ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑΖΟΥΣΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑΖΟΥΣΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.3/5 κατάταξη (7 ψήφοι)

Την κωμωδία του Αριστοφάνη "Θεσμοφοριάζουσες", σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, παρακολούθησα στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Γράφτηκε και παρουσιάστηκε το 411 π.Χ., πιθανότατα στα μεγάλα Διονύσια, την εποχή της κατάλυσης της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ο γνωστός τραγικός ποιητής Ευριπίδης, είναι εξαιρετικά ανήσυχος για το μέλλον του και εξομολογείται τους φόβους του στο συγγενή του, το Μνησίλοχο. Φοβάται ότι οι γυναίκες που θα μαζευτούν να γιορτάσουν τη μεγάλη γιορτή τους, τα Θεσμοφόρια, θα επιχειρήσουν να τον καταστρέψουν, γιατί θεωρούν ότι τις δυσφημίζει στα έργα του. Ο μοναδικός τρόπος να τις αποτρέψει είναι να καταφέρει κάποιος δικός του άνθρωπος να παρεισφρήσει ανάμεσά τους ντυμένος γυναικεία και να τις επηρεάσει. Ο νεαρός ποιητής Αγάθωνας αρνείται να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του Ευριπίδη κι έτσι το ρόλο αυτό επωμίζεται ο ίδιος ο Μνησίλοχος, με ρούχα που δανείζεται από τον Αγάθωνα, αποσπώντας όμως την υπόσχεση ότι αν κάτι δεν πάει καλά, ο Ευριπίδης θα κάνει τα πάντα για να τον σώσει από την οργή των γυναικών. Πηγαίνει λοιπόν στο ιερό της θεσμοφόρου Δήμητρας, όπου ακούει τις γυναίκες να κατακεραυνώνουν τον Ευριπίδη, θέλοντας την κεφαλή του επί πίνακι. Παίρνει το λόγο και ενώ κι αυτός στην αρχή ακολουθεί μια κατηγορητική γραμμή κατά του ποιητή, στη συνέχεια τον υπερασπίζεται, τονίζοντας ότι ακόμα δεν έχει αποκαλύψει τις πιο σκοτεινές πτυχές της γυναικείας φύσης. Στη σκηνή εμφανίζεται και ο Κλεισθένης, ένας Αθηναίος με θηλυπρεπή εμφάνιση και γι' αυτό αποδεκτός από το χορό των γυναικών, για να αποκαλύψει ότι υπάρχει ένας άνδρας ανάμεσά τους με γυναικεία εμφάνιση. Υποψιάζονται το Μνησίλοχο και τελικά αποκαλύπτουν την πλαστοπροσωπία του. Απαγγέλλοντας στίχους από τραγωδίες του Ευριπίδη, ουσιαστικά τον καλεί σε βοήθεια και αυτός προσπαθεί μάταια ντυμένος Μενέλαος και Περσέας να τον σώσει. Ένας Σκύθης τοξότης τον φυλάει άγρυπνα. Στο τέλος ο Ευριπίδης μη έχοντας άλλη λύση, αναγκάζεται να υποσχεθεί στις γυναίκες ότι δε θα τις κακολογήσει ξανά, αν αυτές απελευθερώσουν το Μνησίλοχο, ξεγελώντας το φρουρό του. Η συμφωνία κλείνει και ο χορός πανηγυρίζει τη νίκη του. Η μετάφραση είναι του Παντελή Μπουκάλα, έχει ροή και σαφήνεια, μένει πιστή στο πνεύμα του Αριστοφάνη, χωρίς αχρείαστες κορώνες φτηνού εντυπωσιασμού, αλλά και χωρίς να αποφεύγει κάποιες κωμικές ευκολίες.

Τη σκηνοθετική καθοδήγηση της παράστασης είχε ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, δίνοντας έμφαση στον ομαδικό γυναικείο χαρακτήρα του έργου προσπαθώντας να εισχωρήσει στον τρόπο σκέψης και αντίδρασής τους και επενδύοντας τόσο στο συλλογικό κωμικό μομέντουμ, όσο και στο ατομικό ταλέντο των ηθοποιών. Το ανδρικό μέρος της παράστασης είναι απόλυτα διακριτό σε σχέση με το γυναικείο μέρος της, καθώς το πρώτο βασίζεται στις κωμικές ατάκες, την πρόζα και τη σκηνική χημεία των ανδρικών ρόλων, ενώ το δεύτερο σε μια πιο ομαδική δουλειά, κινητική και τραγουδιστική του χορού, με μονολόγους-εξάρσεις κάποιων γυναικών και της Κηρύκαινας.
Στο τέλος οι δύο εκδοχές συνδυάζονται για να δώσουν τη λύση. Οι ανδρικοί χαρακτήρες, αν και δεν πέφτουν στις εύκολες παγίδες των παραλληλισμών με τη σύγχρονη πραγματικότητα και τις επιθεωρησιακές κραυγές, έχουν σχεδιαστεί με μία ξεπερασμένη αισθητική βιντεοταινίας της δεκαετίας του 90, όσον αφορά φωνητικά και κινητικά gay στερεότυπα. Και αυτό λειτουργεί συχνά κατά της δυναμικής του ίδιου του λόγου, με τους ηθοποιούς να αναλώνονται συχνά σε ερμηνευτικές ευκολίες. Αντίθετα οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι πιο συμπαγείς, λειτουργούν σαν ολότητα, αφήνοντας περιθώρια στην ανάδειξη και την αξιοποίηση του ατομικού ταλέντου, καταφέρνοντας να μη γίνονται ιδιαίτερα αισθητές κάποιες κοιλιές στη ροή της ιστορίας και να σε παρασύρουν στο ρυθμό και το σύμπαν τους. Η τελική δε αίσθηση από τη συνολική σκηνοθετική προσέγγιση του έργου, είναι ότι είχε την πρόθεση και τις δυνατότητες να προσφέρει στο κοινό μια εξαιρετική παράσταση, αλλά ανάλωσε σημαντικό μέρος της οπτικής της σε πεπατημένες και μια ανισοβαρή εκμετάλλευση ανδρικών και γυναικείων χαρακτήρων.

Ο Μάκης Παπαδημητρίου ανέλαβε το ρόλο του Μνησίλοχου, συγγενή και υπερασπιστή του Ευριπίδη. Κατάφερε να συνδυάσει δημιουργικά, τόσο τα άγαρμπα αστεία μεταξύ μιας αντρικής παρέας, αλλά και το χαριτωμένο "παιχνίδισμα" λόγου και σώματος που απαιτούσε η γυναικεία του μεταμόρφωση. Υπήρξαν κάποιες στιγμές που φλέρταρε με την καρικατούρα και την υπερβολή, αλλά χωρίς τελικά να χαλάσει την πολύ καλή σκηνική του παρουσία, δείχνοντας ότι μελέτησε ουσιαστικά τον ήρωά του.
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος ερμήνευσε τον Ευριπίδη, τον τραγικό ποιητή που φοβάται για την τιμωρία που του επιφυλάσσουν οι γυναίκες. Η τραβηγμένη εκφορά των φωνηέντων, η άσκοπη κάποιες φορές νευρικότητα στο λόγο και την κίνησή του στη σκηνή και το υποτονικό κωμικό του δέσιμο με τους υπόλοιπους ήρωες (πλην της σκηνής που έπαιξε το Μενέλαο) μου άφησε μια μέτρια τελική εντύπωση.
Ο Γιώργος Παπαγεωργίου υποδύθηκε τον υπηρέτη του Αγάθωνα, τον Κλεισθένη και τον πρύτανη. Στο δεύτερο χαρακτήρα ένιωσα ότι έπαιξε ελεύθερα, ανεπιτήδευτα και απελευθέρωσε όλα του τα κωμικά φίλτρα, ενώ στους δύο άλλους ότι δεν απέφυγε ένα στυλιζάρισμα που περιόρισε τον αυθορμητισμό της ερμηνείας του.
Ο Γιώργος Χρυσοστόμου έπαιξε τον Αγάθωνα, αλλά και το Σκύθη τοξότη, φρουρό του Μνησίλοχου. Στην πρώτη περίπτωση είδα μια υπερβολή τόσο στο λόγο, όσο και στην κίνηση, που ενώ είχε στόχο μια αυτοειρωνεία του χαρακτήρα του, κατέληξε να φλερτάρει με την καρικατούρα. Της οποίας ο ορισμός ήταν η εμφάνισή του ως Σκύθη φρουρού, σε μια σκηνή γεμάτη από ενοχλητικά στερεότυπα (για τα οποία η ευθύνη είναι κυρίως σκηνοθετική) και έλλειψη έμπνευσης.
Η Ελένη Ουζουνίδου στο ρόλο της Κηρύκαινας είχε λόγο στιβαρό, εκφραστικό, με απόλυτα σωστούς τονισμούς, αλλά και αρχηγική σκηνική παρουσία και κίνηση, επιβεβαιώνοντας ότι είναι εξίσου ικανή και στην κωμωδία.
Η Νάντια Κοντογιώργη ως Γυναίκα Α', ήταν χαμηλών τόνων στο μονόλογό της, αλλά κέρδισε τις εντυπώσεις στα τραγουδιστικά στιγμιότυπά της.
Η Άνδρη Θεοδότου ήταν η Γυναίκα Β' και η παρουσία της είχε ένα σχεδόν δαιμονιώδες κέφι, αποδίδοντας με γνήσιο, στακάτο χιούμορ και έξυπνη σωματικότητα την ηρωίδα της.
Η Μαρία Κατσανδρή έπαιξε τη Γυναίκα Γ' και είχε επιβλητικό λόγο, μπρίο και εξαιρετική εκφραστικότητα στο πλάσιμο του χαρακτήρα της.
Στο χορό των γυναικών εκτός των παραπάνω, συμμετείχαν η Βαλέρια Δημητριάδου, η Ειρήνη Μακρή, η Κατερίνα Μαούτσου, η Ίριδα Μάρα, η Φραγκίσκη Μουστάκη, η Ελένη Μπούκλη, η Ηλέκτρα Σαρρή, η Νατάσα Σφενδυλάκη και η Αντιγόνη Φρυδά, οι οποίες δημιούργησαν ένα αρμονικό σύνολο τόσο φωνητικά, όσο και κινητικά, καταθέτοντας η καθεμία το προσωπικό της ταλέντο στην υπηρεσία μιας εξαιρετικά καλοκουρδισμένης ομάδας.
Στη σκηνή έπαιξαν ζωντανά μουσική ο Αναστάσης Σαρακατσάνος, η Σοφία Κακουλίδου και η Γιώτα Παναγή, συνοδεύοντας εξαιρετικά το χορό των γυναικών.

Τα σκηνικά της Μαγδαληνής Αυγερινού με τις σκηνές των γυναικών έδωσαν βάθος και προοπτική στο χώρο, αλλά έμειναν αχρησιμοποίητες γενικά σαν εύρημα στο υπόλοιπο της παράστασης, ενώ το παραβάν, όπου άλλαζε ρούχα ο Μνησίλοχος είχε έντονη κιτς αίσθηση. Τα κοστούμια του Άγγελου Μέντη είχαν μια εκκεντρικότητα που σε γενικές όμως γραμμές εξυπηρέτησε το κωμικό μομέντουμ της παράστασης, χρώματα ευχάριστα στο μάτι του θεατή και υπηρέτησαν γενικότερα τη χαρίεσσα ατμόσφαιρά της. Η ζωγραφική των κοστουμιών ήταν της Μαρίας Ηλία. Η μουσική του Νίκου Κυπουργού είχε ενεργή συμμετοχή στη ροή της ιστορίας και εκτελεσμένη ζωντανά, έδεσε υπέροχα με το λόγο. Η μουσική διδασκαλία ήταν του Αναστάση Σαρακατσάνου. Η χορογραφία είχε τη σφραγίδα της Σεσίλ Μικρούτσικου και μας έδωσε ένα εξαιρετικά συντονισμένο και αρμονικό σύνολο που αποτέλεσε ατού για την παράσταση. Τους φωτισμούς επιμελήθηκε ο Σάκης Μπιρμπίλης και είχαν κάποιες σκηνές ασάφειας, αλλά και άλλες που οι αποχρώσεις τους αποτέλεσαν ένα όμορφο αισθητικό συμπλήρωμα των επί σκηνής τεκταινομένων.

Συμπερασματικά, στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, παρακολούθησα μια παράσταση κωμωδίας του Αριστοφάνη, που ξέφυγε επιτυχημένα από τα επιθεωρησιακά και λαϊκής κατανάλωσης στεγανά της πολιτικής επικαιροποίησης του αρχαίου λόγου και πρόσθετων, πιασάρικων, αλλά άσχετων με το έργο μονολόγων. Δεν κατάφερε όμως να απαγκιστρωθεί από λεκτικά και κινητικά στερεότυπα χαρακτήρων που είναι πλέον ξεπερασμένης αισθητικής και δημιουργούν αφελείς καρικατούρες ηρώων, υπονομεύοντας έτσι την αυθεντικότητα των κωμικών τους στιγμών. Κάποιες κοιλιές στο ρυθμό επίσης δεν έλειψαν. Η ομάδα των γυναικών αποτέλεσε ένα σχεδόν υποδειγματικά χορογραφημένο σύνολο, που συνόδεψε αρμονικά τη μουσική και το λόγο. Μια παράσταση με αρκετές καλές στιγμές που ενώ είχε το δυναμικό να απογειωθεί, υπονόμευσε συχνά η ίδια τις προθέσεις της.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.