ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ - ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (3 ψήφοι)

Το έργο του Μαξίμ Γκόρκι, ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ, σκηνοθετεί στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, ο Νίκος Μαστοράκης. Ο συγγραφέας εμπνεύστηκε το έργο, από τα ταραγμένα χρόνια των αρχών του προηγούμενου αιώνα στη Ρωσία και το έγραψε στη φυλακή, όπου βρέθηκε για τις πολιτικές του πεποιθήσεις.

Σε μία έπαυλη, έχει δημιουργηθεί ένας μικρόκοσμος από ετερόκλητους και διαφορετικούς χαρακτήρες, οι οποίοι στην πλειοψηφία του δείχνουν να μην έχουν επαφή με το τι συμβαίνει στον πραγματικό κόσμο (όπως για παράδειγμα, ότι ο κόσμος στην πόλη, πεθαίνει από επιδημία χολέρας).

Ο Πάβελ, εγκλωβισμένος στα πειράματά του, που δε βρίσκουν καμία πρακτική εφαρμογή, η Λίζα, η αδερφή του, ευαίσθητη αλλά ελαφρώς διαταραγμένη προσωπικότητα, η σύζυγός του η Γελένα, μια ρεαλίστρια γυναίκα που επιθυμεί να ικανοποιεί τα "θέλω" της, η γερασμένη νταντά που αρνείται πεισματικά το καινούργιο, ο Μπαρίς ο κτηνίατρος, που είναι κρυφά και έντονα ερωτευμένος με τη Λίζα, αλλά τυγχάνει της συνεχούς της απόρριψης, η Μελανία η αδερφή του, μία ενοχική και φοβική γυναίκα, βαθιά ερωτευμένη με τον Πάβελ και ο Ντιμίτρι που δίνει μια ωραιοποιημένη εκδοχή της πραγματικότητας.

Αυτό το παζλ ηρώων και χαρακτήρων, ζει και συνευρίσκεται στον ίδιο χώρο, κουβεντιάζει, προβληματίζεται, φιλοσοφεί και προσπαθεί να ικανοποιήσει τις μύχιες επιθυμίες του. Η απόδοση και η δραματουργική επεξεργασία του κειμένου, έγινε από τον ίδιο το σκηνοθέτη και έχοντας κόψει σημαντικό τμήμα από το αρχικό κείμενο, κρατά σχετικά καλό ρυθμό, ατμόσφαιρα, λόγο ελαφρά φιλοσοφικό, αλλά απόλυτα κατανοητό στο κοινό και σχετικά ομαλή ροή στην παράσταση.

Ο Νίκος Μαστοράκης χειρίστηκε τη σκηνοθετική μπαγκέτα στο θεατρικό αυτό εγχείρημα και προσπάθησε να προβάλει τόσο την πολιτική, όσο και την κοινωνική χροιά του κειμένου, χωρίς όμως να υπερτονίσει κάποια από τις δύο, αλλά προσπαθώντας να τις κρατήσει σε ισορροπία. Το έργο δεν έχει αμιγή καταγγελτικό χαρακτήρα, στοχεύει περισσότερο στο βαθύ προβληματισμό του θεατή. Οι ήρωες που έπλασε, απόλυτα διακριτοί και μέσα από τις ιδιαιτερότητες του καθενός, προβάλλεται ο ψυχισμός και η προβληματική τους.

Δημιουργεί παράλληλα σύμπαντα, τα οποία αλλού τέμνονται και αλλού αποκλίνουν, με την επικοινωνία και την αλληλεπίδραση του ανθρώπινου παζλ που δημιουργεί. Δε λείπουν και οι διάσπαρτες κωμικές σκηνές, κυρίως από το χαρακτήρα της νταντάς, οι οποίες ναι μεν ελαφρύνουν την ατμόσφαιρα του έργου, αλλά κάποιες στιγμές αναπόφευκτα ξεφεύγουν προς τα όρια της καρικατούρας.

Η παράσταση αν και έχει νεύρο και ρυθμό, δεν αποφεύγει κάποιες μικρές κοιλιές, κυρίως με κάποια επαναληπτικότητα στη θεματολογία, που ευτυχώς δεν προλαβαίνουν να κουράσουν το θεατή, καθώς υπάρχει κίνηση και εναλλασσόμενοι διάλογοι στη σκηνή. Να σημειωθεί επίσης ότι δεν υπάρχει μουσική επένδυση στην παράσταση και αυτό για να δοθεί έμφαση στην ψυχολογική διερεύνηση των χαρακτήρων.

Κάποια από τα βασικά σημεία της προβληματικής του συγγραφέα αναδείχτηκαν περισσότερο και απέδειξαν τη διαχρονικότητά τους, ενώ κάποια λίγα έμειναν με λιγότερο φως και υποσκελίστηκαν, περνώντας σχεδόν αδιάφορα.

Παρ'όλες όμως, τις μικροαδυναμίες, που ίσως κάποιος εντοπίσει, η σκηνοθεσία του κυρίου Μαστοράκη έδειξε, ότι μελέτησε επαρκώς το κείμενο, το κατανόησε και το απέδωσε με σοβαρότητα, αξιοπρέπεια και μέτρο.

Ο Χάρης Φραγκούλης ήταν ο εύθραυστος επιστήμονας Πάβελ Προτάσοφ, που το μόνο που τον απασχολεί πραγματικά, είναι η έκβαση των πειραμάτων του. Στο χαρακτήρα που υποδύθηκε, έδειξε συνέπεια, συνέχεια και απόλυτη ισορροπία. Χαμηλών τόνων, αλλά με ακραίες εκρήξεις, παραμελεί τους πάντες και τα πάντα, ακόμα και τη γυναίκα του και υποστηρίζει την παραπάνω εικόνα με πληρότητα, καθώς πέρα από το λόγο είναι σε πλήρη αρμονία και η σκηνική του κίνηση και η έκφραση του προσώπου του. Έχοντας κατανοήσει απόλυτα την ειρωνική τραγικότητα του ήρωα, τον υποδύεται ιδανικά.

Η Κωνσταντίνα Τάκαλου, σκιαγράφησε τη Λίζα, την αδερφή του Πάβελ, σα μία νέα που ισορροπεί οριακά ανάμεσα στην πραγματικότητα και την παράνοια. Εμμονική, ζωγραφίζει διαρκώς σχέδια πάνω στα χέρια της, στις στιγμές της διαύγειάς της, αποκαλύπτει αλήθειες και μοιάζει να είναι ο μόνος συνδετικός κρίκος με την έξωθεν πραγματικότητα. Άλλες στιγμές είναι κατατονική και εγκλωβίζεται στη μοναξιά της αρρώστιας της. Με ελαφρώς παραμορφωμένη ομιλία και κίνηση που συνάδει με την εκάστοτε ψυχική της κατάσταση, δίνει και αυτή μια ολοκληρωμένη ερμηνεία.

Η Μαρία Καλλιμάνη είναι η Γελένα, η ρεαλίστρια και δυναμική σύζυγος του Πάβελ, η οποία εγκαταλελειμμένη πλήρως από τον άντρα της, που της δίνει μόνο θεωρητικά σημασία, αποφασίζει να διεκδικήσει τα "θέλω" και τις μύχιες επιθυμίες, δημιουργώντας μια μικρή νότα επανάστασης στην έπαυλη. Έχοντας μια μικρή (και μάλλον αχρείαστη) νότα αλαζονείας, κυρίως στο λόγο της, καταφέρνει να μεταφέρει πειστικά στη σκηνή τις ψυχολογικές της μεταπτώσεις.

Η Ιωάννα Μαυρέα ενσαρκώνει την Αντόνοβνα, μια νταντά που αρνούμενη την προσαρμογή σε οτιδήποτε νέο, έχει τις εμμονές της και τις εκφράζει με κωμικό τρόπο. Η ερμηνεία της δίνει μεν ανάσες στην ενίοτε βαριά ατμόσφαιρα του έργου, αλλά συχνά ένιωσα να ξεφεύγει από τα όρια και να φτάνει σε επίπεδο καρικατούρας, αλλοιώνοντας έτσι το νόημα της ελαφράδας του χαρακτήρα της.

Η Φωτεινή Μπαξεβάνη στο ρόλο της Μελανίας, αδερφής του Μπαρίς και παθολογικά ερωτευμένης με τον Πάβελ, έχει μια σχεδόν έμφυτη αφέλεια και φοβικότητα, που θαρρείς ότι της βγαίνει φυσικά και αυθόρμητα. Υποστηρίζει έτσι εξαιρετικά την κωμική πλευρά του ρόλου, αφαιρώντας της όμως κάποιους λίγους πόντους από τη δραματικότητά του, χωρίς όμως επ'ουδενί να επηρεάσει στο σύνολο την πολύ καλή ερμηνεία της.

Ο Γιάννης Κότσιφας, υποδύεται το Ντιμίτρι, ένα ζωγράφο που πολιορκεί ερωτικά τη Γελένα και η ερμηνεία του δεν κατάφερε να με κερδίσει σα θεατή. Χωρίς να υποστηρίζει το λόγο του με κίνηση ή με κάποιο έντονο χρωματισμό της φωνής, πέρασε από τη σκηνή, χωρίς να κάνει ιδιαίτερα εμφανή την παρουσία του.

Ο Μάκης Παπαδημητρίου (είδα την παράσταση πριν την αποχώρηση του) παίζοντας τον Μπαρίς, τον κτηνίατρο, συνδύασε δύο πλευρές του ίδιου ήρωα, μια ελαφρώς επιθετική και υπόγεια ειρωνική προς όλους τους άλλους χαρακτήρες, πλην της Λίζα, με την οποία είναι ερωτευμένος, αν και βιώνει μια διαρκή άρνηση. Εκεί δείχνει το λεπτό και ευαίσθητο εαυτό του, έναν εντελώς διαφορετικό άνθρωπο. Και στις δύο περιπτώσεις ερμηνεύει με ρεαλισμό.

Οι μικροί ρόλοι του Ρομάν και του Γιεγκόρ ερμηνεύονται από τους Αδριανό Γκάτσο και Άρη Ντελία, συμπληρώνοντας έτσι την ανθρωπογεωγραφία της παράστασης.

Το σκηνικό που έστησε ο Βασίλης Παπατσαρούχας, απόλυτα συντονισμένο με το όραμα του σκηνοθέτη και την ατμόσφαιρα που θέλησε να δώσει στο έργο. Άλλοτε σύνθετο και λεπτομερειακό, όπως ο πάγκος με το βραστήρα και τα πειραματικά σύνεργα του Πάβελ και άλλοτε λιτό και χρηστικό, όπως το σαλόνι όπου συναντώνται οι χαρακτήρες αποτέλεσε σημαντικό εργαλείο στα χέρια της σκηνοθεσίας. Τα κοστούμια του ίδιου σχετικά σύγχρονα, αλλά μέσα στο κλίμα των χαρακτήρων που έντυσαν. Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη, άλλοτε πιο ήπιοι και άλλοτε αμείλικτοι, μπορεί να έχασαν μία-δύο φορές τους ηθοποιούς, αλλά εν γένει ήταν εύστοχοι και δημιούργησαν καλή ατμόσφαιρα.

Συμπερασματικά, στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης στήθηκε μια παράσταση, που είχε στόχους και όραμα. Και τα δύο υπηρετήθηκαν με αξιοπρέπεια, προσοχή, ισορροπία και μέτρο και οι όποιες μικροατέλειές της αποτελούν μια μικρή γκρίνια, ακριβώς λόγω του υψηλού αισθητικού αποτελέσματος που επετεύχθη. Σκηνοθέτης και ηθοποιοί συνεργάστηκαν αρμονικά και δημιουργικά σαν ομάδα και η τελική εικόνα τους δικαιώνει. Μια πολύ καλή θεατρική παράσταση, που αξίζει να δείτε και γιατί όχι να απολαύσετε.


Σχόλια (1)

  • ΑΘΗΝΑ ΜΑΚΡΑΚΗ

    03 Ιανουάριος 2016 στις 11:41 | #

    Καλημέρα Γιώργο, συμφωνω απολυτα με την κριτική σου. Κι εγω την ειδα με τον Μακη Παπαδημητρίου ( δεν ηξερα οτι αποχωρησε) κριμα. Η παράσταση μου αρεσε πολυ και με χαροποιήσε ιδιαιτέρως το γεγονός οτι εχει μεγάλη απηχηση στο κοινό και ειχε πολλά νεα παιδια στο Ιστορικό αυτό Θέατρο.

    απάντηση

Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.