«ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΣΤΑΜΝΑ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΣΤΑΜΝΑ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.9/5 κατάταξη (49 ψήφοι)

          Για ποιον λόγο το Εθνικό Θέατρο επέλεξε το έργο «ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΣΤΑΜΝΑ», του Γερμανού Χάινριχ φον Κλάιστ; Δε νομίζω ότι ευτύχησε η συγκεκριμένη σάτιρα. Τίποτα το ιδιαίτερο δεν είχε να προσφέρει, που να δικαιολογεί την εκταφή της. Και τα πράγματα ξεκίνησαν μουδιασμένα από την πρώτη κιόλας σκηνή, με αποτέλεσμα όσο περνούσε η ώρα, οι θεατές να παρακολουθούν μια κωμωδία και να μη γελούν.
          Τι να έφταιξε άραγε; Το γεγονός ότι η υπόθεση του έργου είναι έξω από το κλίμα της εποχής; Ή, ότι, η παράσταση υστέρησε σε ρυθμό και τόνο, ώστε να μην καταφέρει να μεταλαμπαδεύσει την ψυχική ευφορία στο κοινό; Γιατί, το δραματουργικό μοτίβο της συνθήκης, πέραν του κωμικού της χαρακτήρα, δίνει πολιτικοκοινωνικές διαστάσεις μέσω της εξαπάτησης, της παρεξήγησης και της διαστρέβλωσης των γεγονότων.
          Το «Σπασμένη Στάμνα» μοιάζει με φλαμανδικό πίνακα στον κόσμο της επαρχιακής Ολλανδίας με τους απλούς ανθρώπους της, τους δικαστές και τους επιθεωρητές δικαστηρίων. Ένα μπουφόνικο γεγονός πυροδοτεί την ιστορία, η οποία είναι πολύ απλή. Σ΄ ένα χωριό της Ολλανδίας, μια νύχτα του Γενάρη, μια στάμνα σπάει στην κάμαρα μιας λογοδοσμένης κόρης. Η επόμενη μέρα θα βρει κατήγορους και κατηγορούμενους στο δικαστήριο να αναζητούν τον δράστη και τη δικαίωση της στάμνας. Ο φαινομενικά ευυπόληπτος δικαστής Αδάμ φαίνεται ανίκανος να διαχειριστεί την υπόθεση. Ένας επιθεωρητής δικαιοσύνης που καταφθάνει τυχαία εκείνη τη μέρα, προσπαθεί να ξεδιαλύνει την κατάσταση με τη βοήθεια του γραμματικού, ο οποίος συνδέοντας τα κομμάτια του παζλ, σκάβει τον λάκκο του δικαστή- φίλου του. Κι ενώ αθώα και ένοχα μυστικά ξεπροβάλλουν, μια μάρτυρας κλειδί που κρατά στα χέρια της τη λύση του μυστηρίου, έρχεται να ρίξει φως στην υπόθεση.
          Η συν-σκηνοθεσία των Ακύλλα Καραζήση και Νίκου Χατζόπουλου δε χαρακτηρίστηκε για το κέφι και τη φαντασία της και δεν κάλυψε τις αδυναμίες ενός έργου, που ομολογουμένως ανήκει σε μουσειακό θέατρο. Προσπάθησαν, μεν, να τονώσουν τα χρώματα της εικόνας με τη συνδρομή του θιάσου, αλλά το αποτέλεσμα ήταν κατώτερο των προσδοκιών. Γιατί όταν δεν γελάς με κωμωδία, τότε σίγουρα κάτι πάει στραβά.
          Από τους ηθοποιούς, ωστόσο, διακρίθηκε ο Νίκος Χατζόπουλος στον ρόλο του γραφικού «Δικαστή Αδάμ» για την κουτοπονηριά και το μπρίο του και ο Θάνος Τοκάκης για τον «Ρούπρεχτ Τύμπελ» του, το αντίπαλο δέος. Ο «Επιθεωρητής Βάλτερ» του Ακύλλα Καραζήση ήταν περισσότερο έντονος από όσο χρειαζόταν. Η «Μάρθα Ρουλ» της Μάρθας Φριντζήλα ήταν ζωντανή και ευθύβολη, ενώ η Κίττυ Παϊταζόγλου ως «Εύα» υπήρξε υποτονική και θαμπή. Ο Παναγιώτης Παναγόπουλος υποδύθηκε την πληθωρική «Μπριγκίτα» με γκροτέσκ τρόπο.
          Οι υπόλοιποι: Γιώργος Γιαννακάκος («Φάιτ Τύμπελ»), Έλενα-Μαρία Ηλία («Υπηρέτρια Γκρέτε»), Αλεξάνδρα Όσπιτση («Κλητήρας Χάνφρηντ»), Χριστίνα-Μελίνα Πολυζώνη («Υπηρέτρια Λίζε») και Γιώργος Συμεωνίδης («Γραφέας Λιχτ») ακολούθησαν τη σκηνοθετική γραμμή, ως ώφειλαν.
          Φροντισμένα τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα και με γούστο το σκηνικό της Κλειούς Μπομπότη. Τους φωτισμούς επιμελήθηκε ο Αλέκος Αναστασίου και τη μουσική ανέλαβε ο Κώστας Βόμβολος. Ο Γιώργος Δεπάστας μετέφρασε το κείμενο.
          Μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση τελευταία, η συνέπεια του Εθνικού Θεάτρου σε επιλογές χωρίς καλλιτεχνικό αντίκρυσμα, χωρίς ενδιαφέρον... Μάλλον δε θέλει να γίνει ένας ζωντανός οργανισμός, αποβάλλοντας τον μουσειακό του χαρακτήρα. Με το κλείσιμο της αυλαίας, δυστυχώς δεν έμεινε τίποτα στην ψυχή μου. Και αν σκεφτεί κανείς, ότι όλα αυτά γίνονται με κρατική απλοχεριά…


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.