ΒΕΝΤΛΑ - ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΒΕΝΤΛΑ - ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


2.3/5 κατάταξη (3 ψήφοι)

Την παράσταση με τίτλο "Βέντλα - Το Ξύπνημα της Άνοιξης" και υπότιτλο "μία παιδική τραγωδία", είδα στο Φουαγιέ Α' του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά σκηνοθετημένη από τον Αντώνη Morgan Κωνσταντουδάκη. Βασισμένη στο έργο του Γερμανού συγγραφέα Benjamin Franklin (Frank) Wedekind, με τίτλο "Frühlings Erwachen", που γράφτηκε το 1891 και επειδή θεωρήθηκε υπερβολικά τολμηρό, ανήθικο, σχεδόν βλάσφημο, πέρασαν 15 χρόνια μέχρι το πρώτο του σκηνικό ανέβασμα. Πραγματεύεται θέματα που υπήρξαν ταμπού για την εποχή (και όχι μόνο τη συγκεκριμένη), όπως τα πρώτα εφηβικά σεξουαλικά σκιρτήματα, τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά διαπαιδαγωγούνται από τους γονείς και το σχολικό περιβάλλον σε αυτά, την αδυναμία των μεγαλύτερων να κατανοήσουν βαθιά τους εφήβους, πώς ο ρομαντισμός μπορεί να γίνει έρμαιο των ενστίκτων και τις ρήξεις με το σύστημα εκπαίδευσης. Προβάλλει τις ψυχολογικές προεκτάσεις αυτών των πρώιμων σεξουαλικών ορμών και αναζητήσεων και την καταφυγή στη βία, το μαζοχισμό και άλλες ακραίες εκφράσεις σεξουαλικής ικανοποίησης. Τα ζητήματα που θίγονται παραμένουν διαχρονικά και δεν έχουν πάψει ποτέ να απασχολούν τις εμπλεκόμενες πλευρές. Μέσα από τις περιπέτειες πέντε νεαρών παρακολουθούμε μικρά επεισόδια της σχολικής ή μη καθημερινότητάς τους, το ξύπνημα της ερωτικής άνοιξης μέσα τους, τον τρόπο προσέγγισης μεταξύ τους και τις αλλαγές που συντελούνται στο σώμα, το πνεύμα και την ψυχή τους. Η μετάφραση είναι της Ντίμης Θεοδωράκη και είναι στρωτή, σύγχρονη, με ροή, χωρίς κενά και προβλήματα κατανόησης. Η διασκευή του κειμένου έγινε από το σκηνοθέτη.

Ο Αντώνης Morgan Κωνσταντουδάκης σκηνοθετεί το εγχείρημα αυτό, προσθέτοντας και μια κινηματογραφική παράμετρο στη θεατρική εκδοχή του προσπαθώντας να δημιουργήσει λειτουργικούς δεσμούς των δύο προσεγγίσεων και η μία να συμπληρώνει την άλλη. Κατάφερε έτσι να φέρει σε ευθεία αντιπαράθεση τη γεμάτη ενέργεια, νεύρο και ζωή ψυχολογία των εφήβων με την στυλιζαρισμένη, ψυχρή και συχνά απρόσωπη παρεμβολή των μεγάλων στη ζωή τους, με τις νουθεσίες και τα πρότυπα να αποτελούν κενό γράμμα. Η έντονη, με σάρκα και οστά, δυναμική παρουσία των νεότερων, διαγκωνίζεται με τη σχεδόν άυλη και τυπική συνεισφορά των ενηλίκων στις απορίες και τις αγωνίες τους. Το δέσιμό τους, αν και παρατήρησα κάποιες αμήχανες στιγμές, είχε ενδιαφέρον και προσέδωσε ένα ψυχαναλυτικό χαρακτήρα στην παράσταση. Η ματιά είχε αρκετές κριτικές και καυστικές αποχρώσεις, χωρίς να χρησιμοποιήσει αποστειρωμένες και προκάτ μεθόδους για να τις εκφράσει, αλλά τις εμπλούτισε με σκηνική δράση, συναίσθημα και χιούμορ, ποντάροντας στη δημιουργική σκέψη των θεατών και όχι στην άρνηση ή τον αποτροπιασμό τους. Ο ρυθμός με μικρά σκαμπανεβάσματα, κατάφερε να μην κουράσει, ενώ στο τέλος, ανέβαζε συνεχώς ένταση και σφυγμούς. Οι φτωχές φωτιστικές δυνατότητες του χώρου, δε δημιούργησαν τη μέγιστη δυνατή υποβλητικότητα, που θα πρόσθεταν στην ατμοσφαιρικότητα της ιστορίας.

Η Λίνα Φούντογλου αναλαμβάνει το ρόλο της νεαρής Βέντλα Μπέργκμαν, μιας γεμάτης ψυχολογικές αντιφάσεις κοπέλας. Κατάφερε να συνδυάσει την εύθραυστη παιδικότητα της ηλικίας της με τον αισθησιασμό των πρώτων νεανικών της ορμών, αν και στη δεύτερη περίπτωση όχι χωρίς κάποια αμηχανία και μικρούς σκηνικούς δισταγμούς. Μέσα της συγκρούονταν τα "πρέπει" των μεγάλων και τα "θέλω" του σώματος και αυτή τη σύγκρουση την αποτύπωσε σε γενικές γραμμές σωστά και πληθωρικά στο λόγο και την κίνησή της.
Ο Αλέξανδρος Χούντας ερμήνευσε το "διαφθορέα" Μέλχιορ Γκάμπορ, ένα νεαρό αγόρι, το οποίο χωρίς τη σωστή καθοδήγηση και παρασυρμένο από τα εσωτερικά του ένστικτα, "εγκαταλείπει" την αθωότητα του εφήβου και περνά σε μια πρώιμα "ενήλικη" σκληρότητα και αναισθησία. Κυνικός, χωρίς και ο ίδιος να αντιλαμβάνεται τα αίτια γι' αυτή του τη συμπεριφορά, δείχνει τη σύγχυση και την εκ των υστέρων μεταμέλειά του με σκηνική άνεση, αφήνοντας έντεχνα ενδοιασμούς στο θεατή για την τιμιότητα των προθέσεών του. Παρατήρησα κάποιες (λίγες ευτυχώς) φωνητικές υπερβάσεις, αλλά συνολικά έπλασε δυναμικά το χαρακτήρα του.
Η Χρηστίνα Γαρμπή υποδύθηκε τον ασταθή και αναποφάσιστο συναισθηματικά και ψυχολογικά Μόριτς. Δημιούργησε έναν ήρωα πνευματικό φερέφωνο του Μέλχιορ, χωρίς έντονη δική του προσωπικότητα, με την έκφραση και το δισταγμό στην κίνηση να προσδίδουν αυθεντικότητα στις ψυχολογικές και πνευματικές του μεταπτώσεις. Η ίδια ταλαντούχα νεαρή ηθοποιός έπαιξε και την Ίλζε, τον ομοφυλόφιλο σαρκικό πειρασμό της Βέντλα, μια κοπέλα που αναζητά με λανθασμένο τρόπο την αποδοχή και την αγάπη, μέσα από τις ανεξέλεγκτες και χωρίς αίσθημα ερωτικές της συνευρέσεις. Και στις δύο περιπτώσεις είδα ερμηνευτικές ποιότητες και ταλέντο που αποτελούν παρακαταθήκη για τα επόμενα θεατρικά της βήματα.
Τέλος, η Εύα Φρακτοπούλου συμπληρώνει το θεατρικό ερμηνευτικό κουαρτέτο της παράστασης με τη χαμηλών τόνων Μάρτα, ένα κορίτσι το οποίο παρά τις πιέσεις, σωματικές, πνευματικές και ψυχολογικές που υφίσταται καταφέρνει να διαφυλάξει μέσα της το παιδί και δεν περνά βίαια τα όριά της. Είναι φυσική, αυθόρμητη, αληθινή και εντάσσει επιτυχημένα κάποιες πιο ανάλαφρες ατάκες στην ερμηνεία της, αν και η κίνησή της είχε κάποιους (στιγμιαίους) δισταγμούς. Συνολικά όμως έδειξε ότι με την κατάλληλη καθοδήγηση έχει μεγάλα περιθώρια εξέλιξης.
Στο κινηματογραφικό κομμάτι της παράστασης συμμετέχουν οι Ακύλλας Καραζήσης, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Μαρία Σκουλά, Κώστας Ανταλόπουλος, Γιάννης Παπαγιάννης, Δανάη Παπουτσή, Στέλιος Καλαϊτζής, Δημήτρης Όντος, Έλενα Σταματίου, Διονύσης Στραβοράβδης, Φελίς Τόπη, Μαρία Στεφανίδου, Βασιλική Μαυρίδη, Βασίλης Ζώης και Ελένη Μολέσκη, που έπαιξαν ρόλους γονιών και καθηγητών μέσα από τις οθόνες, με ένα ηθελημένα στυλιζαρισμένο τρόπο από όπου λείπει σχεδόν παντελώς το συναίσθημα και το ουσιαστικό ενδιαφέρον για τα παιδιά.

Το σκηνικό χώρο τον επιμελήθηκε η Φωτεινή Αλεξοπούλου με μία λιτή και αφαιρετική ματιά και ο οποίος οριοθετήθηκε από φωτεινή σηματοδότηση, που δημιούργησε αόρατες, αλλά "συμπαγείς" γραμμές στους επιμέρους χώρους και είχε στο κέντρο του μια πολυλειτουργική τράπεζα, που επέτρεπε την κίνηση των ηθοποιών και κάτω από αυτή.
Τα κοστούμια της Eva Doppelgänger, τόνισαν την παιδικότητα των ηρώων και έδωσαν μια αίσθηση σχολικής αυστηρότητας αλλά και ανεμελιάς σε αυτούς.
Η μουσική του Ιωάννη Βουδούρη, είχε ζωντάνια, αλλά δεν άφησε έντονο το στίγμα της στη μνήμη μου.
Η κίνηση της Μαρίας Στεφανίδου και η χορογραφία του Βασίλη Σκαρμούτσου, υπογράμμισαν την ένταση της νεανικότητας των ηρώων και είχαν μια πληθωρικότητα απόλυτα ταιριαστή με την υπερβάλλουσα ενέργεια των χαρακτήρων του έργου.
Το κινηματογραφικό μέρος επιμελήθηκε η ομάδα NAIL, ενώ οι φωτισμοί (του ίδιου του σκηνοθέτη) με τις περιορισμένες δυνατότητες του χώρου, προσπάθησαν να παίξουν με τις σκιές και τις ψυχολογικές αποχρώσεις των παιδιών.
Μια ιδιαίτερη μνεία και στο μακιγιάζ της Ζηνοβίας Ευθυμιάδη, που έβαλε μια απόκοσμη και γκροτέσκα πινελιά στα νεανικά πρόσωπα.

Συμπερασματικά, στο Φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά, είδα μια παράσταση, που δε φοβήθηκε να αναμετρηθεί με ένα τολμηρό και πρωτοποριακό για την εποχή του κείμενο και το απέδωσε με προσοχή και μέτρο στη σκηνή. Απέφυγε την ανούσια πρόκληση και εμβάθυνε στο ψυχολογικό υπόβαθρο των χαρακτήρων και του (οικογενειακού και σχολικού) περιβάλλοντός τους. Συνδύασε θεατρικές και κινηματογραφικές συμβάσεις (έστω και με κάποιες μικρές ατέλειες στο δέσιμο και τις εναλλαγές τους), έκανε εμφανές (αν και όχι όσο αιχμηρό θα το ήθελα) το ηλικιακό και πνευματικό χάσμα ενηλίκων και εφήβων αποτελώντας μία αξιόλογη και συνεπή πρόταση στα φετινά θεατρικά πεπραγμένα.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.