ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.5/5 κατάταξη (6 ψήφοι)

Το έργο του Βασίλη Ζιώγα "Χρωματιστές Γυναίκες" σκηνοθετεί στον Κάτω Χώρο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου ο Γρηγόρης Καραντινάκης. Γραμμένο το 1984, αποτελεί ένα από τα θεατρικά κείμενα του συγγραφέα (και ποιητή) που είχε την τύχη να ανέβει στη σκηνή αρκετές φορές στο πρόσφατο παρελθόν. Η Έλλη και η Άννα είναι δύο αδερφές με διαφορετική διαδρομή ζωής η καθεμία με τις εμπειρίες και τα βιώματά τους να διαμορφώνουν τις ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα τους. Έχουν όμως κοινές καταβολές και αναμνήσεις που έχουν μείνει βαθιά ριζωμένες μέσα τους και διαμόρφωσαν το παρελθόν που τους στοιχειώνει. Η μία έμεινε εγκλωβισμένη μια ζωή στο πατρικό σπίτι, δεχόμενη κακοποίηση ενώ η άλλη αντέδρασε κι έφυγε μακριά. Η μία πιο εκφραστική, πιο επικοινωνιακή, πιο "μπασμένη" στη ζωή, η άλλη περισσότερο κλειστή και απομονωμένη στον εαυτό της, ξαναβρίσκονται και ανακαλούν μνήμες προσώπων και γεγονότων, συγκρούονται, λογομαχούν, βάφει η καθεμία τη ζωή με τα δικά της πινέλα και χρώματα. Όλες τους οι αναφορές πηγάζουν από το κοινό τους παρελθόν και τα αδιέξοδα της ύπαρξής τους. Άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε με ευαισθησία, κάποτε με πικρία και ενίοτε με κυνισμό αναζητούν τα κύτταρά τους που παρέμειναν χρωματιστά και ζωντανά για να ξαναβρούν τις ισορροπίες τους.

Ο Γρηγόρης Καραντινάκης σκηνοθετεί την παράσταση, δημιουργώντας δύο φιγούρες αντίθετες, διαφορετικές, αλλά με εμφανείς τις κοινές τους καταβολές και αναμνήσεις, που αποτελούν τη βάση της μεταξύ τους επικοινωνίας και επανασύνδεσης. Οι αντιθέσεις μεταξύ των δύο κοριτσιών είναι έντονες και έχουν να κάνουν τόσο με τις ψυχολογικές τους αντοχές, όσο και με τον τρόπο της εξωτερίκευσης των αισθημάτων τους. Τα κοινά τους τραύματα, οι κοινές παιδικές τους εκμυστηρεύσεις είναι οι σπίθες που κρατούν τη φλόγα μεταξύ τους αναμμένη και τους δίνει την προοπτική του μέλλοντός τους. Τα χρώματα των συναισθημάτων τους ποικίλλουν. Όλα έχουν μία γκρίζα απόχρωση, αλλά άλλοτε διανθίζονται με κατήφεια, αδυναμία και πόνο κι άλλοτε με χαμόγελο, πάθος κι ελπίδα. Ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί μια ρεαλιστική φόρμα για τους χαρακτήρες, αλλά όχι στεγνή και αποστεωμένη από αισθήματα και ευαισθησίες.
Έτσι αποτυπώνει εύστοχα τη σκληρή αλλά ταυτόχρονα ποιητική γραφή του αρχικού κειμένου. Το φως εναλλάσσεται με τις σκιές, το καλό με το κακό, το αδιέξοδο με την ελπίδα σε μία παράσταση με γρήγορο ρυθμό, αλλά και εκκωφαντικές σιωπές που δίνουν την ευκαιρία στο θεατή να κατανοήσει και να αφομοιώσει τα μηνύματα του έργου. Υπάρχουν πολλές μικρές κορυφώσεις, αρκετές ανατροπές που πάντα προσθέτουν αποχρώσεις στο "χρώμα" των ηρωίδων και αλήθειες που είτε λέγονται από αυτές για πρώτη φορά, είτε ξεκαθαρίζονται μια και καλή, ελευθερώνοντας το μυαλό και την ψυχή τους. Οι ασπρόμαυρες αναμνήσεις ενός ταλαιπωρημένου παρελθόντος που θα αφήσουν χαραμάδες για ένα διαφορετικό, χρωματιστό μέλλον.

Η Βιργινία Ταμπαροπούλου υποδύεται την Έλλη, την αδερφή που παραμένει στο πατρικό σπίτι, υφίσταται στωικά την κακομεταχείριση, η οποία γίνεται πλέον μέρος της ιδιοσυγκρασίας της. Χαμηλών τόνων, φοβισμένη στην αρχή, δείχνει να διστάζει να επενδύσει στην ίδια της τη λαχτάρα για ζωή και να αποκαταστήσει την επαφή της με το παρόν. Η κίνησή της αργή, διστακτική, σαν να φοβάται να απλωθεί λίγο πιο πέρα από τον άξονά της, η ματιά της να ψάχνει εναγωνίως μια αχτίδα φωτός, η φωνή της να ακούγεται σαν λυπητερή μελωδία γεμάτη αγωνία και πόνο. Με τη βοήθεια της αδερφής της, σηκώνει τα μάτια, εγκαταλείπει τη σιωπή και την αποδοχή, η φωνή της δείχνει να αποκτά παλμό και πάθος και επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει τον ίδιο της τον εαυτό.
Η Μυρτώ Γκόνη ερμήνευσε την Άννα, την έτερη αδερφή που σύμφωνα με το θεώρημα δράσης-αντίδρασης εγκατέλειψε την πατρική εστία και δε δίστασε να εξωτερικεύσει τις πληγές της. Η φωνή της ηχεί συχνά σαν κοφτερή λεπίδα, η ματιά της έχει την όψη του φοβισμένου, αλλά ταυτόχρονα αγριεμένου ζώου και η κίνησή της τη νευρικότητα ενός ανθρώπου που δε θέλει να συμβιβαστεί και να υποταχθεί στη μοίρα της. Επιστρέφει θέλοντας να ξορκίσει οριστικά το παρελθόν και να γίνει ο καταλύτης που θα οικοδομήσει ένα πιο φωτεινό μέλλον. Δυναμική, πνευματώδης, ενίοτε σαρκαστική, αλλά και με στιγμές πικρίας και συντριβής. Η χημεία των δύο ηθοποιών στη σκηνή είναι εξαιρετική, δείχνουν να βρίσκονται σχεδόν στα τυφλά, να υπάρχει η απαραίτητη επικοινωνία δύο ομοαίματων κοριτσιών και να συμπληρώνουν ιδανικά η μία την άλλη.

Το σκηνικό χώρο επιμελήθηκε η Γιούλα Ζωιοπούλου, αφήνοντας αρκετό ελεύθερο για την κίνηση των κοριτσιών με τη γεωμετρία του να αλλάζει εύκολα υπηρετώντας τις ανάγκες της κάθε σκηνής. Τα κοστούμια της ίδιας απλά, λιτά σε σχεδόν πλήρη χρωματική αντίθεση για το κάθε κορίτσι, όπως ακριβώς ήταν και η παιδική τους ψυχολογία και αντίδραση στην κακοποίηση που υπέστησαν.
Η μουσική του Νίκου Πλατύραχου έντυσε εύστοχα με νότες όλη την εσωτερική απόγνωση των ηρωίδων και και υποστήριξε με συνέπεια τις κορυφώσεις και τα ξεσπάσματά τους.
Την κίνηση επιμελήθηκε η Λαμπρινή Γκόλια και ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με τις διαφορές στην ψυχοσύνθεση των δύο αδερφών.
Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη, έπαιξαν με τις σκιές, τους τόνους του γκρίζου, φωτίζοντας τόσο τα πρόσωπα των πρωταγωνιστριών, όσο και τις κρυφές τους σκέψεις.

Συμπερασματικά, στον Κάτω Χώρο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου παρακολούθησα μία παράσταση ενός κειμένου που παραμένει επίκαιρο ακόμα και σήμερα, με μία οπτική εναρμονισμένη με τις σύγχρονες απαιτήσεις. Γρήγορος ρυθμός, εναλλαγές διαλόγων που βασίζονται σε κοινές καταβολές, αλλά προβάλλουν και τις έντονες αντιθέσεις των δύο κοριτσιών, σκληρή και αιχμηρή γλώσσα, πικρό χιούμορ, αλλά και γνήσιο, πηγαίο συναίσθημα κινούν τα νήματα της ροής του έργου. Οι δύο ηθοποιοί (παρα) δίνονται στους ρόλους τους και αποτυπώνουν με ευκρίνεια, συνέπεια και ευαισθησία τις δύο αδερφές, συμπληρώνοντας η μία την άλλη.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.