούλα να του καλύπτει πλήρως το πρόσωπο, κινείται με προσανατολισμό εγκάρσιο προς τη σκηνή και την κυκλική φορά των υπολοίπων με τη βοήθεια ενός σκοινιού να επικουρεί την τυφλότητά του, σα μία σκοτεινή, απρόσωπη και υπερβατική φιγούρα που είναι γνώστης της αλήθειας και δίνει το πρώτο καίριο χτύπημα στη σιγουριά του ηγεμόνα. Όταν στη συνέχεια αποκαλύπτει το πρόσωπό του κι ενώ η λεκτική του μάχη με τον Οιδίποδα μαίνεται, γίνεται μεν μια ιδιαίτερα αιχμηρή και καταλυτική παρουσία για τις μετέπειτα εξελίξεις, αλλά χάνεται η μυστηριακή αίσθηση της παρουσίας αυτής.
Ο Νίκος Χατζόπουλος υποδύθηκε τον Κρέοντα και αν και ο τόνος της φωνής του ερχόταν ενίοτε σε κακόηχη αντίθεση με τη φωνητική στιβαρότητα του Οιδίποδα, αποτέλεσε ένα επιτυχημένο μοντέλο ψυχρού και συναισθηματικά απαθούς alter ego του τυράννου.
Ο Γιώργος Ζιόβας ερμήνευσε τον Κορίνθιο Άγγελο και ήταν αυθεντικός, φυσικός, με λόγο καθαρό και ρέοντα, δίνοντας μια απαραίτητη ανάσα στη δραματική ροή της ιστορίας.
Ο Γιώργος Ψυχογιός παίζοντας το Θεράποντα αξιοποίησε στο έπακρο τη μεγάλη σκηνική του εμπειρία για να αποτυπώσει με αξιοπρέπεια το σύντομο ρόλο του.
Ο Νικόλας Χανακούλας ως Εξάγγελος γίνεται (με έναν υφέρποντα φόβο και μια καλυμμένη ανασφάλεια) ένας καίριος φορέας δραματικών ειδήσεων. Ο δεκαμελής χορός ερμήνευε, έπαιζε τη μουσική της παράστασης ζωντανά και τραγουδούσε κάποια χορικά μέρη, δημιουργώντας ένα πολυλειτουργικό και καλοκουρδισμένο σύνολο, το οποίο αν και είχε κάποια μικρά προβλήματα φωνητικού συντονισμού σε σημεία πολυφωνικής εκφοράς του λόγου και κινητικού (λόγω του σχεδόν συνεχούς κουβαλήματος των οργάνων), έδωσε την αίσθηση μιας ισορροπημένης και δουλεμένης ομάδας. Τον αποτέλεσαν ο Μιχάλης Αφολαγιάν, ο Δημήτρης Γεωργαλάς, ο Δημήτρης Καραβιώτης, ο Κώστας Κοράκης, ο Αλκιβιάδης Μαγγόνας, ο Δημήτρης Μαύρος, ο Βασίλης Παπαδημητρίου, ο Γιάννης Πολιτάκης, ο Γιωργής Τσουρής (σπαρακτικό το φωνητικό του κρεσέντο, ανέδειξε τις μεγάλες του φωνητικές δυνατότητες) και ο Βαγγέλης Ψωμάς.

Ο Πάρις Μέξης αφήνει αρχικά εντελώς άδειο το σκηνικό χώρο, ο οποίος στη συνέχεια γεμίζει με τα πήλινα βρέφη που προανέφερα, τα οποία συνδέονται με τις υδάτινες χοές σχηματίζοντας μια σπείρα στο κέντρο της οποίας στέκει ο συντετριμμένος Οιδίποδας. Οι ιδέες του υπηρέτησαν απόλυτα τη σκηνοθετική οπτική της παράστασης. Τα κοστούμια του ίδιου λιτά στη σύλληψή τους (αν και μάλλον συνηθισμένα όσον αφορά το χορό), πλην αυτού της Ιοκάστης, το οποίο φώτισε την ιδιαίτερη προσωπικότητα της συγκεκριμένης ηρωίδας.
Η κίνηση της Κικής Μπάκα ευρηματική όσον αφορά τον Τειρεσία και με μία κυκλική τελετουργία ως προς τους υπόλοιπους (πλην του Οιδίποδα που στέκει σχεδόν συνέχεια στο κέντρο της σκηνής). Η μουσική του Μίνωα Μάτσα σε παραδοσιακά μονοπάτια και πένθιμους τόνους στέκεται δίπλα στο λόγο και υπογραμμίζει την τραγικότητα των εξελίξεων του έργου.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου παρακολουθούν με ακρίβεια τη φθίνουσα πορεία του Οιδίποδα με τα πλάνα του να γίνονται όλο και πιο σκοτεινά.

Συμπερασματικά, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, παρακολούθησα μια παράσταση της (κατά πολλούς) τελειότερης, από πλευράς πλοκής, αρχαίας τραγωδίας, η οποία μπήκε στην ουσία του λόγου, στα διαχρονικά της μηνύματα κι έθεσε θεμελιώδη ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης με τρόπο ευθύ, σαφή και καίριο. Η σκηνοθεσία δε χρειάστηκε τρικ, υπερβολές ή κάποια εφέ για να καταθέσει την πρότασή της, αλλά βασίστηκε στη δυναμική του έργου, την καθαρή και στοχευμένη της ματιά και τις μεστές και καλοδουλεμένες ερμηνείες της ομάδας των ηθοποιών για να παρουσιάσει μια παράσταση με μικρές αδυναμίες, αλλά ξεκάθαρα θετικό πρόσημο στο τελικό αποτέλεσμα.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.