ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.0/5 κατάταξη (4 ψήφοι)

Στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, παρακολούθησα την τραγωδία του Σοφοκλή, "Οιδίπους επί Κολωνώ", σε σκηνοθεσία Γιάννη Κόκκου (με συνεργαζόμενο σκηνοθέτη τον Alfio Scuderi και καλλιτεχνικό συνεργάτη την Annick Blancard), μία συμπαραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών με το Ινστιτούτο Αρχαίου Δράματος του Φεστιβάλ Συρακουσών. Είναι η τελευταία σωζόμενη τραγωδία του ποιητή και παρουσιάστηκε στην Αθήνα, πιθανότατα το 401 π.Χ., πέντε δηλαδή χρόνια μετά το θάνατό του από τον ομώνυμο εγγονό του. Ο Οιδίποδας, τυφλός πλέον και εξόριστος από τη Θήβα, φτάνει στην περιοχή του Ίππιου Κολωνού (δήμου της Αθήνας), συνοδευόμενος από την κόρη του την Αντιγόνη. Μπαίνει στο ιερό άλσος των Ευμενίδων όπου τον ανακαλύπτουν οι κάτοικοι της περιοχής και προσπίπτει ικέτης εκεί, επικαλούμενος χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο αυτός θα είναι ο τόπος της τελικής του ανάπαυσης. Οι γέροντες του τόπου τον λυπούνται, αλλά τρομοκρατούνται και του ζητούν να φύγει μόλις μαθαίνουν την ταυτότητά του. Τη λύση δίνει ο Θησέας, βασιλιάς της Αθήνας φθάνοντας στον Κολωνό, υποσχόμενος στον Οιδίποδα προστασία και ταφή. Ο Κρέων έρχεται στην Αθήνα, για να πείσει τον Οιδίποδα να επιστρέψει στη Θήβα και όταν το εγχείρημά του αποτυγχάνει απαγάγει τις κόρες του. Τις επιστρέφει στο γηραιό πατέρα τους ο Θησέας. Ο Πολυνείκης, γιος του Οιδίποδα, φτάνει στην Αθήνα για να τον βοηθήσει στην εκστρατεία του κατά του αδερφού του Ετεοκλή, αλλά αυτός τον διώχνει ρίχνοντάς του βαριά κατάρα. Ακούγεται ένας κεραυνός, ο Οιδίποδας καταλαβαίνει πως πλησιάζει το τέλος του, δίνει ευχή στο Θησέα που τον φιλοξένησε, αποχαιρετά τις κόρες του και βαδίζει προς τον τόπο ταφής του, ακολουθούμενος μόνο από το βασιλιά της Αθήνας.

Η μετάφραση στα Ιταλικά ήταν του Federico Condello. Να σημειωθεί ότι οι υπέρτιτλοι της παράστασης στα Ελληνικά (σε σχέση με τους αντίστοιχους Αγγλικούς) ήταν πολύ κακοί και συχνά μου έδιναν την εντύπωση ότι παρακολουθούσα άλλο έργο.

Ο Γιάννης Κόκκος ανέλαβε τη σκηνοθεσία της παράστασης δίνοντας αφενός μια εικονοπλαστική έμφαση τόσο στα στοχαστικά και διεισδυτικά μηνύματα του κειμένου, όσο και στο συντονισμό ενός αρμονικού φωνητικά και κινητικά χορού νέων, στρατιωτών και γυναικών. Με ένα υποβλητικό σκηνικό να κυριαρχεί στο πίσω μέρος της σκηνής, η εναλλαγή των σκηνών έχει συνέχεια και ροή, με το ρυθμό να μην απογειώνεται μεν, αλλά να διατηρεί μία σταθερά κλιμακούμενη δραματικότητα. Οι μονόλογοι των πρωταγωνιστών διανθίζονται από ένα καλοδουλεμένο αντρικό χορό τόσο ως προς την κινητική όσο και ως προς τη φωνητική του αρμονία. Το συναίσθημα πάντα παρόν στην παράσταση, αλλά χωρίς υπερβολή και κατάχρησή του. Η ύπαρξη χειλοφώνων αφαίρεσε ένταση και συναίσθημα από το λόγο, ενώ κάποιες σκηνές (όπως η είσοδος του Κρέοντα και αργότερα του Πολυνείκη) είχαν μια στατικότητα που κούρασε ελαφρώς. Ο χορός των γυναικών με τη συνοδεία μόνο ενός κρουστού είχε οπερατικό στήσιμο και συντονισμό και άφηνε να ακούγονται ταυτόχρονα και καθαρά τόσο η μελωδικότητα των χορικών μερών, όσο και ο λόγος της κορυφαίας. Ίσως σε κάποιες σκηνές θύμισε πιο πολύ όπερα παρά τραγωδία, αλλά αυτό ουδόλως με ενόχλησε ως θεατή. Οι ερμηνείες στάθηκαν σε ένα γενικά υψηλό επίπεδο, με ελάχιστες υπερβολές, ενώ η σκηνή της δραματικής πορείας του Οιδίποδα προς το τέλος του μέσα από το εντυπωσιακό άγαλμα αποτέλεσε μια έντονα κινηματογραφικής υφής κορύφωση.

Ο Massimo De Francovich υποδύθηκε τον Οιδίποδα και θεωρώ ότι αποτέλεσε μια εξαιρετική επιλογή για το χαρακτήρα αυτό. Εμφανισιακά είχε μεγάλη ομοιότητα με το τυφλό και ταλαιπωρημένο γέροντα, πρώην βασιλιά της Θήβας, ενώ και ο λόγος του είχε εξαιρετική άρθρωση, ισορροπία και μέτρο στις εντάσεις του. Στιβαρή παρουσία με λιτή και αποτελεσματική χρήση των εκφραστικών του μέσων, κίνηση απόλυτα σύμφωνη με την ηλικία και την αναπηρία του, έδειξε να έχει εμβαθύνει στο χαρακτήρα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.

Η Roberta Caronia έπαιξε την πιστή κόρη του Οιδίποδα, την Αντιγόνη, η οποία συνοδεύει τον πατέρα της στην περιπλάνησή του στην Αθήνα. Εξίσου λιτή και αποτελεσματική στο λόγο και την κίνησή της, χωρίς υπερβολές και αχρείαστες εντάσεις, έμοιαζε να είναι η σκιά, αλλά και το "δεκανίκι" του πατέρα της.

Ο Sebastiano Lo Monaco ερμήνευσε το Θησέα, το φιλόξενο βασιλιά της Αθήνας. Η ένταση της φωνής του είχε συχνά άκαιρες υπερβάσεις, ενώ και οι αναπνοές του και το σκηνικό του στήσιμο ήταν συχνά λάθος, με αποτέλεσμα η παρουσία του να μην έχει ισορροπία και το ειδικό βάρος που ταίριαζε στο ρόλο.

Ο Stefano Santospago ήταν ο Κρέοντας, ο βασιλιάς της Θήβας που επιχειρεί να επαναπατρίσει τον Οιδίποδα για ίδια συμφέροντα. Είχε γενικά καλές φωνητικές και σκηνικές τοποθετήσεις, αν και παρατήρησα μία υφέρπουσα υποτονικότητα στις εντάσεις του, ενώ δεν επικοινωνούσε πάντοτε με ευχέρεια με τους συμπρωταγωνιστές του.

Η Eleonora De Luca είχε το ρόλο της Ισμήνης, της έτερης κόρης του Οιδίποδα, η οποία συντονίστηκε με την ερμηνευτική γραμμή της αδερφής της και έκαναν μαζί ένα αρμονικό δίδυμο.

Ο Fabrizio Falco σαν Πολυνείκης, γιος του Οιδίποδα και αρχηγός των Αργείων που θέλουν να πολιορκήσουν τη Θήβα, είχε τη διάθεση και την ορμητικότητα που απαιτούσε ο ήρωάς του, αλλά παρασύρθηκε σε μια υπερκινητική παρουσία που υπερκέρασε το λόγο του.

Ο Danilo Nigrelli ήταν ο Άγγελος και ο Sergio Mancinelli ο Ξένος που είχαν μικρή, αλλά αξιοσημείωτη και ισορροπημένη παρουσία στη ροή του έργου, χωρίς φανφάρες και υπερβολές.

Ο Davide Sbrogiò στο ρόλο του κορυφαίου του χορού ήταν στιβαρός και απόλυτα εκφραστικός, ανταποκρινόμενος απόλυτα στην αποστολή του.

Το χορό των νέων αποτέλεσαν οι Tomaso Garrè, Salvatore Ventura, Emanuele Carlino, Federico Mosca και Danilo Carciolo και είχαν δυναμική και ένταση.

Στο χορό των στρατιωτών συμμετείχαν οι Alessandro Accardi, Mauro Cappello, Antonino Cicero Santaelena, Alessandro di Feliciantonio, Giacomo Lisoni, Andrea Maiorca, Riccardo Rizzo, William Caruso, Roberto Mulia, Salvatore Pappalardo και Stefano Pavone, οι οποίοι με τη φωνητική τους αρμονία και τον κινητικό τους συντονισμό, δημιούργησαν μια συμπαγή και καλοκουρδισμένη ομάδα.

Ο χορός των γυναικών απαρτίστηκε από τις Guilia Oliva, Chiara Ciancola, Vittoria Scuderi, Maria Chiara Pellitteri, Maria Scala, Greta D' Antonio, Noemi Scaffidi, Silvia Trigona, Guilia Messina, Silvia Messina, Federica Gurrieri, Adele di Bella, Alba Sofia Vella, Guilia Antille και Gabriella Zitο και είχε εξαιρετική συνεργασία, τόσο φωνητική, όσο και κινητική. Η έλλειψη ζωντανής μουσικής στη σκηνή (πλην ενός κρουστού) και η οπερατική τους διδασκαλία (η οποία ίσως ήταν ένα τόνο πιο έντονη απ' όσο θα ήθελα) επέτρεψε στο λόγο τους να ακούγεται ολοκάθαρα και πάνω από το τραγούδι. Τις γριές ερμήνευσαν οι Lucia Imprescia και Lisi Giusi.

Το σκηνικό χώρο επιμελήθηκε ο ίδιος ο σκηνοθέτης με ένα εντυπωσιακά ψηλό (μισό) άγαλμα ενός καμπουριασμένου και πληγωμένου θλιμμένου άντρα (που προσομοίαζε με την κατάληξη του ταλαιπωρημένου βίου του Οιδίποδα), το οποίο χρησίμευσε και σαν τόπος απόσυρσης του βασιλιά της Θήβας για να πεθάνει. Τα κοστούμια της Paola Mariani είχαν πολύ καλές (Οιδίποδας και οι κόρες του, χορός στρατιωτών), αλλά και άτυχες στιγμές (το matrix παλτό του Ηρακλή και τα αλεξίσφαιρα γιλέκα των ακολούθων του Κρέοντα). Η μουσική του Αλέξανδρου Μαρκέα συνηγόρησε και εξέλιξε τις δραματικές εντάσεις της παράστασης, ενώ οι φωτισμοί του Giuseppe Di Iorio εστίασαν σωστά πάνω στους ήρωες και στις εξελίξεις του δράματος εναλλάσσοντας κλειστά και ανοιχτά πλάνα.

Συμπερασματικά, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, παρακολούθησα μια παράσταση, που σεβάστηκε απόλυτα το αρχαίο κείμενο και τα μηνύματά του και κρατήθηκε σε ίσως λίγο συντηρητικά, αλλά σαφή και ευανάγνωστα πλαίσια. Χωρίς δραματικές κορώνες και άσκοπους μελοδραματισμούς, με ισορροπία εικόνας και λόγου, πολύ καλή εν γένει ερμηνευτική ομάδα και το χορό να θυμίζει μεν όπερα, αλλά να εναρμονίζεται με το γενικότερο κλίμα του έργου, αποτέλεσε ένα σχεδόν ιδανικό κλείσιμο του φετινού Φεστιβάλ της Επιδαύρου, ικανοποιώντας το κοινό που το παρακολούθησε.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.