«ΑΝΕΜΟΔΑΡΜΕΝΑ ΥΨΗ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΑΝΕΜΟΔΑΡΜΕΝΑ ΥΨΗ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (49 ψήφοι)

Το «ΑΝΕΜΟΔΑΡΜΕΝΑ ΥΨΗ», της Έμιλι Μπροντέ, δεν είναι, απλώς, ένα θυελλώδες ρομάντζο ανάμεσα στον Χήθκλιφ και την Κάθριν. Είναι κάτι πιο σκοτεινό, μια ιστορία εκδίκησης και πάθους δύο ακραίων χαρακτήρων. Είναι το διαχρονικό δίπολο μεταξύ φύσης και πολιτισμού, ζωώδους και ανθρώπινου ενστίκτου , που το κάνουν μοναδικό. Η υποβλητική του ατμόσφαιρα, οι ακραίες καιρικές συνθήκες, οι τοξικές σχέσεις και οι φουρτουνιασμένες ανθρώπινες ψυχές, το συγκαταλέγουν στο είδος της γοτθικής λογοτεχνίας που κεντρίζει το ενδιαφέρον. Ο τίτλος του εμπνέεται από ένα σπίτι στο Γιόρκσιρ της Αγγλίας.
          Η αφήγηση επικεντρώνεται στην παθιασμένη αλλά καταδικασμένη αγάπη μεταξύ της Κάθριν Έρνσο και του Χήθκλιφ, και στο πως αυτό το πάθος καταστρέφει τους ίδιους και πολλούς ανθρώπους γύρω τους. Το έργο ψυχογραφεί και αναλύει τον ορφανό και ατίθασο Χήθκλιφ, που η ψυχοσωματική βία και οι άθλιες συνθήκες ζωής του, τον μετέτρεψαν σε ένα στυγνό υποκείμενο με αισθήματα κακίας, μίσους και εκδίκησης.
          Ο Γιάννης Καλαβριανός διασκευάζει και σκηνοθετεί για δεύτερη φορά το πόνημα της Μπροντέ στην Κεντρική Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, συνδυάζοντας στοιχεία αφήγησης και πρόζας. Όμως, αυτή η αδυσώπητη πάλη αγάπης και μίσους των κεντρικών ηρώων, που διέλυσε μέχρι και τις επόμενες γενιές, αυτό το μαρτύριο των βασανισμένων και εγκλωβισμένων, στα πάθη και τις κοινωνικές επιταγές, ανθρώπων, αυτός ο πόνος που προήλθε από την απόρριψη, την κακοποίηση και τη στέρηση της ίδιας της ζωής, δεν έφτασε ποτέ στην πλατεία και η αίσθηση παρέμεινε θολή και μετέωρη, λόγω της συγκεκριμένης σκηνοθετικής προσέγγισης και των ερμηνευτικών αστοχιών.
          Είδα έναν υπερβολικά σκληρό, σε εκφράσεις και διάθεση, Χήθκλιφ, με εμμονή για εκδίκηση. Ο επιτηδευμένος στόμφος του Γιώργου Γλάστρα ξένισε. Χημεία, δε, με την ευθύβολη συμπρωταγωνίστριά του, Ιωάννα Κολλιοπούλου, δεν υπήρξε ποτέ. Η σχέση τους δεν ευοδώθηκε επί σκηνής, γιατί αυτοί οι δύο ήρωες δεν «συναντήθηκαν» ποτέ…
          Αντιθέτως, η Αγγελική Λεμονή διέπρεψε με τη μεστή της ερμηνεία. Η «Νέλυ» της είναι ο συνδετικός κρίκος, εκείνη που αφηγείται την ιστορία και τα γνωρίζει όλα. Σωστός ο Γιώργος Μπινιάρης ως «Ιωσήφ», πειστικός ο «Χίντλεϊ» του Άγγελου Μπούρα και γλαφυρός ο «Έντγκαρ» του Δημήτρη Πασσά. Τίμια η «Ισαβέλλα» της Χριστίνας Μαξούρη και επαρκής η «Φράνσις» της Μαρίας Κωνσταντά. Οι νέοι ηθοποιοί, Γιώργος Μακρής («Έρτον»), Γιώργος Μπένος («Λίντον») και Λυγερή Μητροπούλου («Κάθυ»), υπήρξαν εύγλωττοι, με ψυχή.
          Τα σκηνικά του Γιάννη Θαβώρη και οι ενδυματολογικές επιλογές των Αλεξάνδρα Μπουσουλέγκα και Ράνιας Υφαντίδου, η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου, οι φωτισμοί της Εβίνας Βασιλακοπούλου και η επιμέλεια κίνησης της Αλεξίας Μπεζίκη συνάδουν.
          Είδα ένα σκληρό παραμύθι και μια ωδή στο κακό. Η παράσταση του κ. Καλαβριανού λειτούργησε σαν απλοϊκή εικονογράφηση χωρίς έμπνευση και προσωπική σφραγίδα. Δεν ένιωσα ούτε τη χαρά ούτε την ένταση των ανεμοδαρμένων σελίδων.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.