ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΑ ΑΛΜΠΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.0/5 κατάταξη (12 ψήφοι)

Το πολύ γνωστό έργο του Ισπανού θεατρικού συγγραφέα και ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (Federico del Sagrado Corazón de Jesús García Lorca) "Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα" (La casa de Bernarda Alba) σκηνοθετεί σε μία φλαμένκο εκδοχή ο Σταύρος Λίτινας. Αποτελεί το τελευταίο έργο του συγγραφέα, γράφτηκε το 1936 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1945. Μαζί με τη "Γέρμα" και το "Ματωμένο Γάμο" αποτελούν τη λεγόμενη τριλογία της "Ισπανικής υπαίθρου". Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το Νοέμβριο του 1954 στο Θέατρο Κοτοπούλη, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και τη Μαρίκα Κοτοπούλη στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η Μπερνάρντα Άλμπα θρηνεί το θάνατο του δεύτερου συζύγου της και επιβάλλει στις κόρες της οκταετές πένθος και πλήρη εγκλεισμό στο σπίτι τους. Λόγω της ούτως ή άλλως τυραννικής φύσης της οι επαφές των θυγατέρων της με το άλλο φύλο είναι σπάνιες και συχνά περιορίζονται σε απλά κρυφοκοιτάγματα στο δρόμο και τους περαστικούς από το παράθυρό τους. Η μεγαλύτερη κόρη της, η Ανγκούστιας, κληρονομεί την περιουσία του πατέρα της με το γεγονός αυτό να προσελκύει το ενδιαφέρον ενός υποψήφιου μνηστήρα, του Πέπε Ρομάνο, για τον οποίο όμως τρέφει ερωτικό ενδιαφέρον και η Αντέλα, η μικρότερη κόρη της οικογένειας. Υπακούοντας στην ανυπότακτη φύση της, αρνείται να συμμορφωθεί με τις μητρικές εντολές και συνάπτει σχέσεις μαζί του. Τον ίδιο άντρα επιθυμεί και τρίτη αδερφή, η Μαρτίριο, η οποία όντας άσχημη ζηλεύει την Αντέλα για την επιτυχία της, με τη ζήλια της να εκδηλώνεται με προδοσία, η οποία οδηγεί την αδερφή της σε τραγικό τέλος και την κλιμάκωση του πένθους στην οικογένεια. Ένα έργο με κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις σύγχρονο της εποχής του πραξικοπήματος του Φράνκο στην Ισπανία, με κεντρική θεματική τη γυναικεία καταπίεση, το συμβιβασμό με τα ταξικά δεδομένα της εποχής και τον απόλυτο έλεγχο της οικογένειας και των δομών της από τη δεσποτική μητέρα.

Ο Σταύρος Λίτινας στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης κρατά τις βασικές θεματικές ενότητες της ουσίας του κειμένου, τις κάνει εικόνες και αντικαθιστά τα λόγια με μουσική, ήχους και κίνηση, με τα σώματα να γίνονται οι εκφραστές των ιδεών, των παθών και των συναισθημάτων. Το φλαμένκο είναι ένας χορός έντονος, θορυβώδης, παθιασμένος, που απαιτεί ακρίβεια, συγκέντρωση και συντονισμό ποδιών, σώματος και χεριών. Η σκηνοθεσία στηρίζεται σε αυτές τις βασικές αρχές για να δημιουργήσει ένα θέαμα γρήγορο, συχνά καταιγιστικό, έντονο και γεμάτο από την καταπιεσμένη ενέργεια της μητέρας και των κοριτσιών της. Χωρίς διαλόγους ή αφηγηματικά κομμάτια, αλλά με ευανάγνωστες τις βασικές δομές της ιστορίας, πλάθει εικόνες που δε χάνουν το λυρισμό του κειμένου του Λόρκα και όπου οι μορφές των ηρωίδων και οι εκφράσεις τους γίνονται οι φορείς των συναισθημάτων, των παθών και των εσωτερικών εντάσεων, ενώ τα πόδια, τα σώματα και τα χέρια ακολουθώντας το ρυθμό της μουσικής αποτυπώνουν την ερωτική επιθυμία, τη στέρηση, το θυμό, την απελπισία, την οργή, την αποφασιστικότητα, αλλά και την παραίτηση της απώλειας και του πένθους. Η κλιμάκωση της τραγωδίας που εκτυλίσσεται στο σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, ανεβάζει τους ρυθμούς της κίνησης, η οποία γίνεται πιο επιθετική, πιο δυναμική, αλλά και πιο απελπισμένη. Οι συγκρούσεις των χαρακτήρων είναι αλλεπάλληλες, τα πρόσωπα γίνονται ο καθρέφτης της ψυχής, τα σώματα πλησιάζουν ορμητικά και αναμετρώνται το ένα απέναντι από το άλλο, πριν την τελική κορύφωση. Οι σιωπές μεταξύ των εντάσεων είναι εκκωφαντικές, κρατούν το θεατή στην αναμονή της επόμενης κινητικής έκρηξης και υπογραμμίζουν τη συναισθηματική του φόρτιση. Σε κάποιες σκηνές ο διαθέσιμος σκηνικός χώρος έμοιαζε να τελειώνει γρήγορα, περιορίζοντας την εκλυόμενη ενέργεια από τις ερμηνεύτριες-χορεύτριες, αλλά αυτό δε στέρησε τίποτε σημαντικό από την ουσία της σκηνοθετικής-χορογραφικής προσέγγισης.

Η Αλίνα Αναστασιάδη στο ρόλο της Μπερνάρντα Άλμπα με τη βοήθεια του μακιγιάζ είχε μια απειλητική σκοτεινιά στο βλέμμα και μια ακαμψία στο σώμα της, που έδινε έμφαση στην εξουσία που είχε στις κόρες της και τον απόλυτο τρόπο άσκησής της. Με το σκήπτρο-μπαστούνι που κρατούσε και τους κοφτούς χτύπους του στο πάτωμα επανέφερε την οικογενειακή ισορροπία, όταν αυτή απειλείτο με διατάραξη. Με έκφραση σκληρή, ανυποχώρητη, αποφασιστική δημιούργησε μια εξαιρετική μητριαρχική μορφή-φόβητρο. Ο Σταύρος Λίτινας επέλεξε να συμμετέχει ερμηνευτικά στο εγχείρημα παίζοντας τη γηραιά Μαρία-Χοσέφα, μια φιγούρα στα όρια της τρέλας, με βλέμμα χαμένο, που κινείται στο χώρο σαν φάντασμα και τον στοιχειώνει, βλέποντας στα κορίτσια τη χαμένη της νεότητα. Η Ιρένε Τζιαρντίνα (Ανγκούστιας), η Βάνα Μαλοκίνη (Μαγκνταλένα), η Φανή Δεμέστιχα (Αμέλια), η Τζέσικα Καϊμπαλή (Μαρτίριο) και η Μαρία Μανδραγού (Αντέλα) είναι οι κόρες της Μπερνάρντα, οι οποίες εκλύουν όλη την καταπιεσμένη τους γυναικεία φύση και ερωτική επιθυμία στη σκηνή με σχεδόν αστείρευτη ενεργητικότητα, ένταση, αλλά και την εσωτερική αγωνία του μέλλοντός τους. Ταλαντούχες, εκφραστικές, δουλεμένες στη λεπτομέρεια, συντονισμένες πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, συγκροτούν μια δυναμική και συμπαγή ομάδα, στην οποία καμία δεν υστερεί και πείθουν ότι το φλαμένκο είναι μέσα τους, αποτελώντας γι' αυτές τρόπο ζωής.

Το σκηνικό χώρο επιμελήθηκε ο ίδιος ο σκηνοθέτης με πέντε καρέκλες σε γραμμή να αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία τα πέντε κορίτσια είναι αρχικά καθηλωμένα και στη συνέχεια να γίνονται το κέντρο μεγάλου μέρους της κίνησής τους, την καρέκλα της μητέρας να τους επιβλέπει από το άκρο της σκηνής και τις κρεμάλες πάνω από το κεφάλι τους να συμβολίζουν το θάνατο που παραμονεύει. Τα κοστούμια (επίσης σε επιμέλεια του σκηνοθέτη) σχεδιάστηκαν σε μια ενιαία μαύρη γραμμή πένθους που σπάει μόνο από τα άσπρα ρούχα της Μαρία-Χοσέφα και συμβολίζουν τη σκοτεινιά της οικογενειακής καταπίεσης που υφίστανται οι κοπέλες, αλλά και του μέλλοντος που τους επιφυλάσσεται. Η κατασκευή των κοστουμιών είχε την επίβλεψη της Ελόνα Τροϊάνοβα. Οι μουσικές επιλογές ήταν του σκηνοθέτη, ενώ τη μουσική επεξεργασία και το σχεδιασμό των ηχητικών εφέ (σημαντικών εργαλείων στην εξέλιξη της ιστορίας) έκανε η Αλίνα Αναστασιάδη. Οι χορογραφίες ήταν της Τζέσικας Καϊμπαλή, της Μαρίας Μανδραγού, της Ηλέκτρας Χρυσάνθου και του Σταύρου Λίτινα και είχαν παλμό, πάθος, ένταση, υποστηρίζοντας στο ακέραιο τα νοήματα και τους συμβολισμούς του έργου. Οι φωτισμοί από το σκηνοθέτη κράτησαν υποφωτισμένη τη σκηνή, εστίασαν στις εκάστοτε πρωταγωνίστριες και δημιούργησαν την κατάλληλη υποβλητική ατμόσφαιρα.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Arroyo Nuevo, παρακολούθησα ένα από τα κλασσικότερα έργα του Λόρκα σε μια φλαμένκο εκδοχή, όπου η μουσική, ο χορός και τα σώματα αντικατέστησαν επιτυχημένα τα λόγια. Οι βασικοί νοηματικοί άξονες του έργου διατηρούνται, όπως και όλος ο σκοτεινός λυρισμός με τον οποίο ο Ισπανός συγγραφέας κλιμακώνει το δράμα του. Οι εκφράσεις, τα βλέμματα, οι κινήσεις εκμαιεύουν όλα εκείνα τα συναισθήματα που κρύβονται στον ψυχισμό των ηρωίδων και παρασύρουν το θεατή στο σκοτεινό και καταπιεσμένο τους σύμπαν. Μία διαφορετική θεατρική πρόταση με ελάχιστες αδυναμίες που έχει πολύ ενδιαφέρον και κρύβει πίσω της πολλή δουλειά και ενέργεια από τους συντελεστές της.

 

Γιώργος Χριστόπουλος


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.