«ΜΠΙΛ ΚΑΙ ΛΟΥ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΜΠΙΛ ΚΑΙ ΛΟΥ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (40 ψήφοι)

          Μια ασυνήθιστη, ανιδιοτελής ιστορία φιλίας, βασισμένη σε πραγματικό γεγονός, μεταφέρεται από τη μεγάλη οθόνη στο θεατρικό σανίδι. Το 2009, ο Adam Elliot εμπνεύστηκε την ταινία κινουμένων σχεδίων «Mary and Max», για να υμνήσει το δώρο της φιλίας και τη δύναμη της διαφορετικότητας. Ο Δημήτρης Αγιοπετρίτης-Μπόγδανος διασκεύασε επιτυχημένα την παράσταση «Μπιλ και Λου», ένα παραμύθι για μεγάλους με χιούμορ, ενσυναίσθηση, γλύκα και τρυφερότητα.
          Το κείμενο ευφάνταστο με έξοχο ρυθμό, παιδική αθωότητα και καλοζυγιασμένες ερμηνείες, φωτίζει με μειλίχιο τρόπο, φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα όπως η μοναξιά, η παιδική παραμέληση, το bullying, η κοινωνική περιθωριοποίηση, ο αυτισμός, ο αλκοολισμός, η κατάθλιψη, η αυτοκτονία.
          Η ιστορία του Μπιλ και της Λου είναι φαινομενικά απλή και διαδραματίζεται σε μια εποχή όπου δεν υπάρχει διαδίκτυο, μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εύκολη πρόσβαση επικοινωνίας. Όμως, αυτοί οι δύο «ασύμβατοι» ήρωες κατορθώνουν να αναπτύξουν μια ουσιαστική σχέση ζωής, δι' αλληλογραφίας, παρά τη διαφορά ηλικίας και τα προσωπικά σκαμπανεβάσματα, και να πετύχουν τον μεγαλύτερο στόχο τους: έναν φίλο καρδιάς. Αμέτρητα γράμματα, αμέτρητες σοκολάτες, αμέτρητες απορίες, αμέτρητες κωμικοτραγικές αφηγήσεις, αμέτρητα δώρα πηγαινοέρχονται από τη μία άκρη της γης στην άλλη για μια εικοσαετία, σκιαγραφώντας τη λυτρωτική πορεία της ανθρώπινης επαφής.
          Η οκτάχρονη Λου Γουότερλου ζει στην Αυστραλία με την αλκοολική, κλεπτομανή μητέρα της, τον αδιάφορο πατέρα της, έναν κόκορα, πολύ ζαχαρούχο γάλα και τα αγαπημένα της στρουμφάκια. Νιώθει μόνη και διαφορετική από τα συνομήλικα παιδιά και βιώνει καθημερινά την απόρριψη από τον περίγυρο λόγω της άχαρης εμφάνισής της. Μία μέρα, επισκέπτεται το ταχυδρομείο και τυχαία πέφτει στα χέρια της ένας τηλεφωνικός κατάλογος με διευθύνσεις της Αμερικής. Τότε, αποφασίζει να στείλει γράμμα σε κάποιον άγνωστο για να της λύσει όλες τις απορίες της.
          Ο τυχαίος παραλήπτης είναι ο Μπιλ Σπίλμπεργκ, ένας 44χρονος Εβραίος, άθεος, υπέρβαρος (162,5 κιλά) με σύνδρομο Άσπενγκερ. Ζει απομονωμένος στη Νέα Υόρκη παρέα με το χρυσόψαρο και τα σαλιγκάρια του, υποφέρει από αϋπνίες και παθαίνει συχνά κρίσεις πανικού, λατρεύει τις σοκολάτες και τα στρουμφάκια, παίζει συστηματικά Λόττο μέχρι που το κερδίζει και επικοινωνεί μόνο με την ομάδα των ανώνυμων υπέρβαρων, τον ψυχολόγο του, τον φανταστικό του φίλο και τη μισότυφλη γειτόνισσά του.
          Στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου», ο σκηνοθέτης Δημήτρης Αγιοπετρίτης- Μπογδάνος στήνει, με την αρωγή της Νάλιας Ζήκου, ένα γλυκόπικρο παραμύθι για ενήλικες και όχι μόνο. Με ωραία ροή, φρεσκάδα, ενάργεια και καλοδουλεμένες ερμηνείες, όπου το σαρκαστικό χιούμορ και η συγκίνηση εναλλάσσονται σε ίσες δόσεις, χωρίς να εκβιάζουν το συναίσθημα του κοινού.
          Στο ευφάνταστο σκηνικό της Λυδίας Κοντογιώργη με τα σουρεαλιστικά κοστούμια της και τα ευεργετικά φώτα της Σοφίας Αλεξιάδου, παρακολουθούμε ταυτόχρονα τις ζωές των ηρώων στο δίπατο σπίτι. Την ιστορία αφηγείται ένας ραδιοφωνικός παραγωγός, ο οποίος ενσαρκώνει απολαυστικά και σχεδόν ακαριαία όλους τους δευτερεύοντες ρόλους.
          Η Λυδία Τζανουδάκη ζωγραφίζει έντεχνα τη λιλιπούτεια «Λου» με την παιδική αθωότητα και τις αφελείς ερωτήσεις της. Φρέσκια σκηνική παρουσία με μπρίο και εκφραστικότητα, βαδίζει διακριτά από την εφηβεία ως την ενηλικίωσή της.
          Στον αντίποδα, ο εύθραυστος «Μπιλ» του Στέλιου Ιακωβίδη αποτυπώνεται με ευαισθησία και μέτρο. Ο «διανοητικά καθυστερημένος κατά το δικαστήριο της Νέας Υόρκης» ήρωάς του, αναδεικνύει με πειστικό τρόπο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ιδιαίτερου αυτού ανθρώπου.
          Συνδετικός κρίκος των δύο φίλων, ο Βασίλης Μαυρογεωργίου, ο οποίος αφήνει το στίγμα του στην παράσταση. Υποκριτικά ευέλικτος και σπινθηροβόλος, είναι ο αφηγητής της ιστορίας, δίνοντας παράλληλα τον παλμό και τις απαραίτητες ανάσες με τις διαδοχικές γκροτέσκο μεταμορφώσεις του.
          Η αυλαία πέφτει σε μια ιστορία γλυκιά σαν ζαχαρούχο. Κι αυτό που μένει είναι μια σοκολατένια παρηγοριά, με την ελπίδα για ουσιαστική επαφή σε άγριες εποχές όπου ο άνθρωπος προσπαθεί να παραμείνει άνθρωπος.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.