VINCENT - ΑΙΜΑ ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ - ΚΡΙΤΙΚΗ

VINCENT - ΑΙΜΑ ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.9/5 κατάταξη (7 ψήφοι)

Το έργο του Άγγλου Φίλιπ Ρίντλευ (Philip Ridley) "Vincent-Αίμα στο Χιόνι" (Vincent River) σκηνοθετεί στο Τρένο στο Ρουφ ο Ευθύμης Χρήστου. Το μονόπρακτο αυτό είναι το τέταρτο θεατρικό έργο του συγγραφέα και έκανε πρεμιέρα στο Hampstead Theatre του Λονδίνου το Σεπτέμβριο του 2000. Ο ξυλοδαρμός μέχρι θανάτου του νεαρού Vincent αποτελεί την αφορμή ώστε να συναντηθούν η μητέρα του με τον Davey, ένα νεαρό που τον βρήκε νεκρό στις τουαλέτες ενός εγκαταλελειμένου σταθμού τραίνου του Λονδίνου. Αυτή έχει μετακομίσει σε ένα καινούργιο μικρό διαμέρισμα, μην μπορώντας να αντέξει τις αναμνήσεις του προηγούμενου. Η συνάντηση πυροδοτεί μια ολονύκτια κουβέντα και σειρά ερωτημάτων για τις ακριβείς συνθήκες του θανάτου του νεαρού, με τη δυσπιστία και την καχυποψία να κυριαρχούν, ενώ οι ενοχές και των δύο παίζουν κι αυτές το δικό τους καθοριστικό ρόλο, ώστε να αρχίσουν να αποκαλύπτονται μυστικά, να ειπωθούν αλήθειες και να ξεδιπλωθεί το κουβάρι των αναμνήσεων και των γεγονότων. Ο φόβος, η βία, η διαφορετικότητα, οι κοινωνικές συμβάσεις, η οικογένεια και η ανθρώπινη ανάγκη για επαφή αποτελούν τους βασικούς πυρήνες της προβληματικής του έργου. Η μετάφραση του Αντώνη Γαλέου δεν είχε προβλήματα, είχε ειρμό και ροή, με τους διαλόγους των δύο πρωταγωνιστών να διατηρούν τη δυναμική και την αιχμηρότητα του πρωτοτύπου. Η δραματουργική επεξεργασία του κειμένου έγινε από το σκηνοθέτη.

Ο Ευθύμης Χρήστου σκηνοθετεί την παράσταση επιχειρώντας μια βαθιά και λεπτομερή ακτινογράφηση της ψυχοσύνθεσης των δύο βασικών χαρακτήρων μέσα από την απελευθέρωσή της αλήθειας και της αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ τους. Δύο άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους, που αντιπροσωπεύουν διαφορετικούς κόσμους, έρχονται σε επαφή για να βρουν τις απαντήσεις που ψάχνουν. Έχουν βιώσει τη βία και αναζητούν ψάχνουν τα γενεσιουργά αίτιά της. Η προσέγγιση είναι δύσκολη, οι γλώσσες δείχνουν να δυσκολεύονται να λυθούν, καθώς προσπαθούν να βρουν σημεία επαφής και πατήματα για να καταπολεμήσουν την εκατέρωθεν δυσπιστία και τους εσωτερικούς τους φόβους. Η ατμόσφαιρα είναι στενάχωρη, αμήχανη, κλειστοφοβική (βοηθά σε αυτό και ο περιορισμένος διαθέσιμος σκηνικός χώρος), υπάρχει πάντα μια αιωρούμενη απειλή κι ένα μυστήριο με τις ψυχολογικές διακυμάνσεις να είναι συνεχείς. Οι ισορροπίες λεπτές και εύθραυστες, με τις εμφατικές (ενίοτε εκκωφαντικές) σιωπές να εντείνουν την αίσθηση αυτής της απειλής, με λίγες και σχεδόν ανεπαίσθητες κοιλιές στο ρυθμό, ενώ η αποκλιμάκωση της έντασης μεταξύ των πρωταγωνιστών και το συναισθηματικό τους πλησίασμα μοιάζει λυτρωτικό. Τα σώματα στητά και άκαμπτα στην αρχή, λύνονται και αποκτούν ενέργεια στη ροή της παράστασης, ακολουθώντας το λόγο.

Η Μαρία Ζορμπά κρατά το ρόλο της Αnita, της μητέρας που έχασε ξαφνικά και βίαια το γιο της και προσπαθεί να συνέλθει από το σοκ. Σφιγμένη και καχύποπτη στην αρχή, συχνά με βλέμμα χαμένο, φωνή σπασμένη και κίνηση νευρική, στα όρια της παραίτησης, προσπαθεί να πιαστεί από μία φράση, μια εικόνα για να κατανοήσει και να βάλει σε τάξη τις σκέψεις και τα συναισθήματά της. Χρησιμοποιεί με χαρακτηριστική άνεση όλο το φάσμα των εκφραστικών της μέσων και το πρόσωπό της γίνεται ο καθρέφτης της ψυχολογικής της σύγχυσης. Ο λόγος της καθαρός, δυναμικός, άμεσος, αιχμηρός, με το συναίσθημα πάντα παρόν, να προσπαθεί να συμβαδίσει με τη λογική και να αποτυπώνει εξαιρετικά την ανάγκη της να λυτρωθεί από τις Ερινύες και τους φόβους της.
Ο Δημήτρης Φουρλής υποδύεται τον Davey, το νεαρό που βρίσκει νεκρό το Vincent. Η αμηχανία, η διστακτικότητα και μια αδιόρατη υπόνοια ενοχής είναι εμφανής στο σκηνικό του στήσιμο και στην έκφρασή του από την αρχή, ενώ αντιμετωπίζοντας ένα μπαράζ ερωτήσεων από την πλευρά της μητέρας συχνά μοιάζει βυθισμένος στο σύμπαν των αναμνήσεών του. Εγκαταλείποντας στη ροή της παράστασης την αμυντική του στάση γίνεται ο καταλύτης της συνέχειας της ιστορίας, ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων και βαθμιαία τον παρακολούθησα να απελευθερώνεται με φυσικό και σχεδόν αυθόρμητο τρόπο από τα ψυχολογικά του βαρίδια,η κίνησή του να γίνεται πιο ζωηρή και το πρόσωπό του να φωτίζεται από την ελπίδα ενός καλύτερου μέλλοντος. Η συνεχής και ταυτόχρονη παρουσία των δύο ηθοποιών στη σκηνή προϋποθέτει δουλεμένη χημεία μεταξύ τους και σκηνική επικοινωνία ακόμα και χωρίς το λόγο.

Η διαμόρφωση του περιορισμένου σκηνικού χώρου έγινε από την Άννα Σαπουνάκη, η οποία εκμεταλλεύτηκε έξυπνα σχεδόν κάθε διαθέσιμο εκατοστό, κάνοντάς τον λειτουργικό με λίγα αντικείμενα, αφήνοντας ικανοποιητικό χώρο για την κίνηση των ηθοποιών.
Η ίδια ήταν υπεύθυνη και για τους φωτισμούς επενδύοντας στην εστίαση κυρίως στα πρόσωπα για να αποτυπώσει τις ψυχολογικές τους μεταπτώσεις.
Τα κοστούμια της Δήμητρας Λιάκουρα είναι απλά, καθημερινά και αποφεύγουν να τραβήξουν την προσοχή του θεατή.
Την κίνηση επιμελήθηκε η Φαίδρα Σούτου και αποτέλεσε ατού για την παράσταση, αφού από την αμηχανία και την ακαμψία των σωμάτων στην αρχή, έγινε πιο ζωντανή, δυναμική και απελευθερωμένη στην εξέλιξη της ιστορίας.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Τρένου στο Ρουφ, παρακολούθησα μία παράσταση ενός κειμένου σύγχρονου, που έχει να κάνει με το φόβο, την καταπίεση, αλλά και την οικογένεια με μία θεώρηση που απέχει της παραδοσιακής. Η σκηνοθεσία ακολούθησε μία παρόμοια προσέγγιση, επιχείρησε να διεισδύσει στο βάθος της σκέψης και της ψυχοσύνθεσης των πρωταγωνιστών και να επικοινωνήσει τα αδιέξοδα και τα στεγανά της ελλιπούς σημερινής ανθρώπινης επαφής. Με ελάχιστες αρρυθμίες, δημιούργησε ένα ισορροπημένο ψυχογράφημα που αξίζει να παρακολουθήσει το θεατρόφιλο κοινό, είχε ατμόσφαιρα και ένταση, με το λόγο και τις σιωπές να αλληλοσυμπληρώνονται και τους δύο ηθοποιούς να υπηρετούν με όλο το εύρος των εκφραστικών τους μέσων τους δύο χαρακτήρες.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.