«Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΩΝΗ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΩΝΗ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.9/5 κατάταξη (48 ψήφοι)

          Μια γυναίκα, ένας άντρας και μια σχέση που τελειώνει άδοξα. Δύο εραστές επισημοποιούν το τέλος της σχέσης τους, τηλεφωνικά. Εκείνη, «κρεμασμένη» σε ένα ακουστικό τα τελευταία πέντε χρόνια, απλά περιμένει και ονειρεύεται. Θα ήταν όλα πολύ διαφορετικά αν υπήρχε ένα άγγιγμα, ένα χάδι, ένα φιλί. Ο χρόνος ανελέητος και το έργο «Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΩΝΗ», του Ζαν Κοκτώ, ζωντανεύει μέσα από το άψυχο καλώδιο της τηλεφωνικής συσκευής.
          Αυτός, φεύγει. Αυτή, καταρρέει. Οι αναμνήσεις ξεχειλίζουν και το ψέμα, διαβρωτικό, κάνει την εμφάνισή του. Τhe game is over.
          Το 1930, ο Ζαν Κοκτώ γράφει το μονόπρακτο δράμα «Η ανθρώπινη φωνή». Είναι τρομερό το πως έχει κατανοήσει και εγκλωβίσει τον χρόνο. Συνάμα, είναι προφητικός ο τρόπος που διαχειρίζεται την απεγνωσμένη ανάγκη για ανθρώπινη σχέση. Όλη η δράση διαδραματίζεται μέσα από ένα ακουστικό. Μια γυναίκα παλεύει για τον άνδρα που αγαπά. Ένας διάλογος σε μορφή μονολόγου, αφού ο θεατής δεν ακούει τον αόρατο συνομιλητή στην άλλη άκρη της γραμμής. Το «πράσινο τηλέφωνο» είναι το μοναδικό μέσο επικοινωνίας και την ίδια στιγμή το τέλειο εργαλείο θανάτου. Φαίνεται ότι είναι το ιδανικό στήριγμα του συγγραφέα για να εξερευνήσει τον έρωτα, τη μοναξιά, την απώλεια, την προδοσία, το ψέμα, την αλήθεια, την οδύνη, τη λατρεία, το πάθος, την απόρριψη, το αδιέξοδο των σχέσεων… Όλα τα συναισθήματα και οι ματαιώσεις της ζωής συνυπάρχουν σε αυτό το διαβολεμένα διαχρονικό κείμενο.
          Για αυτόν τον λόγο, χρειάζεται μια πολύ καλή ηθοποιός για να στηρίξει την παραπλανητικά απλή, μα, πολύπλοκη δομή του. Καλείται να ζήσει τις τελευταίες στιγμές μιας σχέσης -και ίσως μιας ζωής. «Elle», αυτή, μέσα από ένα μεγάλο τηλεφώνημα, με διακοπές και παύσεις, ζει τον οδυνηρό επίλογο της πεντάχρονης ερωτικής σχέσης με τον αγαπημένο της, «son chéri». Περικυκλωμένη από την έννοια του θανάτου, βιώνει τον πόνο του έρωτα που μετατρέπεται από ευγενές σε καταστροφικό συναίσθημα. Η διαδρομή της, μέσα στον μονόλογο, είναι μια διαδρομή στην ίδια τη ζωή, με την ανάταση να δίνει τη σκυτάλη στην αυτοκαταστροφή και τον θάνατο, με το φως της ζωής να βυθίζεται στο σκοτάδι του θανάτου και του τέλους.
          Η Λουκία Μιχαλοπούλου αποδεικνύεται, λοιπόν, η ιδανική ερμηνεύτρια της ερωτευμένης και προδομένης γυναίκας. Κατάφερε να φέρει εις πέρας έναν απαιτητικό ρόλο που ηλεκτρίζει από το πρώτο λεπτό, χωρίς να γίνεται μελοδραματικός. Ο ρυθμός και ο τρόπος που αναδείκνυε τις ακαριαίες αστραπές οδύνης, η ισορροπία μεταξύ υπερηφάνειας και απόγνωσης ήταν υποδειγματική. Μια συγκλονιστική, απόλυτα σύγχρονη ερμηνεία που προκύπτει από μία κοφτερή σκηνοθετική κλιμάκωση.
           Ο Νικορέστης Χανιωτάκης, πατώντας στη ρέουσα μετάφραση του Αντώνη Γαλέου, έχτισε με σεβασμό, ειλικρίνεια και ουσία το οικοδόμημα. Κατηύθυνε την πρωταγωνίστρια σε δύσκολα μονοπάτια, δίχως εκζήτηση, προσποίηση, επιτήδευση. Κάθε λεπτό που περνούσε, ήταν για εκείνη, ένας διαρκής αγώνας αυτοαναίρεσης και επιβεβαίωσης.
          Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς, όταν ο σκηνικός χώρος, της Αρετής Μουστάκα, την αφήνει παντελώς «εκτεθειμένη»; Καμία ιδιωτικότητα, σε ένα δωμάτιο, γεμάτο καθρέφτες, που επικρατεί το απόλυτο χάος. Όλη της η ζωή στα πατώματα. Σκισμένα γράμματα και επιστολές, λόγια αγάπης και αφοσίωσης πέντε ετών, γίνονται στάχτη.
          Η μουσική του Γιάννη Μαθέ, ενίσχυε το στίγμα της συνθήκης με εσωτερική ένταση.
          Τα φώτα, της Χριστίνας Θανάσουλα, οριοθετούσαν πειστικά την «απώλεια».
          Διαχρονικές καταστάσεις, διαχρονικοί προβληματισμοί. Και το τηλέφωνο; Μόλις κλείσει, έρχεται το τέλος, ένας μικρός θάνατος. Και «Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΩΝΗ»;

 


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.