THE MASTER BUILDER - ΚΡΙΤΙΚΗ

THE MASTER BUILDER - ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (2 ψήφοι)

Στο πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου, έκανα ένα σύντομο ταξίδι στο Λονδίνο. Το Λονδίνο, μαζί με τη Νέα Υόρκη αποτελούν εστία, όπου γνωστοί και χολλυγουντιανοί, πολλές φορές ηθοποιοί, στα διαλείμματα των ταινιών τους, επιλέγουν ένα έργο του κλασσικού ή του σύγχρονου ρεπερτορίου και το παρουσιάζουν, για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων, σε ένα από τα εκεί θέατρα.

Έτσι κι εγώ εκμεταλλευόμενος την παρουσία μου στην πόλη, είδα στο παραδοσιακό και μεγαλοπρεπές Old Vic Theatre στο Waterloo, την παράσταση "The Master Builder" (Αρχιμάστορας Σόλνες επί το ελληνικότερον) του Henrik Ibsen, με το Ralph Fiennes στον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ένα από τα τελευταία έργα του Νορβηγού δραματουργού, το οποίο μιλά για το Χάλβαρντ Σόλνες, έναν αρχιτέκτονα που έχει φτάσει στην κορυφή της επαγγελματικής πυραμίδας και διατηρεί ακόμα έναν ανίατο φόβο για τα ύψη. Αυτοδίδακτος, εκμεταλλευόμενος το ταλέντο και τη δίψα του για μάθηση έφτασε ψηλά, αλλά τώρα έχει το φόβο του καινούργιου, ότι η νέα γενιά θα τον εκτοπίσει και θα τον βάλει στην άκρη, για να κάνει πράξη τις δικές της ιδέες. Ταλαιπωρημένος από τις εσωτερικές του εμμονές, αλλά και τις προβληματικές σχέσεις με τους γύρω του, γίνεται όλο και πιο εσωστρεφής, απόμακρος και απόλυτος στις απόψεις του. Ώσπου ξαφνικά μπαίνει στη ζωή του η Χίλντε, μια 23χρονη Ολλανδέζα, η οποία έρχεται να του θυμίσει αναμνήσεις μιας δεκαετίας και να διεκδικήσει το βασίλειο, που ο Σόλνες της έταξε δέκα χρόνια πριν, στο σπίτι της. Νιώθει ανανεωμένος με την παρουσία της, συζητά τα οικογενειακά του προβλήματα, τις ενοχές και τους φόβους του μαζί της και βρίσκει νέες πηγές ενέργειας να συνεχίσει να δημιουργεί. Η τελική του απόφαση είναι να προσπαθήσει να υπερνικήσει την υψοφοβία του.

Το κείμενο διασκευάστηκε από τον David Hare, ο οποίος πρόσθεσε σύγχρονες πινελιές στο κείμενο του 1892, αλλά δεν αλλοίωσε ούτε στο ελάχιστο τόσο την ουσία του, όσο τα νοήματά του. Έδωσε λίγη μεγαλύτερη βαρύτητα στον κεντρικό χαρακτήρα και τη βαθιά πάλη με τον εαυτό του και τους δαίμονές του και διατήρησε την υφέρπουσα ειρωνεία που διατρέχει όλο το έργο, για τη σύγκρουση του καθήκοντος με την επιθυμία και του παλιού με το νέο.

Ο Matthew Warchus κρατά τη σκηνοθετική μπαγκέτα της παράστασης, η οποία στηρίζεται στην καταλυτική παρουσία του Σόλνες στη σκηνή και τη σταδιακή του μεταμόρφωση. Στο πρώτο μέρος, το πιο αναγνωριστικό, μας εξοικειώνει με τους χαρακτήρες, μας αποκαλύπτει τις μικρές τους αδυναμίες και μας αφήνει να ανακαλύψουμε τις τυπικές σχέσεις των ηρώων μεταξύ τους και τι πιθανόν να κρύβεται κάτω από την επιφάνεια. Χτίζει στέρεους χαρακτήρες με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους και τους αφήνει να αλληλεπιδρούν. Οι σχέσεις μεταξύ τους δεν είναι πάντα απλές και μονοσήμαντες, αλλά πάντα υπάρχει και μια ερωτική ή συγγενική εμπλοκή σε αυτές.

Στο δεύτερο μέρος, η συμμετοχή της Χίλντε στην πραγματικότητα του Σόλνες, αλλάζει τα δεδομένα. Τον βλέπουμε να αλλάζει, σιγά σιγά στην αρχή και στη συνέχεια με ολοένα επιταχυνόμενο ρυθμό, σε έκφραση, σε κίνηση, σε λόγο, αλλά ακόμα και στις πιο ακραίες και απόλυτες απόψεις του. Ανανεώνεται, το σώμα και η ψυχή του δείχνουν να γεμίζουν ενέργεια, εξελίσσεται και αρχίζει να προσεγγίζει τους πιο ενδόμυχους φόβους του και να τους αγγίζει, να τους αποκαλύπτει και να προσπαθεί να βρει λύσεις στα αδιέξοδά του.

Στο τρίτο μέρος η μεταμόρφωση του Σόλνες έχει ολοκληρωθεί και γίνεται η απαρχή σχεδίων, αποφάσεων και ενεργειών. Σε αντίστοιχα τέμπο κυλάει και ο ρυθμός της παράστασης, πιο αργός, λεπτομερής και αναγνωριστικός στην αρχή, επιταχύνει σημαντικά στη συνέχεια και γίνεται καταιγιστικός από τα μέσα του δεύτερου μέρους και μετά. Η ατμόσφαιρα που διαμορφώνουν τα διαφορετικά σκηνικά της παράστασης είναι κλινικά οριοθετημένη στο εργασιακό περιβάλλον του Σόλνες στο πρώτο μέρος, γίνεται πιο προσωπική και παθιασμένη στο δεύτερο μέρος των αλλαγών και της προσαρμογής στα νέα δεδομένα και δίνει μια έντονη αίσθηση ελευθερίας και νέας αρχής στο τρίτο μέρος, στο σκηνικό του κήπου. Η σημασία στη λεπτομέρεια με την αλλαγή κλίσης του σκηνικού από το πρώτο στο δεύτερο μέρος (συμβολίζοντας και τις αντίστοιχες εναλλαγές της ψυχολογίας του Σόλνες), αλλά και στον ήχο με κραυγές μωρών και πυροσβεστικές αντλίες να ακούγονται, όταν ο πρωτομάστορας αναφέρεται στο παρελθόν και τους χαρμόσυνους ήχους καμπάνας, όταν αναφέρεται στο παρόν και στο μέλλον, δείχνει ότι ο σκηνοθέτης δε στηρίχτηκε απλά στο ταλέντο του πρωταγωνιστή του για να αναδείξει την παράσταση, αλλά τη δούλεψε συνολικά και εντατικά.

Ο πρωταγωνιστής, ένας έμπειρος και ώριμος Ralph Fiennes, δίνει ένα ερμηνευτικό ρεσιτάλ στο ρόλο του πρωτομάστορα Χάλβαρντ Σόλνες... Βαρύς, ράθυμος, απόλυτος και σχεδόν συνεχώς σκυθρωπός, με σκληρές και αδρές γραμμές προσώπου στο πρώτο μέρος, είναι ένας αδίστακτος επαγγελματίας, που σχεδόν αδιαφορεί για τους ανθρώπους και τον απασχολεί έντονα μόνο ο φόβος του επαγγελματικού παραγκωνισμού του από κάποιο νεώτερο. Οι οικογενειακοί δεσμοί του σχεδόν ανύπαρκτοι και οι φίλοι άγνωστη λέξη γι'αυτόν.

Ο ερχομός της νεαρής Χίλντε Βάνγκελ στο σπίτι και τη ζωή του, αποτελεί ένεση ζωής. Οι γραμμές του προσώπου μαλακώνουν, το χαμόγελο κάνει την εμφάνισή του, η στάση του σώματος παύει να είναι άκαμπτη και στημένη και ο λόγος του αποκτά θέρμη, φλόγα και εσωτερικό πάθος. Βλέπεις τη γρήγορη αυτή μεταμόρφωση και θαρρείς πως έχεις να κάνεις με έναν εντελώς διαφορετικό άνθρωπο. Αρχίζει να κάνει σχέδια για το μέλλον και όχι μόνο στον επαγγελματικό τομέα. Οι ενοχές και μια εσωτερική αγωνία βέβαια δεν τον εγκαταλείπουν, είναι πάντα παρούσες σαν σκιές στη ματιά και ένα μικρό δισταγμό στο λόγο, αλλά όχι κυρίαρχες. Το σχεδόν καθαρτικό δεύτερο στάδιο του ρόλου του, τον φέρνει σχεδόν αυτόματα στην αγωνία του τρίτου μέρους να ξεπεράσει τη μεγάλη του φοβία για τα ύψη, για να νιώσει απόλυτος κυρίαρχος του εαυτού του, με τη Χίλντε να τροφοδοτεί αυτήν τη ματαιόδοξη και εγωιστική προοπτική. Νιώθεις μέσα του να παλεύουν έντονα ο φυσικός φόβος, αλλά και η διάθεση να καταδείξει σε όλους τη μοναδικότητά του. Γενικότερα, ο κύριος Fiennes αντιμετώπισε τον πολυσύνθετο αυτό ρόλο στις διαστάσεις που του αρμόζουν. Δε δραματοποίησε τίποτε, δε χρησιμοποίησε ερμηνευτικά τρικ για να πλησιάσει το θεατή, αλλά κατάφερε συνδυάζοντας λόγο, κίνηση, αλλά και επιστράτευση του συνόλου των εκφραστικών του μέσων να μας κρατά στην άκρη της καρέκλας μας και να μας σαγηνεύσει με την ολοκληρωμένη ερμηνεία του.

Δίπλα του η Αυστραλή Sarah Snook, παίζει τη Hilde, της οποίας η εισβολή στη ζωή του Σόλνες ανατρέπει όλα του τα δεδομένα. Η ερμηνεία της προσπαθεί με την εξωτερικότητά της να αποτελέσει το αντίβαρο της εσωτερικότητας του πρωτομάστορα, αλλά παρόλο που ο λόγος της είναι έντονος, δυναμικός, σίγουρος και απόλυτα διεκδικητικός, η κίνησή της ήταν λίγο ασυντόνιστη και υπερβολική. Επίσης η ειρωνεία, η παιχνιδιάρικη διάθεση και το προβοκάρισμα του πρωτομάστορα, είχε και άλλα περιθώρια να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί, καθώς αυτή στο δεύτερο μέρος αποτελεί την κινητήρια δύναμη. Στέκεται βέβαια εξαιρετικά δυναμικά στο πλευρό του Σόλνες και η παρουσία της δεν περνάει στιγμή απαρατήρητη κρατώντας επαρκή έλεγχο των εκφραστικών της στοιχείων και των συναισθημάτων της.

Η σύζυγος, η Αλίν, ερμηνευμένη από τη Linda Emond, είναι μια παρουσία η οποία έχει χαμηλό προφίλ στο όλο έργο και το μόνο που μοιράζεται πλέον με το σύζυγό της είναι οι τύψεις και οι ενοχές της για το ατύχημα στο προηγούμενο σπίτι τους. Είναι αφοσιωμένη στο καθήκον, δεν υψώνει τη φωνή, δεν παραπονιέται, απλά σχολιάζει καυστικά ότι παρατηρεί και αποχωρεί, παραδομένη στους εφιάλτες της. Η ουσιαστική κουβέντα-αντιπαράθεση-λύση μεταξύ των δύο συζύγων δεν έρχεται ποτέ, γι' αυτό και τα συναισθήματα του ενός για τον άλλο παραμένουν βαθιά και σχεδόν οριστικά θαμμένα στη λήθη. Αποτελεί την ήρεμη δύναμη στη σκηνή του Old Vic, μια κινούμενη συγγνώμη που περιμένει μια ευκαιρία που ποτέ δεν έρχεται, τηρώντας στη λεπτομέρεια τις απαιτήσεις του ρόλου της.

Ο Martin Hutson είναι ο άβουλος, αλλά ταλαντούχος Ragnar, τον οποίο ο Σόλνες έχει σκόπιμα αφήσει στη σκιά του, για να μην του κλέψει τη δόξα και τους πελάτες. Όταν συνειδητοποιεί την πραγματικότητα αντιδρά νευρικά, σπασμωδικά, παιδιάστικα, μαθημένος χρόνια σε ρόλους κομπάρσου, μην ξέροντας πως να πρωταγωνιστήσει στη ζωή του. Μπορεί να μην παίζει καθοριστικό ρόλο στην παράσταση, αλλά φροντίζει να μην ξεφεύγει από τις γραμμές του έργου και να ακολουθεί πιστά τη σκηνοθετική γραμμή.

Η Charlie Cameron στο ρόλο της γραμματέα του πρωτομάστορα, είναι γενικά διστακτική και χωρίς δυναμική κυρίως στο πρώτο μισό του έργου (όπου έχει και ρόλο) και δεν κατάφερε να πείσει για το άξιον της παρουσίας της στο Old Vic.

O James Dreyfus πάλι, υποδύθηκε το γιατρό, φίλο της οικογένειας και παρατηρητή των πάντων και συχνά αποτέλεσε μια νότα χιούμορ και ανάσας για το θεατή. Άνετος, αυθεντικός και χωρίς πίεση στο λόγο και την κίνησή του, ήταν ένα πολύ καλό συμπλήρωμα στο καστ της παράστασης. Το οποίο έκλεινε με μια μικρή εμφάνιση στην αρχή, του James Laurenson στο ρόλο του Knut Brovik, μέντορα του Σόλνες και πατέρα του Ragnar, ο οποίος αργοπεθαίνει.

Ο Rob Howell ήταν ο υπεύθυνος των σκηνικών που άλλαξαν τρεις φορές, με τα επικρεμάμενα μαδέρια σε πυκνή διάταξη και διάφορες κλίσεις να συμβολίζουν πολύ εύστοχα το χάος μέσα στο μυαλό του Σόλνες και τον ψυχικό τρόμο που τον κρατά δέσμιο.

Τα κοστούμια της Deborah Andrews προσεγμένα και χαρακτηριστικά των ρόλων με πιο χτυπητό παράδειγμα τη σχεδόν παραδοσιακή στολή της Ολλανδέζας Hilde, η οποία είναι λες βγαλμένη κατευθείαν από τηλεοπτική διαφήμιση.

Η μουσική του Gary Yershon επιτείνει τη σκοτεινή πλευρά του έργου και προσθέτει αγωνία και ένταση στην ατμόσφαιρα.

Τα φώτα του Hugh Vanstone ποτέ σε πλήρη ένταση, χαρακτηριστικά του ημίφωτος και του μερικού σκοταδιού στις ψυχές των ηρώων.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Old Vic είδα μια κλασσική παράσταση, η οποία υπέστη ένα μικρό λίφτινγκ στο κείμενο και έγινε πιο σύγχρονη, αλλά δεν έχασε τα στοιχεία και τα μηνύματα της κλασσικότητάς της. Η σκηνοθεσία προσεκτική, χωρίς περιττές καινοτομίες, ανθρωποκεντρική και εντοπισμένη στον κεντρικό χαρακτήρα και την πορεία του από το σκοτάδι, στο κυνήγι του φωτός και εν τέλει στην τελική καταστροφή. Το ρεσιτάλ του Ralph Fiennes σχεδόν αψεγάδιαστο, ήταν από μόνο του μια πάρα πολύ καλή αφορμή για να παρακολουθήσει και να απολαύσει κανείς την παράσταση. Επόμενα θεατρικά ραντεβού μου στην πρωτεύουσα της Γηραιάς Αλβιώνας, τον Οκτώβριο για το No Man's Land του Harold Pinter με το τρομερό δίδυμο Ian McKellen και Patrick Stewart να πρωταγωνιστεί στο Wyndham's Theatre και το The Entertainer του John Osborne στο Garrick Theatre με τους Kenneth Branagh, John Hurt και Gretta Scacchi.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.