TAPE | ΚΡΙΤΙΚΗ

TAPE | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.6/5 κατάταξη (5 ψήφοι)

Ανάμεσα στην επιτυχία και την αποτυχία, στο δίκιο και στο άδικο, στο σωστό και το λάθος, υπάρχουν πολλές φορές δυσδιάκριτοι διαχωρισμοί, λεπτεπίλεπτα όρια και διαχωριστικές γραμμές που τέμνονται μεταξύ τους, σε ένα παιχνίδι με διαρκείς μεταλλάξεις και μεταστροφές, πισωγυρίσματα και παλινδρομήσεις.
Το έργο του Αμερικανού συγγραφέα Stephen Belber, TAPE, παρουσιάζει ακριβώς μια εικόνα όλων αυτών των προσωπικών αντικατοπτρισμών, των αδιεξόδων και των αμφιβολιών, που όχι μόνο χαρακτηρίζουν τις ζωές μας, αλλά και καθορίζουν επόμενα βήματα, πράξεις και γεγονότα. Παρουσιάζει μια αφτιασίδωτη εικόνα μιας ψυχοσύνθεσης που άλλοτε επιζητεί να βαδίσει σύμφωνα με διαμορφωμένες κοινωνικές νόρμες και προκαταλήψεις και άλλοτε ψάχνει να απαγκιστρωθεί απ’ αυτές, να χαράξει τη δική της πορεία, πιστεύοντας πως έτσι θα μπορέσει να γίνει κοινωνός γενικότερων αλλαγών, μέσα σε έναν κόσμο που παραπαίει και μοιάζει συνεχώς να αποδομείται και να εξαϋλώνεται.
Βέβαια, ίσως αυτές οι αλλαγές, δεν είναι τελικά τίποτα άλλο, από ένα ανεστραμμένο είδωλο του παραπαίοντος κόσμου, η άλλη όψη ενός νομίσματος που παράγεται από την ίδια τη μήτρα, που προκαλεί τον συμβιβασμό, τη μοιρολατρία, την απάθεια και την απογοήτευση.
Η παράσταση TAPE, στο Θέατρο 104, χαρτογραφεί έννοιες όπως η μνήμη, η συγχώρεση, η ηθική και η φιλία.
Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα μοτέλ στο Μίσιγκαν, όπου δυο παλιοί συμμαθητές, ο Βίνσεντ (Κωνσταντίνος Κάππας) και ο Τζον (Δημήτρης Λιακόπουλος), συναντιούνται με αφορμή την προβολή της ταινίας του Τζον, σε ένα τοπικό κινηματογραφικό φεστιβάλ και από εκεί και πέρα τα πράγματα παίρνουν μια τελείως απρόσμενη τροπή, με τον Βίνσεντ να κατηγορεί τον Τζον για τον βιασμό της πρώην φίλης του, Έιμι (Εμμανουέλα Αλεξίου), και να ζητάει επιτακτικά να το παραδεχτεί. Αυτό το γεγονός, παρότι συνέβη πριν από πολύ καιρό, όταν ακόμα οι δύο φίλοι πήγαιναν στο σχολείο, δεν μοιάζει να έχει αποσυμπιεστεί στο πέρασμα του χρόνου, να έχει αμβλυνθεί η δυναμική με την οποία διεκδικεί να επανέλθει στο προσκήνιο. Αυτόν το ρόλο θα αναλάβει η Έιμι, που θα φτάσει ξαφνικά στο μοτέλ και θα δημιουργήσει γύρω της ένα πλέγμα αντιθέσεων, προβληματισμών και προσδοκιών.
Η σκηνοθεσία του Θοδωρή Βουρνά, με τις καθοριστικές πινελιές της Λυδίας Τριγώνη, δίνει μια αλλιώτικη πνοή στους χαρακτήρες, ενώ παράλληλα εγκιβωτίζει με τον καλύτερο τρόπο, όλα εκείνα τα στοιχεία που καθιστούν μια παράσταση σύγχρονη και επίκαιρη.
Ο Κωνσταντίνος Κάππας διαθέτει στοιχεία σπάνιας εκφραστικότητας, με τα οποία ανατέμνει υπέροχα τον ρόλο του Βίνσεντ, ενός ανθρώπου που επιζητά – κυρίως – την προσοχή των άλλων. Ακροβατώντας ανάμεσα στο θύμα και τον θύτη, καλλιεργεί το προφίλ ενός ανθρώπου, που παρότι αρχικά αισθανόμαστε πως δεν μας αφορά, πως είναι ξένος προς τα βιώματά μας, τελικά κερδίζει τη συμπάθειά μας, με την τίμια στάση του στο τέλος. Αυτή η συμπάθεια είναι καθαρή και ειλικρινής και δεν έχει καμία σχέση με τον οίκτο ή τη λύπηση. Είναι η συμπάθεια που αξίζει σε όλους εκείνους τους ανθρώπους που πασχίζουν να ξεφύγουν από τη μοναξιά τους, κάνοντας προσπάθειες – έστω και ανορθόδοξες πολλές φορές – να βρουν κάποιο νόημα στη ζωή τους.
Ο Δημήτρης Λιακόπουλος γοητεύει με τον τρόπο που προσπαθεί να φανεί αποστασιοποιημένος, ψυχρός, ορθολογιστής, ίσως και λίγο κυνικός στον τρόπο που αντιλαμβάνεται το παρελθόν του. Παράλληλα, πετυχαίνει μια βαθιά ενδοσκόπηση σε ένα πολυδιάστατο χαρακτήρα, που πασχίζει να αποδείξει πως άλλαξε – ή επιδιώκει να αλλάξει – αλλά κουβαλά ακόμα στίγματα του παρελθόντος του. Αγχώνεται και στεναχωριέται, όταν καταλαβαίνει πως θα υπάρχει πάντα κάποιος που θα θυμάται όσα έγιναν, που θα μπορεί να ενσκήψει πιο βαθιά στα γεγονότα, αλλά χαλαρώνει και δείχνει να απολαμβάνει το σημείο που βρίσκει το θάρρος να γυρίσει πίσω και να ζητήσει συγχώρεση. Αυτή είναι η διακεκομμένη γραμμή που χωρίζει το παρελθόν από το παρόν, την αλήθεια από την ψέμα – ανεξάρτητα του αν συνέβη αυτό για τον οποίο κατηγορείται.
Η Εμμανουέλα Αλεξίου αναψηλαφεί δεξιοτεχνικά την αγωνία, τον φόβο και την ελπίδα των συμπρωταγωνιστών της, ενσαρκώνοντας μια επιτυχημένη αντιεισαγγελέα. Ένα επάγγελμα μπολιασμένο εξαρχής με την απαιτούμενη αυστηρότητα, που τη διευκολύνει στο να ανακατέψει τα υλικά από το υποκριτικό της οπλοστάσιο και να ανταπεξέλθει με οξυδέρκεια, ωριμότητα και ευαισθησία στις απαιτήσεις ενός απαιτητικού ρόλου.
Τα σκηνικά και τα κουστούμια του David Negrin δεν αποσπούν το ενδιαφέρον του θεατή από την πλοκή, αλλά αντίθετα προσθέτουν το δικό τους λιθαράκι για να παραχθεί ένα άρτιο και καλοστημένο αποτέλεσμα.
Συμπερασματικά, στο χειροκρότημα στο τέλος, συνειδητοποιούμε πως φεύγουμε, χωρίς να μάθουμε ποτέ αν ο βιασμός πραγματικά συνέβη, όντας ελεύθεροι να δώσουμε ο καθένας τη δική του ερμηνεία και το δικό του τέλος σε αυτή την ιστορία. Ίσως, πάλι, δεν έχει και τόση σημασία η ίδια η ερμηνεία, η ανάμνηση αυτή καθ’ αυτή, αλλά το ίχνος της μνήμης, ο τρόπος που τοποθετούμαστε απέναντι στα συναισθήματά μας. Ό,τι συμβαίνει δεν είναι απλώς μια τυπική παράθεση γεγονότων, αλλά και όσα προέκυψαν ή θα προκύψουν μέσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της ψυχής και του νου, που επιζητούν το δικό τους μερίδιο στην ιστορία, στην κατασκευή της οπτικής γωνίας για όσα λαμβάνουν χώρα. Η παράσταση μας υπενθυμίζει πως δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια, πως ένα γεγονός δεν μπορεί να υπάρξει αξεδιάλυτο από την προσωπική ματιά του καθενός μας πάνω σε αυτό κι αυτό, αν μη τι άλλο, μοιάζει λυτρωτικό για όλους…
Η καθόλα προσεγμένη παραγωγή είναι του Ανδροκλή Δεληολάνη και της ANDRODELY p.c.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.