«ΕΛΕΦΑΣ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΕΛΕΦΑΣ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (52 ψήφοι)

          Το έργο «Ελέφας», του Κώστα Μποσταντζόγλου, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια μαύρη κωμωδία ή μια σύγχρονη τραγωδία με ενδιαφέροντα θεματολογικά και γλωσσικά συστατικά. Αποτελεί ένα ιδιαίτερο δείγμα θεατρικής γραφής, το οποίο ανατέμνει τη βαρβαρότητα των ανθρώπινων σχέσεων της υπαίθρου με μια τολμηρή πρόταση διαχείρισης της ελληνικής γλώσσας. Το τοπικό ιδίωμα συνδυάζεται με την κακοποίηση της γλώσσας ως σύμπτωμα μιας νεοελληνικής παθογένειας. Το κείμενο, αν και φέρει δραματουργικές αδυναμίες ως προς την ανάπτυξη των χαρακτήρων, υπερτερεί, ωστόσο, ως προς το πολιτικοκοινωνικό του θέμα και ως προς το γλωσσικό μας ζήτημα.
          Ο συγγραφέας σαρκάζει τον κοινωνικό σκοταδισμό, την αμορφωσιά και ως προέκταση την καταρράκωση της γλώσσας, την κουτοπονηριά, την κακογουστιά, τα μικροαστικά μαϊμουδίσματα, τη ρατσιστική τύφλωση, τον φαλλοκρατισμό, την καταπίεση της γυναίκας .
          Στο ρεαλιστικό σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, η οποία υπογράφει και τα κοστούμια, η σκηνοθεσία του Λευτέρη Γιοβανίδη αποπειράθηκε να καθρεφτίσει τον ασφυκτικό, βλαβερό, θλιβερό μικρόκοσμο των δύο ζευγαριών, κάπου στην ελληνική επαρχία. Στο επίκεντρο της ιστορίας, ο ρατσιστής και φαλλοκράτης «Μήτσος» (Γιώργος Γιανννόπουλος), ο αφέντης του σπιτιού που δε δέχεται μύγα στο σπαθί του, που νομίζει ότι τα ξέρει όλα αλλά δε γνωρίζει τίποτα πέραν από άχρηστες και εξυπναδίστικες «γνώσεις», που κακοποιεί την-αγράμματη και κόρη κομμουνιστή- γυναίκα του συστηματικά, που διατηρεί εξωσυζυγικές σχέσεις και περιμένει παιδί. Στον αντίποδα, η σύζυγος «Γωγώ» (Μπέσσυ Μάλφα) υπομένει στωικά τα δεινά, αλλά δεν ξεχνά, γιατί έχει μνήμη ελέφαντα και δεν έχει πει ακόμα την τελευταία της κουβέντα. «Βούλα» και ο «Τάσος», το νεαρό ζευγάρι (Στεφανία Ζώρα και Βαγγέλης Δαούσης) είναι ο ορισμός της γενιάς των διακοσίων λέξεων. Η ανιψιά γλεντάει τη ζωή της όπως επιθυμεί, ενώ ο άντρας της γίνεται μαριονέτα στα χέρια του «Μήτσου» για λίγα φράγκα και απλώς εθελοτυφλεί.
          Το τέλος του έργου έχει χαρακτηριστικά σαιξπιρικού φινάλε, καθώς τα περισσότερα πρόσωπα πεθαίνουν δολοφονημένα επί σκηνής. Μου θύμισε πάρα πολύ το έργο «Ελευθερία στη Βρέμη», του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, όπου η τίμια και θεοσεβούμενη Γκέεσε έβαλε μπροστά το μακάβριο σχέδιο της απελευθέρωσης, σκοτώνοντας αργά και βασανιστικά τους δυνάστες της με δηλητήριο στον καφέ τους. Τώρα, λίγο φαρμάκι στις φακές είναι αρκετό για να απελευθερωθεί η Γωγώ από τα δεσμά της. Η κάθαρση της τιμωρίας του ενόχου παραμένει από τον συγγραφέα ζήτημα εκκρεμές, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να θεωρηθούν ως κάθαρση οι δολοφονίες που προηγούνται. Ωστόσο, βρήκα άστοχη την κίνηση -ατυχές σκηνοθετικό εύρημα- να δοθεί φαγητό σε μερικούς θεατές ως ένδειξη συνυπαιτιότητας και συγκάλυψης (!).
          Οι ήρωες ερμηνεύονται με νατουραλιστική ακρίβεια από τους τέσσερις ηθοποιούς. Εξαιρετική η Μπέσσυ Μάλφα.
          Η επιμέλεια κίνησης του Αλέξη Φουσέκη, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου και η μουσική του Δημήτρη Ροΐδη υπηρέτησαν το «παιχνίδι».
          «ΕΛΕΦΑΣ», ένα πολύ ενδιαφέρον νεοελληνικό κείμενο .


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.