ΝΕΦΕΛΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΝΕΦΕΛΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.2/5 κατάταξη (5 ψήφοι)

Την κωμωδία του Αριστοφάνη "Νεφέλες" σκηνοθέτησε σε καλοκαιρινή περιοδεία ο Δημήτρης Καραντζάς.
Παίχτηκε για πρώτη φορά στα Μεγάλα Διονύσια το 423 π.Χ. και κέρδισε το τρίτο βραβείο. Ο συγγραφέας τη διόρθωσε σε σημαντικό βαθμό και η δεύτερη αυτή εκδοχή είναι αυτή που σώζεται ως σήμερα. Καυτηριάζει και σατιρίζει τη σημασία που έδιναν οι Αθηναίοι στα ιδιαίτερα μαθήματα που παρέδιδαν οι σοφιστές, προεξάρχοντος του Σωκράτη και την επιδραστικότητα που αυτή η διδασκαλία είχε στην οικογένεια, στα ήθη και τα έθιμα και το εκπαιδευτικό κατεστημένο της εποχής. Οι "Νεφέλες" είναι οι αβέβαιες και νεφελώδεις ιδέες της σοφιστείας, τις οποίες ο Αριστοφάνης προβιβάζει σε θεές. Ο Στρεψιάδης είναι ένας γέρος Αθηναίος χωριάτης, παντρεμένος με μια γυναίκα ανώτερης κοινωνικής τάξης, ο οποίος πνίγεται στα χρέη κι έχει έναν αθεράπευτα άσωτο γιο. Ψάχνοντας λύση στα προβλήματά του, αποφασίζει να στείλει τον γιο του στα φροντιστήρια του Σωκράτη και όταν αυτός αρνείται επιλέγει να πάει ο ίδιος, θέλοντας να αποκτήσει ρητορική δεινότητα που θεωρεί ότι θα τον σώσει από τους πιστωτές του κι ένα πιθανό δικαστήριο. Το τέλος δεν είναι το αναμενόμενο για μία κωμωδία, καθώς οι Νεφέλες είναι θεές που τιμωρούν την Ύβρι και την αλαζονεία κι έτσι αντί για τη δικαίωση του Στρεψιάδη, έρχεται ο αφανισμός του και η ηθική ατίμωση από τον γιο του.
Η μετάφραση έγινε από τον Γιάννη Αστερή και είχε ουσία, καθαρότητα και σαφήνεια, με τη δραματουργική επεξεργασία να την αναλαμβάνει η Θεοδώρα Καπράλου, η οποία όμως δεν κατάφερε να διατηρήσει την απαιτούμενη ισορροπία κωμικού και τραγικού στοιχείου κατά τη ροή της παράστασης (υπερτονίζοντας συνήθως ένα από τα δύο), ώστε να υποστηρίξει τον ρυθμό της.

Ο Δημήτρης Καραντζάς στη σκηνοθεσία του εγχειρήματος, τονίζει την κωμική πλευρά του, αλλά όχι με τη μορφή της στείρας σάτιρας, αλλά μιας μάλλον αυτοσαρκαστικής αντανάκλασης του εαυτού μας, χωρίς έτσι να αγνοεί και την τραγική πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο λόγος και η δύναμη που μπορεί να απορρέει από αυτόν, είναι η κινητήρια δύναμη της παράστασης, με τις πρώτες σκηνές όμως να έχουν μια νωχελική αμηχανία, μια μάλλον νωθρή εξέλιξη και μια επαναληπτικότητα, ακριβώς γιατί αυτή η δυναμική του λόγου μοιάζει ρητορική, χωρίς να αναδεικνύεται η ουσία της. Ο χορός δεν υποστηρίζει επαρκώς τη σκηνική παρουσία των Στρεψιάδη και Σωκράτη και ρίχνει τους τόνους. Η διττότητα του ανθρώπινου χαρακτήρα δεν είναι πάντα εμφανής και ενίοτε είναι καλυμμένη από ένα μανδύα αφέλειας, η οποία ως ένα σημείο μπορεί να ταίριαξε στον Στρεψιάδη, αλλά άφησε κενά όσον αφορούσε το Σωκράτη. Η παράβαση και ο τρόπος που στήθηκε και αποδόθηκε, αφυπνίζει πλήρως το θεατή, ανεβάζει το ρυθμό, του προσφέρει έξυπνο, σύγχρονο και επίκαιρο χιούμορ και δίνει χώρο για τις καλύτερες ίσως ερμηνευτικές στιγμές του έργου, με τη σκηνοθετική προσέγγιση να αποτελεί ένα εύστοχο σχόλιο. Το τελευταίο μέρος διατηρεί την αμφισημία του, αλλά τα νοήματά του παραμένουν συχνά μετέωρα και χωρίς συνοχή μεταξύ τους, αφήνοντας μια διάχυτη αίσθηση ανολοκλήρωτου. Εδώ ο χορός είχε διακυμάνσεις στην αποτελεσματικότητα της συμμετοχής του, με κάποιες ατομικές εξάρσεις να ζωντανεύουν το συλλογικό τελικό αποτέλεσμα.

Ο Γιώργος Γάλλος στον ρόλο του Στρεψιάδη αποδεικνύει ότι ο καλός ηθοποιός μπορεί να αναδειχθεί είτε ερμηνεύοντας έναν τραγικό ήρωα, είτε έναν κωμικό. Έχει στις σωστές δόσεις την αφέλεια του χωρικού, αλλά και την κουτοπονηριά του, αυτοσαρκάζεται και προξενεί μια σχεδόν αυθόρμητη συμπάθεια με τα παθήματά του. Δε διολισθαίνει στην καρικατούρα και κρατά το μέτρο και τις ισορροπίες, ακολουθώντας κατά γράμμα τις σκηνοθετικές οδηγίες, κάνοντάς με να αναρωτηθώ, με ποιον ρόλο δε θα μπορούσε άραγε να αναμετρηθεί.
Ο Νίκος Καραθάνος υποδύεται τον Σωκράτη, υπερτονίζοντας το φαρσικό στοιχείο του χαρακτήρα του και υποβαθμίζοντας σημαντικά τον φιλόσοφο, αλλά και τον άνθρωπο. Ο λόγος του έχει μια παραληρηματική μανιέρα που συχνά με κούρασε, με την εκφορά του να γίνεται μονότονη, επαναλαμβανόμενη και να με κάνει να χάνω την ουσία του. Ακόμα και οι εσωτερικές αντιφάσεις του χαρακτήρα του έμειναν ανεξερεύνητες.
Ο Χρήστος Λούλης ερμήνευσε (μεταξύ άλλων) τον ποιητή που σαρκάζει ακόμα και τα ίδια του τα έργα. Με λόγο καθαρό και σαφή, με την κωμική και κυνική του πλευρά να ξετυλίγεται απολαυστικά, με κίνηση προσεγμένα χαριτωμένη, αποτελεί το μεγάλο ατού της παράβασης και δείχνει απλόχερα το ευρύ φάσμα των ερμηνευτικών δυνατοτήτων.
Ο Αινείας Τσαμάτης είναι ο Φειδιππίδης, γιος του Στρεψιάδη και αφορμή πολλών από τα δεινά του πατέρα του. Ο λόγος του διαυγής και αδυσώπητος, αποτέλεσε μια μάλλον κυνική και σκληρή απάντηση στην όποια αφέλεια του πατέρα του, αποδίδοντας πειστικά ένα αρνητικό alter ego του.
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη έπαιξε τον Δίκαιο Λόγο και επιβεβαίωσε ότι η στόφα της καλής ηθοποιού είναι τέτοια, που να ξεχωρίζει ακόμα και σε έναν δεύτερο ρόλο (ή και ως μέλος του χορού). Έδειξε τόσο δοσμένη και αφοσιωμένη σε αυτό που έκανε, γεγονός που αποδεικνύει πόσο βαθιά μελετά κάθε φορά την ηρωίδα που υποδύεται.
Η Θεοδώρα Τζήμου ήταν ο Άδικος Λόγος και είχε το απαραίτητο πάθος που απαιτούσε ο χειρισμός του ρόλου της, με την κωμική της πτυχή όμως να μην είναι το ίδιο αποτελεσματική.
Ο Γιάννης Κλίνης ως Δανειστής και οι Πάνος Παπαδόπουλος και Παναγιώτης Εξαρχέας ως μαθητές του Σωκράτη είχαν ενεργή συμμετοχή στην κωμική πλευρά της παράστασης, αλλά δεν κράτησαν πάντα το μέτρο, αγγίζοντας ενίοτε την καρικατούρα.
Αποτέλεσαν δε και μέλη του χορού, μαζί με τον Χρήστο Λούλη, την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, τη Θεοδώρα Τζήμου και τον Νίκο Καραθάνο, αλλά και τις Αλεξάνδρα Αίδίνη, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Έμιλυ Κολιανδρή και Ελίνα Ρίζου, σε μια ομάδα που γενικά είχε ρυθμό, κέφι αλλά και κάποια ελλείμματα συνοχής και συνεργασίας.

Ο σκηνικός χώρος της Κλειούς Μπομπότη με μία ευμεγέθη, μεταλλική κατασκευή να δεσπόζει στο χώρο, με τα παράθυρά της να ανοιγοκλείνουν στη ροή της παράστασης, υπηρέτησε μεν μια εσωτερική τάση μεταμόρφωσης και αλλαγής που υπαγορεύουν οι Νεφέλες, αλλά δεν ένιωσα να είναι απόλυτα λειτουργικό ως προς τον συνολικότερο προσανατολισμό της σκηνοθετικής οπτικής.
Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη ξέφυγαν σημαντικά από τα ειωθότα, έχοντάς μια πολύχρωμη, ποπ και σύγχρονη προσέγγιση, που έστω κι αν ξένισαν ελαφρώς στην αρχή, είχαν συνέπεια και αισθητική, ταιριάζοντας με την εύθυμη πλευρά του έργου, χωρίς να προσβάλλουν καθόλου την τραγική του.
Την κίνηση επιμελήθηκε ο Τάσος Καραχάλιος και παρότι είχε ελλείμματα συντονισμού, σε γενικές γραμμές βρέθηκε σε αγαστή συνεργασία με τον λόγο.
Η μουσική του Ανρί Κεργκομάρ υποστήριξε κάποιες από τις επιμέρους κορυφώσεις του έργου, χωρίς όμως να αφήσει το στίγμα της.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου συνεργάστηκαν εξαιρετικά με το σκηνικό της παράστασης, αλλά έχασαν κάποιες από τις λεπτομέρειες της κίνησης του χορού και των ηθοποιών.

Συμπερασματικά, παρακολούθησα ένα από τα λιγότερο παιγμένα έργα του Αριστοφάνη, σε μια παράσταση που πρόβαλλε τον λόγο και προσπάθησε να κρατήσει τις ισορροπίες μεταξύ των κωμικών και των τραγικών στιγμών του. Η αμηχανία σε κάποιες σκηνές και η επαναληπτικότητα κάποιων άλλων, υποβάθμισαν την αιχμηρότητα του λόγου και τον γενικότερο ρυθμό. Η παράβαση στήθηκε αριστοτεχνικά, συνοδεύτηκε από έξυπνο και επίκαιρο χιούμορ και έδωσε ένα δείγμα του πόσο ψηλά μπορούσε να φτάσει η παράσταση. Οι ερμηνείες ανισοβαρείς, καθώς είδα κάποιες που κυμάνθηκαν σε πολύ καλό επίπεδο, ενώ άλλες δεν απέφυγαν τη μετριότητα. Μου άφησε μια συνολική γεύση ευχάριστης θεατρικής εμπειρίας που όμως δεν απέφυγε την αίσθηση του ανολοκλήρωτου.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.