«DOGVILLE» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«DOGVILLE» | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.1/5 κατάταξη (115 ψήφοι)

«DOGVILLE» ή αλλιώς μια ιστορία θλιβερή και σκληρή. Μια ιστορία ταπείνωσης, εξιλέωσης και εξευτελισμού. Μια ιστορία τιμωρίας.
          Τη γνωρίσαμε μέσω της κινηματογραφικής εκδοχής του Δανού σκηνοθέτη Lars von Trier, ο οποίος έφτιαξε ένα παραμύθι – παραβολή, με πολλαπλές αναγνώσεις, για το ανελέητο της ανθρώπινης φύσης και της εξουσίας. Για τις ανθρώπινες σχέσεις, στις οποίες συνυπάρχει ο σπόρος του καλού και του κακού. Για το θέμα της εκδίκησης. Για το τεράστιο ζήτημα της αλαζονείας που αποτυπώνεται στην τελευταία σκηνή της Γκρέις με τον πατέρα της. Μια συζήτηση που μοιάζει περισσότερο με διάλογο του θεού – τιμωρού των Εβραίων με τη χριστιανική ηθική της συγχώρεσης. Είναι και η ιστορία της Γκρέις που δεν έχει μέτρο στο καλό και το κακό, για αυτό και μεταβάλλεται από θύμα σε θύτη. Παρακολουθούμε και τις αντιδράσεις του νεαρού συγγραφέα Τομ, του εκπροσώπου του πνεύματος, να μετέχει ενεργά στα κοινά αλλά και να «βγάζει την ουρά του απ' έξω». Έχουμε και τον άνθρωπο της εξουσίας, τον πατέρα της Γκρέις και το πώς αντιλαμβάνεται εκείνος τον κόσμο. Δηλαδή το «DOGVILLE» μας δείχνει πώς γίνεται αντιληπτό το ίδιο πράγμα από διάφορες οπτικές γωνίες.
          Η υπόθεση είναι απλή. Η όμορφη Γκρέις φτάνει κυνηγημένη στο απομονωμένο Dogville, ζητώντας καταφύγιο. Τη στηρίζει ένας νεαρός συγγραφέας, ο Τόμας Έντισον, και η παραμονή της μπαίνει σε ψηφοφορία. Οι κάτοικοι αποφασίζουν να παραμείνει δύο εβδομάδες, με αντίτιμο να τους προσφέρει τη βοήθειά της. Κανείς «δεν χρειάζεται τίποτα», αλλά όλοι τη χρησιμοποιούν ως υπηρέτρια, κηπουρό, εργάτρια, νταντά. Μια αφίσα που την εμφανίζει ως καταζητούμενη, γίνεται η αφορμή για τη μεταστροφή των ήρεμων νοικοκυραίων. Την αλυσοδένουν σαν ανήμπορο ζώο, την κρατούν φυλακισμένη, οι άνδρες τη βιάζουν συστηματικά. Το μυστικό που κρύβει η Γκρέις είναι τελικά πιο σύνθετο απ’ ό,τι όλοι πιστεύουν. Έχει αποδράσει, όχι από καταστάσεις, αλλά από μια ζωή. Έφυγε για να αποδείξει στον εαυτό της ότι με τη στωικότητα μπορεί να συγχωρήσει την αδικία και την κακία. H δύναμη που τής προσφέρεται στο τέλος, σκοτώνει κάθε ελπίδα. Την ιστορία αφηγείται ο Τζον Χαρτ, με ήρεμους τόνους. Άλλωστε, τα περισσότερα παραμύθια δε διηγούνται, κατά βάθος, εφιαλτικές ιστορίες;
          Αναμφίβολα, θέλει τόλμη η θεατρική μεταφορά ενός τόσο ιδιαίτερου έργου. Προφανώς απέχει από την κινηματογραφική εκδοχή. Η παράσταση, της Λίλλυς Μελεμέ, σε μετάφραση του Αντώνη Γαλέου, είναι υποβλητική και φέρει άρωμα εποχής. Ένας ονειρικός μύθος με τη σκληρότητα του ρεαλισμού που αναδεικνύει την πολυσημία των συμβολισμών με εικαστικά ταμπλό βιβάν. Εύστοχη λύση η χρήση μικροφώνου για μερικές από τις πιο σκληρές αφηγηματικές σκηνές στο ενδεικτικό σκηνικό της Θάλειας Μέλισσα.
          Οι σκιώδεις φωτισμοί, της Μελίνας Μάσχα, εγκιβωτίζουν τη νοσηρή ατμόσφαιρα που επικρατεί.
          Η Βασιλική Σύρμα επιλέγει γκρίζα, ομοιόμορφα κοστούμια -ως απόρροια της ανιαρής καθημερινότητας των κατοίκων. Μόνο το πολυτελές, μαύρο φόρεμα της ηρωίδας λειτουργεί αντιστικτικά, τραβώντας την προσοχή.
          Η μουσική, του Σταύρου Γασπαράτου, ενεργοποιεί μια συνεχή υποδόρεια απειλή.
          Ο Στέλιος Μάινας στην ψυχρή κωμόπολη, είναι η αποστασιοποιημένη φωνή του αφηγητή που συνδέει τα γεγονότα, παρεμβαίνει, προηγείται και έπεται σκηνών, νιώθει και αισθάνεται. Ξεχωρίζει για το κύρος του λόγου και το μέτρο του. Κομβικής σημασίας είναι και η παρουσία του ως πατέρα της ηρωίδας, που πυροδοτεί τον αιματηρό αφανισμό της πόλης… «οφθαλμός αντί οφθαλμού».
          Τον βασικό ρόλο, που προϋποθέτει ερμηνεία μεγίστης δεξιοτεχνίας, τον βιώνει ικανοποιητικά η Έλλη Τρίγγου. Γλυκιά και αθώα σαν επίγειος άγγελος, είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Το αποτέλεσμα δεν ανταποκρίνεται πάντα στις προθέσεις της. Η μεταστροφή στο φινάλε, θεωρώ, πως ήταν η καλύτερη στιγμή της.
          Ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος υποδύεται πειστικά τον «νερόβραστο» διανοούμενο «Τόμας».
          Όσο για τους κατοίκους της πόλης (Βαγγέλης Αλεξανδρής, Ανδρέας Νάτσιος, Φωτεινή Παπαχριστοπούλου, Πάρης Λεόντιος και Νίνα Έππα), όλοι συντονίζονται σωστά. Θα ξεχωρίσω, όμως, τη Νικολέτα Βλαβιανού ως «Μαμά Τζίντζερ» και τον Θοδωρή Κατσαφάδο ως «Τζακ», που με την εμπειρία τους, καταφέρνουν να δώσουν υπόσταση στους ρόλους τους, αλλά και να μην ξεφεύγουν από την απαίτηση για ομαδικότητα.
          Το παραμύθι του Trier δεν έχει happy end και ο θεατής γυρεύει διέξοδο, πνιγμένος από εσωτερικές αναθυμιάσεις. Η Γκρέις φεύγει. Το Dogville μένει πίσω της. Ύστερα σιωπή.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.