ΣΟΥ ΦΥΛΑΞΑΜΕ ΜΙΑ ΘΕΣΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΣΟΥ ΦΥΛΑΞΑΜΕ ΜΙΑ ΘΕΣΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ


2.7/5 κατάταξη (7 ψήφοι)

Τη σκηνική σύνθεση των Ελένης Κοκκίδου και Μάρθας Φριντζήλα με τίτλο "Σου Φυλάξαμε μια Θέση" σκηνοθετεί η δεύτερη στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Στην παράσταση αυτή ο θεατρικός λόγος βαδίζει μαζί με το τραγούδι, συμπληρώνοντας ο ένας το άλλο και αντιστρόφως. Οι νότες τυλίγουν τις λέξεις με κεντρικό θέμα τον έρωτα σε όλες του τις πιθανές και απίθανες εκφάνσεις, όπου μπορεί να γίνει πόνος, χαρά, πάθος και καταστροφή. Και ποτέ δεν παύει να είναι συναίσθημα έντονο, δυνατό και ικανό να αλλάξει την πορεία της ζωής μας.
Πώς είναι να υπάρχει αμοιβαίο ενδιαφέρον και πώς αισθάνεται κανείς όταν είναι μονόπλευρο; Το παρελθόν μπορεί να μας στιγματίσει και εν τέλει να μας καθορίσει; Ποιες εσωτερικές μας ανάγκες μπορεί να γεννήσουν ένα τραγούδι και πως αυτό εντάσσεται στο θέατρο; Ποιος ο ρόλος του ηθοποιού στη σκηνική του εκτέλεση και πως αυτό φτάνει στην πλατεία και αγγίζει ή όχι το θεατή, κάνοντάς τον συμμέτοχο, ή κρατώντας τον αμέτοχο; Πώς μπορεί το κοινό να "ανεβάσει" τον καλλιτέχνη και να τον ενθαρρύνει να συνεχίσει; Τη σύνθεση των κειμένων (όπου συνυπάρχουν αποσπάσματα από θεατρικά έργα και ποιήματα, αποφθέγματα και αποσπάσματα πεζών), καθώς και τη δραματουργική τους επεξεργασία, επιμελήθηκαν από κοινού η σκηνοθέτις και η Ελένη Κοκκίδου.

Τη σκηνοθεσία του εγχειρήματος αναλαμβάνει η Μάρθα Φριντζήλα, ισορροπώντας μεταξύ μουσικής και πρόζας, εντάσσοντας το θεατρικό λόγο στη ροή κάποιων τραγουδιών, αλλά και τα τραγούδια ως μελωδική αποτύπωση των συναισθημάτων και της ουσίας του λόγου. Ο Έρωτας αποτελεί τον κοινό παρονομαστή και οι εναλλαγές του μπορεί να επηρεάσουν έντονα και βαθιά το ψυχισμό μας, όπως ακριβώς και της πρωταγωνίστριας. Να κινείται στη θλίψη και τη μαυρίλα, να μας δίνει ώθηση και να μας απογειώνει, να μας μαγεύει, αλλά και να μας τρομάζει. Το τραγούδι και ο λόγος δένονται ώστε να αποτελούν αναπόσπαστη συνέχεια το ένα του άλλου, ενώ το χιούμορ, το δάκρυ και τα συναισθήματα που δημιουργούν βρίσκονται επίσης σε μία διαρκή κύλιση. Δε λείπουν κυρίως στο λόγο κάποιες ασάφειες, κάποιες επαναλήψεις και κάποιες αοριστίες, καθώς ορισμένα σκετσάκια δείχνουν να ψάχνουν προσανατολισμό και μια εγγενή αδυναμία να εμβαθύνουν στα μύχια του έρωτα. Παρ' όλα αυτά οι γενικότερες ισορροπίες δε διαταράσσονται και η ενέργεια της πρωταγωνίστριας και η σκηνική της εμπειρία αρκούν για να απαλείψουν σχεδόν τις όποιες -μικρές- αδυναμίες, αφήνοντας μία πολύ θετική τελική αίσθηση στο θεατή.

Η Ελένη Κοκκίδου πρωταγωνιστεί στη σκηνή, ερμηνεύοντας το θεατρικό λόγο, εν είδει μικρών επιμέρους μονολόγων, αλλά και τα τραγούδια της παράστασης. Έχει μια έμφυτη θεατρικότητα η παρουσία της, την οποία εμπλουτίζει με μπρίο, τσαχπινιά και κέφι, ενώ καταφέρνει να μπολιάσει την απογοήτευση του παρελθόντος με μία εμφανή νότα αισιοδοξίας για το μέλλον. Ίσως είναι ένα τόνο πιο κινητική απ' όσο θα την ήθελα, αλλά πως να τιθασεύσεις το εσωτερικό πάθος όταν αυτό νιώθεις να σε κατακλύζει; Είναι πληθωρική, σαρκαστική, μελό, κυνική και όλα αυτά, χωρίς να δείχνει ότι προσπαθεί ιδιαίτερα, ή ότι προσποιείται. Απλά, νέτα, φυσικά. Οι εκφράσεις του προσώπου της, οι εντάσεις της φωνής της, οι σωματικές της αντιδράσεις ποικίλουν σημαντικά και πιάνουν ευρεία γκάμα.
Μαζί της στη σκηνή δύο μουσικοί, ο Παναγιώτης Τσεβάς (στο πιάνο και το ακορντεόν, ενώ έχει και τη γενικότερη μουσική επιμέλεια και την ενορχήστρωση) και ο Κώστας Νικολόπουλος (στις κιθάρες και τα ιδιόφωνα), οι οποίοι έχουν ενεργή συμμετοχή στα σκηνικά δρώμενα, είτε με κάποιες (συνήθως αστείες) παρεμβολές λόγου, είτε κινητικά ακολουθώντας και συνοδεύοντας την πρωταγωνίστρια στη σκηνική της διαδρομή.

Το σκηνικό χώρο επιμελήθηκε η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου και ίσως ήταν λίγο πιο φορτωμένος απ' ότι θα τον ήθελα, αν και γενικά αποδείχθηκε λειτουργικός, καθώς δεν εμπόδισε την ηθοποιό στη συνεχή της κινητικότητα. Τα κοστούμια της ίδιας είχαν μια εκκεντρικότητα που συχνά άγγιζαν και τα όρια του κιτς και θεωρώ ότι συχνά τραβούσαν αναίτια το μάτι και διασπούσαν την προσοχή του θεατή στην πρωταγωνίστρια.
Ο σχεδιασμός των φωτισμών του Περικλή Μαθιέλλη, θα μπορούσαν να είναι ένα τόνο χαμηλότεροι και να παίξουν λίγο περισσότερο με τις σκιές, αν και γενικά δεν είχαν λάθος εστιάσεις ή τοποθετήσεις.

Συμπερασματικά, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, παρακολούθησα μια μουσική σκηνική σύνθεση, η οποία ασχολήθηκε έξυπνα με τον έρωτα και τα παρατράγουδά του, αλλά και με το θέατρο και τις ανασφάλειες του καλλιτέχνη. Ο λόγος συνδυάστηκε με το τραγούδι, τις περισσότερες φορές επιτυχημένα, με τη μουσική να εναλλάσσεται με την πρόζα και να τη συμπληρώνει. Ο ρυθμός έκανε κάποιες μικρές κοιλιές, αλλά κατάφερε να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το τέλος, με μεγάλο ατού τόσο την πληθωρική στόφα και το ταλέντο της πρωταγωνίστριας, όσο και τη ζωντανή μουσική σύμπραξη δύο εξαιρετικών μουσικών.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.