ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.7/5 κατάταξη (3 ψήφοι)

Το έργο του Καναδού (με λιβανέζικη καταγωγή) Ουαζντί Μουαουάντ (Wajdi Mouawad) "Πυρκαγιές" (Incendies) σκηνοθετεί στο Βασιλικό Θέατρο η Ιώ Βουλγαράκη.
Γραμμένο το 2003 αποτελεί το δεύτερο μέρος μιας τετραλογίας που πραγματεύεται την αναζήτηση των καταβολών του ανθρώπου και την επιστροφή του στις ρίζες κι έχει γενικό τίτλο "Το Αίμα των Υποσχέσεων", ενώ το 2010 έγινε και ταινία καναδικής παραγωγής με σκηνοθέτη τον Denis Villeneuve, αποσπώντας και υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Μετά το θάνατο της μητέρας τους, δύο δίδυμα αδέλφια, η Ζαν και ο Σιμόν, παραλαμβάνουν από το συμβολαιογράφο-εκτελεστή της διαθήκης της ένα φάκελο με τις τελευταίες επιθυμίες της. Αυτές σχετίζονται με την αναζήτηση της αλήθειας για την οικογένειά τους, για τον πατέρα τους που θεωρούσαν ήδη πεθαμένο και έναν αδερφό του οποίου την ύπαρξη αγνοούσαν παντελώς. Οι αποκαλύψεις αυτές σοκάρουν τα παιδιά, καθώς η μητέρα τους τα τελευταία χρόνια τηρούσε μια απόλυτη σιωπή και δεν τους μιλούσε καθόλου. Ξεπερνώντας την αρχική τους οργή, θα ξεκινήσουν την έρευνα αρχίζοντας να ξετυλίγουν το κουβάρι των άγνωστων πτυχών της προσωπικής τους ιστορίας. Καταδυόμενοι στο παρελθόν τους, ανακαλύπτουν σκληρές αλήθειες και μυστικά που αγνοούσαν, ενώ τους δίνεται η ευκαιρία να μάθουν ποια ήταν στην πραγματικότητα η μητέρα τους και την πορεία της ως το θάνατο. Τη μετάφραση έχει κάνει η Έφη Γιαννοπούλου με το λόγο να μην έχει χάσει τίποτα από την ουσία και την αιχμηρότητά του.

Η Ιώ Βουλγαράκη στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης, αναμετρήθηκε με ένα κείμενο όπου το παρελθόν έχει σημαντική επίδραση στο παρόν, συνταιριάζοντας επιτυχημένα τις δύο περιόδους, χωρίς η ροή του έργου να έχει κενά ή χάσματα ή να κουράσει. Στην αρχή καλούμαστε να γνωρίσουμε τους (αρκετούς) χαρακτήρες και να συντονιστούμε με τις σκέψεις, τα προβλήματα και τα πάθη τους. Η αφήγηση εναλλάσσεται με τους διαλόγους και κάποιες σκηνές έχουν μια εσωτερική αμηχανία, αν και αυτή αποδεικνύεται εξαιρετικά σύντομη, καθώς η πλοκή αρχίζει να μπαίνει σε μια ροή εκπλήξεων και ανατροπών. Αυτές ακολουθούν μια σειρά και δίνονται σε σωστές χρονικές δόσεις, αφενός για να μην είναι υπερβολική η πληροφορία στο θεατή κι αφετέρου για να υπάρξουν οι απαραίτητες κλιμακώσεις των εντάσεων. Η εναλλαγή παρελθόντος και παρόντος αν και σαφής, είναι ανεπαίσθητη κι έρχεται φυσικά και αβίαστα. Η ωμότητα του λόγου και ο ερμηνευτικός ρεαλισμός των ηθοποιών εξισορροπείται από το λυρισμό της ουσίας του και τον πλούτο των αντικρουόμενων συναισθημάτων που αυτός γεννά. Κάποιες σκηνές θυμίζουν αρχαία τραγωδία, ενώ οι σιωπές που διαδέχονται τον καταιγιστικό λόγο είναι γεμάτες ηλεκτρισμό και ένταση. Τα συναισθήματα δεν εκβιάζονται αλλά βιώνονται αυθόρμητα, καθώς η ιστορία αποκαλύπτει τις ανελέητες λεπτομέρειές της και αιχμαλωτίζει το θεατή. Η έξυπνη χρήση όλου του βάθους της σκηνής με τις παράλληλες εξελίξεις στις επιμέρους ιστορίες των ηρώων και τους διαφορετικών αποχρώσεων φωτισμούς, επιτρέπουν ταυτόχρονα επίπεδα δράσης των χαρακτήρων και κρατούν το κοινό απόλυτα συγκεντρωμένο στην ιστορία.

Η Δανάη Επιθυμιάδη στο ρόλο της Ζαν, του ενός από τα δίδυμα αδέρφια, είχε μια κάπως αμήχανη έναρξη, με ίχνη υπερβολής στην εξωτερίκευση των συναισθημάτων του χαρακτήρα της, αλλά γρήγορα βρήκε τις ισορροπίες της και απέδωσε με συνέπεια τη χαοτική ψυχοσύνθεσή του.
Ο Ορέστης Χαλκιάς ήταν ο Σιμόν, ο έτερος δίδυμος και απέδωσε εξαιρετικά όλη την εσωτερική σύγχυση και οργή που κρατούσε συσσωρευμένη μέσα του πριν το θάνατο της μητέρας τους, χωρίς να χάσει το μέτρο και την αυτοσυγκέντρωσή του δίνοντας μια πλήρη και παθιασμένη ερμηνεία.
Η Ευσταθία Λαγιόκαπα έπαιξε τη νεαρή (14-19 ετών) Ναουάλ, μητέρα των διδύμων, με τον αυθορμητισμό, την αθωότητα και την ενέργεια μιας νεαρής κοπέλας που αναζητά κατευθύνσεις στη ζωή της και νιώθει τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα. Τη σκυτάλη πήρε η Εύη Σαρμή (Ναουάλ ηλικίας 40-45 ετών), με μια πιο ώριμη και εγκεφαλική προσέγγιση (με κάποιες λίγες αμήχανες στιγμές που δε χάλασαν τη γενικά καλή εικόνα).
Το χαρακτήρα απογείωσε η εμπειρότατη Ντίνα Μιχαηλίδου με μια πληθωρική και σπαρακτική ερμηνεία, δίνοντας με την καθαρή της άρθρωση, την υπέροχη χροιά της φωνής της και τις εκφράσεις του προσώπου της νόημα, ένταση και χρώμα σε κάθε της λέξη.
Ο Χρίστος Στυλιανού υποδύεται το Νιχάντ, έναν ήρωα εντελώς διαφορετικό από αυτούς που μας είχε συνηθίσει να παίζει. Σκληρός, κυνικός στα όρια της ωμότητας, δείχνει να μην ξέρει τι θα πει οίκτος, η κίνησή του είναι αποφασιστική, το πρόσωπό του σκληρό και ο λόγος του αδυσώπητος.
Ο Κώστας Σαντάς αποτύπωσε έναν απόλυτα πειστικό και μυστηριώδη Χαμσεντίν, ο οποίος με κίνηση κουρασμένη και λόγο καθαρό και στέρεο δίνει ένα από τα κλειδιά της εξέλιξης της ιστορίας.
Η Ελένη Θυμιοπούλου στους ρόλους της Σαουντά και της Ελχάμ ήταν δυναμική, ανθρώπινη, υποστηρικτική στη Ναουάλ προσθέτοντας άλλη μία πολύ καλή ερμηνεία στο ενεργητικό της.
Ο Γιώργος Καύκας ήταν ο Συμβολαιογράφος Ερμίλ Λεμπέλ, ήρεμος, σταθερός, με λόγο καθησυχαστικό και περιεκτικό και μόνη ίσως παρέκκλιση το ανέβασμά του στο γραφειάκι που μου φάνηκε αχρείαστο.
Ο Κωνσταντίνος Χατζησάββας έπαιξε τον Αντουάν και με το πολύ εκφραστικό πρόσωπό του και την παιγνιώδη χροιά στη φωνή του, έδωσε μια πιο εύθυμη ανάσα με την παρουσία του.
Ο Μάρκος Γέττος ερμήνευσε το νεαρό, ερωτευμένο και παθιασμένο Ουαχάμπ,ο Νίκος Καπέλιος το γιατρό και το Μανσούρ, ο Δημήτρης Κοτζιάς τον Αμπντελμαλάκ, ο Ανδρέας Κουτσουρέλης τον Αμπντεσσαμάντ, ο Γρηγόρης Παπαδόπουλος το Ραλφ, τον πολιτοφύλακα, αλλά και το φωτογράφο και ο Δημήτρης Σιακάρας το Φαχίμ, συμπληρώνοντας ένα πολυπληθές καστ χωρίς χτυπητές ανορθογραφίες, καλοδουλεμένο και πολύ καλά συντονισμένο στη σκηνή.

Το σκηνικό χώρο διαμόρφωσε η Anna Fedorova και υπηρέτησε απόλυτα τους συμβολισμούς του λόγου, με ένα δέντρο (το δέντρο της ζωής) να δεσπόζει στο κέντρο της σκηνής, το οποίο στη ροή της ιστορίας αποσυντίθεται, καταλήγοντας ένα άψυχο κουφάρι.
Τα κοστούμια της Μαρίας Μυλωνά ήταν προσεκτικά επιλεγμένα ώστε να ταιριάζουν με τις ιδιαιτερότητες του κάθε χαρακτήρα, ενώ η μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη υπογράμμισε και συνόδευσε τις εντάσεις του λόγου και τα ξεσπάσματα των ηρώων.
Η μουσική διδασκαλία ήταν του Νίκου Βουδούρη.
Την επιμέλεια της κίνησης είχε η Αλεξάνδρα Καζάζου με κάποιες σκηνές να έχουν υπέρμετρη στατικότητα και να μην καταφέρνουν να υπηρετήσουν σωστά την ένταση του λόγου.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου δημιούργησαν μια υποβλητική ατμόσφαιρα, έπαιξαν πολύ με τις σκιές και συνέβαλλαν καθοριστικά στη υψηλή αισθητική της παράστασης.
Η μουσική διδασκαλία ήταν του Νίκου Βουδούρη, ενώ ο σχεδιασμός των προβολών ανήκε στο Μάριο Γαμπιεράκη και τη Χρυσούλα Κοροβέση.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Βασιλικού Θεάτρου, παρακολούθησα ένα έργο σύγχρονο, ανθρωποκεντρικό, με σαφή, αντιπολεμικά μηνύματα, που αγγίζουν τον καθένα μας. Η σκηνοθετική οπτική παρά την αρχική αμηχανία, μέχρι να μας συστήσει τους χαρακτήρες και να βάλει την ιστορία σε μια ροή, είχε αισθητική, άποψη και ισορροπία, είχε αναφορές στην αρχαία τραγωδία και διάβασε εξαιρετικά το λόγο και τη δυναμική του. Έδωσε σημασία στις λεπτομέρειες, συντόνισε με ακρίβεια ένα πολυπληθές καστ, με ορισμένες υπέροχες ερμηνείες και χωρίς κανένα από τα μέλη του να υστερεί ή να είναι εκτός κλίματος, κάνοντας μια παράσταση για σκεπτόμενους θεατές.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.