«ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (30 ψήφοι)

          Το αινιγματικό έργο, «ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ», του Σάμουελ Μπέκετ, παρουσιάζεται στο «Σύγχρονο Θέατρο» με τον Δημήτρη Καταλειφό στον εμβληματικό ρόλο του «Χαμ», σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα.
          Θέατρο του παραλόγου, έργο δύσκολο, αινιγματικό στο οποίο ο Μπέκετ κλείνει ειρωνικά το μάτι στο τέλος του δυτικού ανθρώπου, με αιχμηρούς διαλόγους γκροτέσκ διάθεσης. Όμως, μέσα σ' αυτό το χάος της απελπισίας και της απόλυτης μοναξιάς, αντιμετωπίζει τον άνθρωπο με απέραντη συμπόνια και φανερώνει την απόλυτη ανάγκη του για επαφή.
          Στο «ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ» τίποτα ή σχεδόν τίποτα δε συμβαίνει και κανείς δεν κινείται ή κινείται ελάχιστα. Αν το «ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΓΚΟΝΤΟ» βασιζόταν στην αναμονή μιας άφιξης, εδώ επίκεντρο είναι η προσμονή μιας αποχώρησης. Έργο ακινησίας, με άξονα ένα απροσδιόριστο είδος θανατικού, που τελειώνει όπως αρχίζει…
          «Το τέλος βρίσκεται στην αρχή, και ωστόσο συνεχίζουμε…». Σε αυτήν τη φράση συμπυκνώνεται όλο το ζουμί του έργου. Αυτός είναι ο μηχανισμός που προχωράει το έργο. Οι ήρωες, ενώ επιζητούν το τέλος που θα τους λυτρώσει, ταυτόχρονα, παλεύουν για να μην έρθει αυτό το φινάλε.
          Ο παράλυτος και τυφλός αφέντης Χαμ, ο κουρδισμένος παραγιός Κλόβ, οι εγκλωβισμένοι μέσα στους κάδους σκουπιδιών «καταραμένοι» γονείς του, Ναγκ και Νελ, τα δύο άθλια παράθυρα του «καταφυγίου», ο ασάλευτος έξω κόσμος δημιουργούν την υποβλητική ατμόσφαιρα του παραλόγου, όπως την έχει αισθανθεί και μεταδώσει ο δημιουργός. Το παιχνίδι μοιάζει με καλοστημένη παρτίδα σκάκι, όπου οι ήρωες περιορίζονται σε συγκεκριμένες κινήσεις. Ο Χαμ δε βλέπει, δεν περπατάει αλλά ακούει και σκέφτεται. Ο Κλοβ βλέπει, ακούει, περπατάει, αλλά δε μπορεί να καθίσει. Οι γονείς βλέπουν, αλλά δεν περπατούν, ούτε ακούν καλά. Ο Χαμ στηρίζεται στη φροντίδα του Κλοβ, ο Κλοβ εξαρτάται από τη σφυρίχτρα του Χαμ, οι γονείς βασίζονται στην τροφή του Χαμ. Όλοι εντάσσονται στη διαδικασία μιας ρουτίνας από ατελέσφορες κινήσεις και επαναλαμβανόμενους διαλόγους που εξελίσσεται σε βασανιστική φάρσα. Βιώνουν την απόγνωση, μιλώντας ακατάπαυστα καθημερινά. Έτσι, νιώθουν ζωντανοί «ξεγελώντας» τον χρόνο μέχρι το αναπόφευκτο. Ο Χαμ κατασκευάζει μια ιστορία από το παρελθόν του Κλοβ. Ο Ναγκ αφηγείται ένα ανέκδοτο και λοιδορεί τη δημιουργία.
          Η ιλαροτραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης επιβεβαιώνεται με τα λόγια της Νελ: «τίποτα δεν είναι πιο διασκεδαστικό από τη δυστυχία. Είναι το πιο κωμικό πράγμα στον κόσμο». Οι ήρωες στο «ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ» δεν κατορθώνουν να αγγίξουν, καν, ένα τέλος. Το παιχνίδι της ζωής δεν έχει κανόνες και η παρτίδα δεν καταφέρνει, καν, να τελειώσει. Αυτό είναι το παράλογο που πλανιέται σε κάθε φράση και σε κάθε σιωπή του έργου.
          Μολονότι ο κατεστραμμένος κόσμος και η φθίνουσα πορεία της ζωής αποτελούν το ερεβώδες φόντο του έργου με φαύλους κύκλους ματαιότητας, δημιουργείται μια ζεστή φέτα ζωής μέσα από την ανάγκη σύνδεσης όλων των προσώπων με σαρκαστικό χιούμορ. Κι αυτό επικοινωνείται με τη σκηνοθεσία του Γιώργου Σκεύα και την αρωγή της Μαριλένας Κουτρουλάκη. Με όχημα την πολύ καλή μετάφραση της Θάλειας Μελή - Χωλλ κι ένα αξιόλογο έμψυχο υλικό, διεισδύει με σεβασμό στο ιδιαίτερο σύμπαν του συγγραφέα που μας κάνει να γελάμε με τα χάλια μας. Το μίνιμαλ σκηνικό που επιμελείται ο σκηνοθέτης υπογραμμίζει διακριτά μια παρακμιακή εικόνα. Στο ίδιο μοτίβο κινούνται και τα κοστούμια των ηθοποιών.
          Το ηχητικό περιβάλλον, της Σήμης Τσιλαλή, με τους χτύπους του ρολογιού συμβάλλει καθοριστικά στο εναγώνιο και τρομακτικό τέλος.
          Στον ρόλο του σαρκαστικού «Χαμ» ο Δημήτρης Καταλειφός με κύρος και ευθυβολία, ισορροπεί θαυμάσια μεταξύ ζωής και θανάτου. Είναι ο δεσποτικός αφέντης και κυρίαρχος του παιχνιδιού, που βιώνει το δικό του τέλος. Με μόνη συντροφιά τον υπηρέτη του, Κλοβ, και τους δύο γέροντες γονείς του, αντικρύζει με δέος την κενότητα του ανθρώπινου κόσμου. Δε μπορεί να την εμποδίσει, δεν είναι σε θέση να την παρακολουθήσει από κοντά, να αγωνιστεί ενάντιά της γιατί είναι ανάπηρος και τυφλός. Απαιτεί, διαρκώς, υπακοή και επικαλείται συνέχεια ανούσιες ανάγκες, προσπαθώντας απεγνωσμένα να περιορίσει τη μοναξιά του και να δώσει κάποιο νόημα στη ζωή του. Κάποτε είχε δύναμη, πλούτο, εξουσία, ηδονές και απολαύσεις. Τώρα, όντας τυφλός και καθηλωμένος στην πολυθρόνα, φέρεται χειριστικά σε όλους και δείχνει να απολαμβάνει τη δυστυχία τους. Ακόμη και ο παραγιός του, που τον βοηθά να βλέπει με τα δικά του μάτια, τον εγκαταλείπει. Μέσα στην ερημιά του, αντιμετωπίζει με φιλοσοφία το τέλος του παιχνιδιού, που φθάνει με γρήγορο ρυθμό, μαζί με το φοβερό στη σκέψη συμπέρασμα ότι τίποτα δεν είναι πιο πραγματικό από το τίποτα. Το πιο τραγικό είναι τη στιγμή που «ολομόναχος» πια, στρέφεται προς τον χαμένο στον κάδο πατέρα του, ζητώντας απεγνωσμένα και μάταια βοήθεια. Πικρή είναι η γεύση του τέλους, αλλά «συνεχίζουμε», όπως λέει ο ίδιος.
          Ο Άρης Μπαλής, ως «Κλοβ», είναι πειστικός με τη στρεβλή κίνηση και τη στερημένη προσωπικότητα, μία σπαρακτική περσόνα που ξέρει μόνο να εκτελεί εντολές μέσα από μία αδιάκοπη κίνηση ψυχαναγκασμού. Όλο λέει να φύγει και όλο παραμένει εκεί, δίπλα στον Χαμ. Κάποτε τον αγαπούσε, τώρα όμως τον μισεί. Έχει κουραστεί να τον υπηρετεί, αλλά εξακολουθεί να το κάνει. Μόλις τελειώνει τις δουλειές του, αποσύρεται στην κουζίνα και κοιτάζει τον τοίχο, περιμένοντας κι αυτός το τέλος ή προσπαθώντας να βρει τη δύναμη να τον εγκαταλείψει.
          Το δίδυμο Νελ και Κλοβ είναι αναπόσπαστα δεμένο μεταξύ του, όπου ο ένας συμπληρώνει το κενό του άλλου. Είναι εγκλωβισμένοι σε μια τυραννική αλληλεξάρτηση, την οποία επιθυμούν απεγνωσμένα να σπάσουν, όμως η μοναξιά είναι εκείνη που τους ενώνει. Έχουν την ανάγκη του άλλου και ταυτόχρονα μισούν την παρουσία του. Τρέμουν στην ιδέα ότι θα καταρρεύσουν μέσα στη σιωπή και την αβεβαιότητα.
          Ο «Ναγκ», του Γιώργου Ζιόβα, και η «Νελ», της Βαγγελιώς Ανδρεαδάκη, οι γέροι γονείς του Χαμ, βγάζουν τα κεφάλια τους μέσα από τους σκουπιδοτενεκέδες στους οποίους ζουν, για να παπαγαλίσουν δυο-τρεις φράσεις, μνήμες από το φτωχό παρελθόν τους. Το παρόν για αυτούς είναι βασανιστικό. Μένουν προσκολλημένοι σε όσες σωματικές λειτουργίες τούς έχουν απομείνει, αλλά κι αυτές φθείρονται με τον καιρό. Η συμφορά τους είναι τραγικά κωμική, όταν έρχεται να προστεθεί και το ερωτικό στοιχείο. Είναι καταδικασμένοι να παίζουν την «ίδια φάρσα κάθε μέρα» για να διατηρούν την ψευδαίσθηση ότι υπάρχουν. Συγκινητικές παρουσίες, πλαστουργούν με τρυφερότητα και γλύκα τους φυσικούς κατοίκους των σκουπιδοτενεκέδων, ως αλληγορία της κοινωνικής αποξένωσης.
          Το τέλος βρίσκεται μες στην αρχή, κι ωστόσο συνεχίζουμε… Βαθύ, πικρό, ανθρώπινο αίσθημα και αξιοπρέπεια γεμάτη απελπισία, σημαδεύουν τα κατάλοιπα των ρημαγμένων υπάρξεων, στην απόγνωση και την ερημιά .


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.