ΤΙ ΚΑΛΑ ΤΑ ΛΕΕΙ Τ' ΑΗΔΟΝΙ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΤΙ ΚΑΛΑ ΤΑ ΛΕΕΙ Τ' ΑΗΔΟΝΙ - ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (2 ψήφοι)

Την παράσταση "Τι καλά τα λέει τ' αηδόνι" σκηνοθετεί στη σκηνή του Altera Pars, η Σταυρούλα-Μελισσάνθη Μάκρα. Είναι βασισμένη σε αφηγήσεις από τη δημοτική ποίηση και την ελληνική παράδοση, δομημένη σε έμμετρο λόγο και συνοδεύεται από ζωντανή μουσική. Οι στίχοι κάποιων παραδοσιακών τραγουδιών και λαϊκοί μύθοι (μερικοί πολύ γνωστοί και άλλοι λιγότερο) γίνονται αφορμή για αφήγηση και τραγούδι από τέσσερις γυναίκες διαφορετικών ηλικιών μέσα σε ένα παλιό ραφτάδικο για νυφικά και προικιά. Οι αναμνήσεις ξεδιπλώνονται, γίνονται διηγήσεις, σκοποί και όμορφα παραμύθια από το παρελθόν που άκουσαν ή έζησαν. Μιλώντας για την αγάπη, τον έρωτα, την ξενητειά, την πίστη και το θάνατο, με τα πρόσωπα να εναλλάσσονται στις ιστορίες, η αλήθεια μπερδεύεται με το μύθο, ενόσω οι γυναίκες ράβουν, συγκινούνται, γελούν, χορεύουν και τραγουδούν. Η επιμέλεια των κειμένων ανήκει στη σκηνοθέτιδα, ενώ η επιμέλεια της παράστασης έγινε από το Λευτέρη Γιοβανίδη.

Η σκηνοθετική επιμέλεια της σκηνικής αυτής σύνθεσης ανήκει στη Σταυρούλα-Μελισσάνθη Μάκρα, η οποία δημιουργεί ένα θεατρικό σύνολο αφήγησης σε έμμετρο λόγο, διανθισμένο με ζωντανή μουσική και τραγούδια. Οι ιστορίες και οι σκοποί που επιλέχθηκαν έχουν τη ρίζα τους στη λαϊκή παράδοση και είναι δοσμένα με απλότητα και λιτότητα. Τα πιο πολλά από αυτά είναι γνωστά στο θεατή και είναι σα να τον παρακινούν να σιγοτραγουδήσει τα λόγια και να ζήσει την ιστορία που ξετυλίγεται από μέσα τους. Η δομή των ιστοριών είναι αφηγηματική, σύντομη (σα μικρά αυτοτελή στιγμιότυπα), συχνά προέρχονται από διαφορετικό χωρόχρονο, αλλά έχουν κοινές ρίζες και κοινούς θεματικούς πυρήνες. Διαθέτουν κέφι, ζωντάνια, μπρίο, αλλά και μια κάποια εσωστρέφεια, χωρίς να απευθύνονται με τη δέουσα αμεσότητα στο κοινό και να θέλουν να το κάνουν κοινωνό τους. Ενώ τα μουσικά και τα τραγουδιστικά κομμάτια έχουν μία ομαδική οπτική με όλο το θίασο να συνοδεύει με φωνή και κίνηση το μουσικό, ο λόγος μοιάζει ατομικός, ζεστός αλλά ταυτόχρονα απόμακρος, με ελάχιστες περιπτώσεις σκηνικού διαλόγου μεταξύ των ηθοποιών, κάτι που ένιωσα ότι μου έλειψε.

Ρόλοι συγκεκριμένοι δεν υπάρχουν στην παράσταση, αλλά είναι κυλιόμενοι με τις τέσσερις ηθοποιούς να δοκιμάζονται σε κόρες, εγγονές, μανάδες, πεθερές, γιαγιάδες, αλλά συχνά και ρόλους ανδρικούς, όταν η ιστορία το απαιτεί.
Η Μίνα Χειμώνα, η Γιάννα Σταυράκη, η Matwali Κουτουλάκη και η Αγγελίνα Κλαυδιανού είναι συνέχεια στη σκηνή, παίζοντας, χορεύοντας και τραγουδώντας χρησιμοποιώντας όλη την γκάμα των εκφραστικών τους μέσων για να ταξιδεύσουν το θεατή στο σύμπαν που αποτυπώνουν στη σκηνή.
Οι δύο πρώτες πιο έμπειρες, έχοντας αρκετά χιλιόμετρα θεατρικής διαδρομής, έχουν πιο ολοκληρωμένη παρουσία στη σκηνή, δίνοντας την αίσθηση ότι η ερμηνεία βγαίνει από μέσα τους, είναι κομμάτι του σκηνικού τους εαυτού.
Οι δύο νεώτερες έχουν παλμό, ενθουσιασμό και ζωντάνια, αλλά χρειάζονται λίγη περισσότερη δουλειά στον ακριβέστερο συντονισμό μεταξύ λόγου, φωνής, και σώματος, που θα αξιοποιήσει καλύτερα την ορμητικότητα και τον αυθορμητισμό της νεότητας.
Η χημεία των τεσσάρων γυναικών στη σκηνή είναι καλή και καμία δεν υστερεί, υποβαθμίζοντας την τελική εντύπωση του θεατή από το θεατρικό εγχείρημα που παρακολουθεί.
Τις ηθοποιούς συνοδεύει ζωντανά με τη μουσική και την ερμηνεία του ο Γιώργος Παππάς (εναλλάξ με τον Ανδρέα Αρβανίτη) σε δημοτικά και άλλα παραδοσιακά ακούσματα, αποτελώντας ζωντανό και ιδιαίτερα σημαντικό κύτταρο της παράστασης.

Τα σκηνικά της Ελίνας Αντωνοπούλου είναι πλούσια και δημιουργούν μια όμορφη και αυθεντική αίσθηση ενός εγκαταλελειμένου ραφτάδικου, με τις μηχανές, τα υφάσματα και τα νυφικά φορέματα να δίνουν πολλά ερεθίσματα και εργαλεία για την κίνηση και την ερμηνεία των ηθοποιών.
Τα κοστούμια της ίδιας έχουν άρωμα εποχής, είναι απλά, κομψά και αντιπροσωπευτικά των γυναικείων τύπων που παρουσιάζονται στη σκηνή.
Η πρωτότυπη μουσική της παράστασης και η μουσική της επιμέλεια ανήκει στο Γιώργο Παππά και συνοδεύει εξαιρετικά το λόγο.
Η κίνηση με την επιμέλεια της Χρυσούλας Τζαρδή είχε δυναμισμό και παλμό, δίνοντας μια ακόμα κεφάτη νότα στο θεατή.
Οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου δημιούργησαν μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα στην αρχή συνδυάζοντας το φως με τις σκιές, ενώ στη συνέχεια προτίμησε πιο γενικά πλάνα που "αγκάλιαζαν" όλο το πλάτος και βάθος της σκηνής.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Altera Pars παρακολούθησα μια παράσταση, όπου ο λόγος και η μουσική συνυπήρχαν, δημιουργώντας ένα ενιαίο θέαμα που άντλησε την έμπνευσή του από τη δημοτική και λαϊκή μας παράδοση. Η σκηνοθετική προσέγγιση έχει ρυθμό, δυναμισμό, ζωντάνια, αλλά πάσχει στην υποκίνηση του συναισθήματος του θεατή και δεν καταφέρνει να τον πάρει από το χέρι και να τον βάλει ολοκληρωμένα στο σύμπαν της. Οι ερμηνείες έχουν χημεία και πνεύμα συνεργασίας στη σκηνή, συντελώντας σε μια ευχάριστη θεατρική πρόταση.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.