• BUZZ
  • Κριτική Onlytheater
  • «ΤΑ ΚΟΡΙΤΙΣΙΑ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΙΖΟΥΝ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ» | ΚΡΙΤΙΚΗ
«ΤΑ ΚΟΡΙΤΙΣΙΑ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΙΖΟΥΝ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΤΑ ΚΟΡΙΤΙΣΙΑ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΙΖΟΥΝ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (27 ψήφοι)

          Κρυφές ζωές, ψέματα, στρεβλώσεις, μοναξιά και αναζήτηση της αγάπης σε μια κοινωνία εχθρική και επικριτική, που θεωρεί ότι «ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΙΖΟΥΝ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ».
          Μία παράσταση που εξελίσσεται αργά και βασανιστικά με τη μέθοδο της σταγόνας και δίνει αρκετή τροφή για σκέψη με ένα δυνατό χτύπημα στο φινάλε της. Σε αυτό το σύγχρονο έργο, τρεις ιστορίες «συγκρούονται» σε ένα τροχαίο ατύχημα και η ζωή αναλαμβάνει να κάνει τους δικούς της απίστευτους συνδυασμούς. Στην αίθουσα αναμονής ενός νοσοκομείου, εκτυλίσσεται ένα απρόσμενο θρίλερ για τους πρωταγωνιστές. Ένας άντρας και δύο γυναίκες, άγνωστοι μεταξύ τους, ειδοποιούνται, ξαφνικά, ότι τρεις δικοί τους άνθρωποι είναι βαριά τραυματισμένοι στην εντατική, μεταξύ ζωής και θανάτου. Στον αέρα πλανώνται ασαφείς πληροφορίες, υποψίες, αναπάντητα ερωτήματα, μυστικά, μυστήριο, αγωνία, φόβος. Έρχονται αντιμέτωποι με έναν κυκεώνα αποκαλύψεων σε έναν απίστευτο πόλεμο νεύρων, μέχρι την αποκάλυψη της οδυνηρής αλήθειας για όλους.
          Ποια σχέση έχουν μεταξύ τους η «Άννα», ένα κορίτσι δώδεκα χρόνων, η «Λύδια», μία νεαρή γυναίκα 29 χρόνων και ο «Τζουζέπ», ένας άντρας 56 χρόνων; Γιατί βρίσκονταν στο ίδιο αυτοκίνητο και ποιος ήταν ο προορισμός τους; Και γιατί κανένας από τους τρεις δεν είχε μιλήσει στους δικούς του ανθρώπους, για την ύπαρξη των άλλων δύο;
          Έτσι, η Σάρα μαθαίνει, εκ των υστέρων, για την κρυφή σχέση του πατέρα της με ένα μικρό κορίτσι, ο Τόνι ενημερώνεται πως η φίλη του τον εγκατέλειπε την ώρα που συνέβη το μοιραίο και η Τζούλια αγνοούσε το γεγονός ότι η κόρη της ταξίδευε μίλια μακριά από την πόλη της, για να παίξει σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου.
          Η βραβευμένη Καταλανή θεατρική συγγραφέας, σκηνοθέτις και σεναριογράφος Marta Buchaca υπογράφει την αιχμηρή ιστορία, για την κρίση των συναισθηματικών και κυρίως των οικογενειακών σχέσεων, στη σύγχρονη εποχή. Ένα ηχηρό σχόλιο για τη σωματική και σεξουαλική κακοποίηση, την κοινωνική στοχοποίηση, την αποξένωση και την μοναξιά.
          Η σκηνοθετική οπτική ακολουθεί κατά γράμμα την πορεία του έργου.
          Η μετάφραση των Μαρίας Χατζηεμμανουήλ – Δημήτρη Ψαρρά παραμένει πιστή στον λόγο της συγγραφέως.
          Οι ηθοποιοί σκιαγραφούν με ενάργεια και συναισθηματικό μένος τη δυναμική των χαρακτήρων.
          Ο Θοδωρής Βουρνάς παίρνει το κείμενο από ένα συγκεκριμένο σημείο και το μεταφέρει, δεξιοτεχνικά, ένα βήμα παρακάτω.
          Τρεις ενεργοί ήρωες δρουν στο προσκήνιο και άλλοι τρεις, αφανείς, στο παρασκήνιο που, ωστόσο, ο θεατής τους αφουγκράζεται και νιώθει το αιωρούμενο θανατικό. Εύρυθμη, σταδιακά δομημένη και εντελώς κινηματογραφική η σκηνοθεσία του, εστιάζει καθαρά στο έμψυχο δυναμικό και στην ουσία του κειμένου, δίχως εντυπωσιασμούς και ευρήματα.
          Σύντομες, κλειστοφοβικές και δυσοίωνες σκηνές ξεδιπλώνονται στην ψυχρή, λιτή αίθουσα αναμονής ενός νοσοκομείου -δημιουργία της Ελεονώρας Καραβάνη.
          Ο φωτισμός, της Σεμίνας Παπαλεξανδροπούλου, δημιουργεί εξαιρετικά «κάδρα» ψυχολογικού ντελίριου.
          Οι τρεις πρωταγωνιστές υπηρετούν το σκηνοθετικό στίγμα με ενσυναίσθηση και πάθος. Υπάρχει χημεία, ομαδική σύμπνοια και φαίνεται ότι έχει γίνει ενδελεχής δουλειά σε όλα τα σημεία. Το σασπένς και οι έντονοι κραδασμοί αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της συνθήκης.
          Η Βάγια Ματαφτσή ενδύεται με ευθυβολία και εκφραστικότητα την «Τζούλια», τη μητέρα της δωδεκάχρονης Άννας. Προσφέρει μόνο τον επιούσιο στην κόρη της, γιατί από αγάπη και κατανόηση έχει στερέψει. Δεν έχει δημιουργήσει τις ιδανικές συνθήκες για να λειτουργήσει όμορφα η μονογονεϊκή οικογένειά της. Δεν αφουγκράζεται τις ανάγκες και τα πραγματικά "θέλω" του παιδιού της. Απόλυτη ως χαρακτήρας, υπερπροστατευτική, ευαίσθητη κατά βάθος, με παγιωμένες όμως θέσεις και στερεότυπα, λειτουργεί με έναν δικό της κώδικα αξιών. Αρνείται να παραδεχτεί και να αποδεχτεί το πρόβλημα μέχρι που…
          Η «Σάρα», της Νίνας Λαμπριανίδη, σμιλεύεται με συνέπεια και ευαισθησία, δίνοντας την εντύπωση μιας εσωστρεφούς κοπέλας, με τραύματα ακόμη νωπά από την απόρριψη και των δύο γονιών της. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν αφήνει περιθώρια στον περίγυρο να την πλησιάσει και βυθίζεται μόνο στην ανάγνωση των βιβλίων της. Στα μάτια της μικρής Άννας, βλέπει τα δικά της ανεπούλωτα παιδικά σημάδια και είναι εκείνη που επικοινωνεί πρώτη μαζί της, όταν συνέρχεται από το κώμα.
          Αινιγματικός, αμφίσημος, ψυχικά διαταραγμένος ο «Τόνι», του Αντώνη Γιαννακού, συμπληρώνει το τρίπτυχο με ευκαμψία και σθένος. Κατατρεγμένος από τις δικές του Ερινύες και φορτισμένος συναισθηματικά, βάλλεται από τις γυναικείες παρουσίες και τελικά συνθλίβεται.
          «ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΙΖΟΥΝ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ»: ένα σύγχρονο και αιχμηρό έργο για όλα εκείνα που νομίζουμε ότι είναι οικεία, αλλά, τελικά, τίποτα και κανείς δεν είναι όπως φαίνεται ή όπως θα θέλαμε να είναι. Ακαριαίο και συνάμα πολύ εντυπωσιακό το φινάλε της παράστασης, σταματά στο σημείο που ξεκινούν όλα από την αρχή, κάτω από νέες βάσεις και νέα δεδομένα.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.