«Ο ΟΡΚΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«Ο ΟΡΚΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 rating 1 vote

          Ένα κοριτσάκι σιώπησε, όταν έπρεπε να μιλήσει. Τα χρόνια πέρασαν και έφτασε η στιγμή να ανασύρει από τη μνήμη την προσωπική της πληγή, που ακόμα αιμορραγεί, και να λογοδοτήσει ενώπιον θεού και ανθρώπων.
          Σε ηλικία οκτώ ετών η μικρή «Ευρώπη» παρίσταται, άθελά της, στη σφαγή μιας κοινότητας αμάχων, από δικούς της ανθρώπους, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει. Λόγω της δικής της μαρτυρίας, σφαγιάστηκαν, βιάστηκαν και κατασπαράχτηκαν από σκυλιά, δεκαοκτώ μικρά παιδιά. Κάποιος, τη μοιραία εκείνη στιγμή, την απομακρύνει και την ευαισθητοποιεί. Από τότε, κουβαλάει τον σταυρό της ενοχής και για να εξιλεωθεί, σκοτώνει τα μελλοντικά της παιδιά σαν μια σύγχρονη Μήδεια. Μονάχα τρεις κόρες της επιβιώνουν, καθώς προτιμάει να τις εγκαταλείψει παρά να τους κόψει το νήμα της ζωής. Αποφασίζει, κατόπιν παρότρυνσης της εκπροσώπου του ΟΗΕ και απόγονου των θυμάτων της σφαγής, Άσσια, εβδομήντα πέντε χρόνια μετά, να σπάσει τον κύκλο του αίματος, μιλώντας ανοιχτά για τη θηριωδία στην κοιλάδα Ακσάϊ Τζαλί Χαντάν. Παρούσες είναι και οι τρεις επιζώσες κόρες της: η Ουεντίχα, η Ζοβέτ και η Μεγάρα, οι οποίες στιγματισμένες από την κατάρα της γηραιάς Ευρώπης, μένουν εμβρόντητες μπροστά στην αποκάλυψη της αλήθειας. Παράλληλα, συντελείται και μια υπόθεση γυναικοκτονίας, στην οποία ο Ζακαρί, ο μονάκριβος γιος της Ουεντίχα, είναι ο κύριος ύποπτος.
          Ο Γαλλολιβανέζος Ουαζντί Μουαουάντ γράφει μία σύγχρονη, πολύγλωσση τραγωδία, με καταβολές από το αρχαίο δράμα και τη μυθολογία, για να μιλήσει για τον αέναο κύκλο της βίας και του αίματος, για τα ανθρώπινα πάθη και λάθη, για τις επώδυνες μνήμες και το τραύμα που διατρέχει τις γενιές, για την ευθύνη, την ενοχή και την ενσυναίσθηση, για την μητρότητα και την αγάπη, για το πέπλο της σιωπής ανά τους αιώνες. «Ο όρκος της Ευρώπης» ξεδιπλώνει το νήμα μιας αιματοβαμμένης διαδρομής φρίκης, πόνου, αποκαλύψεων, αλλά και συμβιβασμού και κατανόησης. Μικρές προσωπικές ιστορίες υφαίνουν τον ιστό μιας οικουμενικής ιστορίας, μιας παγκόσμιας πληγής. Ένα παζλ συναισθηματικών θραυσμάτων, που καταργεί κάθε λογής πολιτικά, γεωγραφικά και χρονικά πλαίσια, αφού η εξιστόρηση των ιστοριών είναι σε τρεις γλώσσες, άχρονη και μη γραμμική. Μια γροθιά στην αποικιοκρατική ισχύ της Ευρώπης, που διαμόρφωσε το DNA ολόκληρης της ανθρωπότητας με πόνο και αίμα εν ονόματι του πολιτισμού.
          Αποδεικνύεται δύσκολο το εγχείρημα του σύγχρονου δράματος στον τόπο που γεννήθηκε η αρχαία τραγωδία. Αδιαμφισβήτητα, είναι επιτακτική ανάγκη η παρουσίαση νέων κειμένων με πολιτικο-ιδεολογικό υπόβαθρο σε εποχές ύπουλες, όπου ελλοχεύει η βία. Όσο εντυπωσιακή και φιλόδοξη φάνταζε η κεντρική ιδέα του έργου του Μουαουάντ, η σκηνική υλοποίηση από τον ίδιο τον συγγραφέα σκόνταψε σε υφάλους. Η παράσταση εκτροχιάστηκε σε ρυθμό και αποδυναμώθηκε με φλυαρίες, επαναλήψεις, διδακτισμούς, άσκοπες κινήσεις και φωνασκίες των ηθοποιών γύρω από την φρίκη του πολέμου, τη βία, το αίσθημα της ενοχής. Το κείμενο έμοιαζε ανολοκλήρωτο, σε σημεία, με αφηγηματικές ασάφειες, επιτηδευμένους μονολόγους και δραματουργικές ευκολίες, που αν και είχαν πρόθεση να εγείρουν το συναίσθημα περί ενοχής και ευθύνης, εντούτοις δεν κατάφεραν ούτε να εξελίξουν την ιστορία ούτε να συνδεθούν με την ενέργεια του θεάτρου. Γιατί, κακά τα ψέματα, δεν αρκούν μονάχα μερικές στιγμές δραματικής πυκνότητας στην ορχήστρα της Επιδαύρου. Η συγκεκριμένη παράσταση με τις κατάλληλες δραματουργικές και σκηνοθετικές ενέσεις, θα μπορούσε να σταθεί θεαματικά σε οποιοδήποτε θέατρο κλειστού τύπου.
          Το κρυμμένο, αρχικά, με νάιλον, σκηνικό, του Εμμάνουελ Κλολού, που παρέπεμπε πότε σε σχολική τάξη, πότε σε εστιατόριο και πότε σε δικαστήριο, μαζί με τα ακαλαίσθητα κοστούμια, της Ιζαμπέλ Φλοσί, έφεραν το αντίθετο από το επιθυμητό αποτέλεσμα, με αποκορύφωμα την ξύλινη παιδική κατασκευή του σκύλου που θύμιζε «κλασικά εικονογραφημένα». Η ενδιαφέρουσα μουσική, του Αλέξανδρου Δράκου Κτιστάκη, και οι αιχμηροί φωτισμοί, της Λορέν Σιγκάν, δεν έσωσαν το εύθραυστο οικοδόμημα.
          Τα πορτρέτα των ηρωίδων σκιαγραφήθηκαν, ως επί το πλείστον, με εξωστρέφεια και δυναμισμό από το καστ των ηθοποιών. Η Βαϊολέτ Σοβό, ως «Ζοβέτ», και η «Μεγάρα». της Δανάης Επιθυμιάδη. ήταν δύο εκρηκτικές «Μαινάδες» με διαλυμένο ψυχισμό. Η «Ουεντίχα», της Ζιλιέτ Μπινός, με την αγνή ψυχή, επέδειξε ευαισθησία και ρομαντισμό στον διττό της ρόλο, ως εγκαταλελειμμένη κόρη και μάνα εγκληματία. Ο Εμανουέλ Σβαρτς υπηρέτησε με συνέπεια τον κακοποιητή -χωρίς αιτία- «Ζάκαρι». Η «Άσσια», της Ντάρια Πισάρεβα, λειτούργησε καταλυτικά ως συνδετικός κρίκος των τεκτενόμενων. Η μικρούλα Αντέλ Ρετό-Λεφόρ, στον ρόλο της ανήλικης «Ευρώπης», επέδειξε επαγγελματισμό και ήταν η χαραμάδα φωτός στη δυσωδία. Προεξάρχουσα όλων, η πολύ καλή Λεόρα Ρίβλιν, ως ατάραχη «Γηραιά Ευρώπη», η γυναίκα-μήτρα που προσπαθεί να κρατηθεί και να κρατήσει ενωμένα τα νήματα του κόσμου, κλείνοντας οριστικά τον κύκλο της βίας που εκείνη προκάλεσε. Η ερμηνεία της διέθετε ψυχραιμία και καθαρότητα στα εκφραστικά της μέσα.
          Τι είδαμε λοιπόν από την παράσταση του Μουαουάντ; Μία ωραία ιδέα που παρέμεινε μετέωρη στην υλοποίηση. Δυστυχώς, οι πανύψηλες φανταχτερές Louboutin γόβες δεν αρκούν για να ξορκίσουν το κακό με μια νέα αρχή…

 


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.