«ΑΡΚΟΥΔΟΡΑΧΗ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΑΡΚΟΥΔΟΡΑΧΗ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (50 ψήφοι)

          Ένας τόπος αποκάλυψης. Ένα έρημο χασάπικο στέκει στη μέση του πουθενά. Εκεί, που άλλοτε έσφυζε από ζωή, τώρα βρίσκεται στη σκιά μιας ασύλληπτης βίας, με την αίσθηση του θανάτου τόσο έντονη. Ο «νέος κόσμος», σαρωτικός, εξελίσσεται σε δυστοπία, σπέρνοντας μόνο τον φόβο.
          Η «Αρκουδοράχη», αυτός ο άγονος, πετρώδης τόπος, σ΄ένα απόκρημνο βουνό μεταξύ ουρανού και γης, μνήμης και λήθης, είναι το τελευταίο καταφύγιο ανθρωπιάς, ενσυναίσθησης, τρυφερότητας και αγάπης που έχει απομείνει. Άνθρωποι αφανίζονται, χωρίς να γνωρίζουν τον λόγο. Ο πόνος είναι ασύλληπτος, η μοναξιά αφόρητη και ο φόβος παραλύει κάθε κύτταρο της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι μοναδικοί επιζήσαντες, σαν τελευταίοι Ακρίτες, αρνούνται πεισματικά να εγκαταλείψουν το σπιτικό τους. Εδώ είναι οι ρίζες τους, η ταυτότητά τους, οι μνήμες τους. Πώς να ξεριζώσουν την ίδια τους τη ζωή;
          Το έργο «ΑΡΚΟΥΔΟΡΑΧΗ» γράφτηκε από τον Ουαλό Εντ Τόμας το 2019 και ανέβηκε στο «Royal Court», τη χρονιά πριν την εμφάνιση του κορωνοϊού. Η γραφή του ιδιοσυγκρασιακή, αιχμηρή και ταυτόχρονα ποιητική, αγκαλιάζει το παράλογο, θυμίζοντας κείμενα των Μπάρκερ, Μπέκετ και Πίντερ. Διαπνέεται από την έννοια του «hiraeth», μιας θεμελιώδους έννοιας για την ουαλική κουλτούρα, που συνδυάζει τη νοσταλγία για την πατρίδα, τη θλίψη και το πένθος για τους ανθρώπους που έφυγαν ή χάθηκαν. Και είναι συγκινητική η τρυφερότητα που αναδύει, μολονότι όλη η δράση του εξελίσσεται σε έναν κόσμο αφιλόξενο και η προσπάθεια διατήρησης της μνήμης μέσω της αγάπης. Γιατί η μνήμη είναι η μόνη απόδειξη της ανθρώπινης ταυτότητας, της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο συγγραφέας αναφέρεται σε μία «παλιά γλώσσα» και τη φροντίδα της. Οι λέξεις είναι η μοναδική περιουσία αυτών των επιζώντων. Από αυτές γαντζώνονται λυσσαλέα, παρηγορούνται και θρέφουν την ψυχή τους. Αν χαθούν οι λέξεις, θα χαθούν οι μνήμες κι αν χαθούν οι μνήμες, τότε το παρελθόν σβήνει οριστικά και χάνεται… Και τότε, ποιοι είμαστε, στα αλήθεια, όταν παύει να υπάρχει αυτό που, κάποτε, όριζε την ταυτότητά μας;
          Ο Τζοχν Ντάνιελ και η Νόνι είναι το μοναδικό ζευγάρι στο όρος Αρκουδοράχη. Διατηρούσαν ένα ένδοξο χασάπικο – σφαγείο, αλλά τώρα μοιάζει με κουφάρι. Το χιόνι είναι πυκνό, η χιονοθύελλα δε λέει να κοπάσει, τα τρόφιμα λιγοστά, τα μαχητικά αεροπλάνα ενισχύουν τον διαρκή εφιάλτη, επικρατεί μόνο χάος και αποσύνθεση. Το τέλος πλησιάζει απειλητικά. Μαζί τους ζει και ο Ίβαν, ο νεαρός σφαγέας και εραστής του νεκρού γιου τους. Αρνούνται πεισματικά να φύγουν, να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, να σώσουν τη ζωή τους. Παραμένουν εκεί ακλόνητοι σαν το βουνό. Και όλο θυμούνται, θυμούνται, θυμούνται και γεμίζουν την άβυσσο με λέξεις για να παίρνουν κουράγιο και δύναμη, για να μην ξεχάσουν, για να κρατηθούν ζωντανοί. Μέχρι που καταφθάνει μυστηριωδώς ένας στρατιώτης και… 
          Στη Σκηνή Ωμέγα του Δημοτικού Θεάτρου, η Ιώ Βουλγαράκη και η ομάδα «Πυρ» μάς συστήνουν, για πρώτη φορά, στο θέατρο, το έργο του Εντ Τόμας. Ένα σύγχρονο πόνημα που αναδεικνύει ζητήματα όπως η μνήμη, η ταυτότητα, η ιλιγγιώδης αποσταθεροποίηση του κόσμου. Η σκηνοθετική προσέγγιση της Ιούς Βουλγαράκη πιάνει γερά το νήμα του έργου, στην εξαιρετική μετάφραση του Αργύρη Ξάφη, με αυξομειούμενους ρυθμούς υψηλής ακρίβειας και σε ύφος μελετημένης απροσδιοριστίας.
          Ποιοτικές ερμηνείες βάθους από τους τέσσερις ηθοποιούς, που επιδεικνύουν άριστη χημεία και γνώση της γλώσσας του σώματος.
          Ο «Τζοχν Ντάνιελ» του Αργύρη Ξάφη συμπυκνώνει ολόκληρο τον πυρήνα του έργου και είναι σπουδαίος. Ο ήρωάς του είναι η επιτομή της Αρκουδοράχης. Σαν ένας σύγχρονος Δον Κιχώτης, αντιστέκεται με λύσσα στον απάνθρωπο νέο κόσμο, επιμένει να περιφέρεται νυχθημερόν στα δαιδαλώδη μονοπάτια του μυαλού του, δίνει σάρκα και οστά στην «παλιά γλώσσα» και κατά συνέπεια στο «είναι» του.
          Βλέπουμε τη Δέσποινα Κούρτη, ως «Νόνι», σε ερμηνευτικό ρεσιτάλ εσωτερικών-εξωτερικών κραδασμών. Κι αν ο άντρας της είναι τα βράχια και το χώμα της Αρκουδοράχης, εκείνη είναι η προσωποποίηση της αγάπης και της φροντίδας, είναι φυσική και βαθιά ανθρώπινη.
          Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης διαπρέπει ως «Κάπταιν». Σκιαγραφεί επιδέξια την ευθραυστότητα και την προσωπική πάλη ενός ανθρώπου που έχει κουραστεί πολύ και ψάχνει από κάπου να πιαστεί, ώστε να φύγει «εν ηρεμία».
          Ο Δημήτρης Γεωργιάδης ενδύεται τον νεαρό σφαγέα «Ίβαν» με ψυχή και ευαισθησία.
          Μια κυριολεκτική συν-σκηνοθεσία αποτελεί και η έξοχα, «ομιλούσα», πρωτότυπη μουσική του Θοδωρή Αμπαζή μαζί με την υποδειγματική κίνηση – πυρετικό τρέμουλο της Κατερίνας Φώτη.
          Ψυχή της παράστασης, τα ενδεικτικά σκηνικά και κοστούμια της Anna Fedorova. Ακόμα, θυμάμαι εκείνη την ανεπαίσθητη μυρωδιά κρέατος, που αναδυόταν, ανά διαστήματα, από τους ξύλινους «αυθεντικούς» πάγκους του χασάπικου.
          Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, καίριοι και λειτουργικοί.
          Η ασχήμια του κόσμου μάς αφανίζει καθημερινά, αλλά η ζωή μάχεται να μην χαθεί στη λήθη. Η «ΑΡΚΟΥΔΟΡΑΧΗ» είναι ένα καταφύγιο με ποιότητες, ουσία και αληθινό αποτύπωμα.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.