ΤΟ ΤΑΒΛΙ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΤΟ ΤΑΒΛΙ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.0/5 κατάταξη (9 ψήφοι)

Το μονόπρακτο του Δημήτρη Κεχαΐδη "Το Τάβλι" σε σκηνοθεσία Πέρη Μιχαηλίδη, παρακολούθησα στη σκηνή του Faust. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το Φεβρουάριο του 1972 στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης, με τον Κάρολο Κουν στη σκηνοθεσία και τους Νικήτα Τσακίρογλου και Γιάννη Μόρτζο να ερμηνεύουν τους Φώντα και Κόλια αντίστοιχα.
Δύο μεσήλικες μικροαστοί παίζουν μια παρτίδα τάβλι σε μια αυλή της Αθήνας και συζητούν για το πως θα καταφέρουν να βγουν από τα αδιέξοδα της φτώχειας και της αφάνειας πριν τη δύση της ζωής τους. Αντιπροσωπευτικοί λαϊκοί τύποι της νεοελληνικής πραγματικότητας προσπαθούν να σκαρώσουν ένα μεγάλο κόλπο, για να "πιάσουν την καλή" και να φτάσουν ψηλά, δραπετεύοντας από τη μιζέρια της καθημερινότητάς τους, μη διστάζοντας να χρησιμοποιήσουν στα σχέδια τους και τη γυναίκα του ενός και αδερφή του άλλου. Ζουν με το παρελθόν και τις αυταπάτες τους και ονειρεύονται να βγουν στον αφρό, να βγάλουν λεφτά και να κάνουν επιτέλους τα όνειρά τους πράξη, παρά τις προηγούμενες αποτυχίες τους. Συγκρούονται, λένε ψέματα, φιλιώνουν και ενώνουν τις προσπάθειές τους. Αν και οι εποχές έχουν αλλάξει από τότε που γράφτηκε το κείμενο, η ουσία και τα νοήματά του παραμένουν επίκαιρα στη σύγχρονη Ελλάδα, καθώς και η νοοτροπία των ηρώων του.

Ο Πέρης Μιχαηλίδης σκηνοθετεί την παράσταση, κρατώντας τη ρεαλιστικότητα της γραφής του κειμένου, χωρίς ωραιοποιήσεις, επιχειρώντας ένα βαθύτερο ψυχογράφημα δύο απλών και καθημερινών χαρακτήρων. Ο λόγος ακροβατεί συνεχώς ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό, το μεγαλεπήβολο και το γελοίο, την αλήθεια και το ψέμα, το όνειρο και την απάτη. Η προσέγγιση ανθρώπινη, με ένα τόνο τρυφερό και συναισθηματικό, χωρίς όμως να χάνει τη σκληρότητα της αυτοειρωνείας και της λεπτής κοινωνικής κριτικής. Η νοοτροπία του εύκολου κέρδους, η ψυχολογία της απόδρασης από τη μιζέρια και την κοινωνική απαξία, η προσπάθεια να πάψουν να είναι "ανθρωπάκια" και να γίνουν "άνθρωποι" αξιοσέβαστοι και δακτυλοδεικτούμενοι είναι οι πόλοι γύρω από τους οποίους κινείται η ιστορία. Η σχέση εξάρτησης που έχουν αναπτύξει με τα χρόνια οι δύο φίλοι είναι διαρκώς παρούσα. Οι διάλογοι παρόλο που δεν έχουν βάθος και πολλές φορές επαναλαμβάνουν τα ίδια μοτίβα, παραμένουν ζωντανοί, χαριτωμένοι, δυναμικοί και γεμάτοι διάθεση για ζωή. Η εναλλαγή του τραγικού με το κωμικό είναι συνεχής, διατηρώντας το ρυθμό της παράστασης σταθερό και κρατώντας το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το τέλος. Ακόμα κι αν δεν αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας στους ήρωες, θα αναγνωρίσουμε σίγουρα κάποια χαρακτηριστικά τους, κάποιους φόβους, ή κάποιες ανασφάλειες.

Ο Πέρης Μιχαηλίδης κρατά και το ρόλο του Φώντα. Κρύβει μέσα του ένα μικροαπατεώνα, ένα μικροαριβίστα, αλλά χωρίς πραγματικά κακές προθέσεις, χωρίς να έχει χάσει την ανθρωπιά και την ευαισθησία του. Υποκρίνεται το σίγουρο και ριψοκίνδυνο, προσπαθώντας να αποκρύψει τις αδυναμίες, τις ευαισθησίες και την απογοήτευσή του. Με χιούμορ και πειθώ στο λόγο του, επιχειρεί να πείσει το φίλο του να συνεργαστεί μαζί του. Νευρικός, μερικές φορές υπερκινητικός, βαθιά φοβικός αλλά και τρυφερός, πλάθει με αδρές και καθαρές γραμμές ένα συμπαθή μικροαστό που παλεύει να μην παραδοθεί στη μοίρα του και να αποκτήσει, έστω και αργά, μέλλον.
Ο Φίλιππος Σοφιανός ερμηνεύει τον Κόλια, γαμπρό και φίλο του Φώντα. Παραιτημένος στη ρουτίνα της οικογενειακής ζωής, προσπαθεί για χρόνια να τυπώσει ένα βιβλίο για το αντιστασιακό του παρελθόν που τον στοιχειώνει και δείχνει να έχει χάσει το νόημα της ύπαρξής του, τριγυρίζοντας στο σκηνή με ώμους καμπουριασμένους και λόγο άτονο, επίπεδο και επαναλαμβανόμενο. Το όνειρο του φίλου του, δείχνει να του ξυπνά και πάλι τη διάθεση να ζήσει πραγματικά, η φωνή του αποκτά παλμό και το σώμα του ενέργεια, δείχνοντας έτοιμος για μια επανεκκίνηση. Μια αυθεντικά λαϊκή και βαθιά αισθαντική ερμηνεία αποτυπωμένη με λιτότητα και σαφήνεια. Η χημεία των δύο πρωταγωνιστών στη σκηνή είναι από τα βασικά ατού της προσπάθειας αυτής, δείχνοντας να έχουν βρει σε πολύ μεγάλο βαθμό κοινούς κώδικες επικοινωνίας.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Faust, παρακολούθησα μια παράσταση ενός κλασσικού νεοελληνικού κειμένου, το οποίο αποτελεί μία πιστή απεικόνιση της μικροαστικής μεταπολεμικής νοοτροπίας και ψυχολογίας μας. Η σκηνοθεσία ακολουθεί τη ρεαλιστική γραμμή του λόγου, κρατάει το συναίσθημά του, χωρίς να τον κάνει μελό, έχει ρυθμό και ατμόσφαιρα, με το δράμα να πηγαίνει χέρι χέρι με την κωμωδία. Οι ερμηνείες των ηθοποιών γνήσιες, λαϊκές, τρυφερές και ανθρώπινες με τη σκηνική τους συνεργασία να είναι σε υψηλό επίπεδο, σε μια ούτως ή άλλως καλοκουρδισμένη προσπάθεια.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.