• BUZZ
  • Κριτική Onlytheater
  • ΟΙ ΑΧΑΡΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΑΥΡΟ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΟΙ ΑΧΑΡΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΑΥΡΟ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

ΟΙ ΑΧΑΡΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΑΥΡΟ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ


2.0/5 rating 1 vote

Πιστός στο καλοκαιρινό ραντεβού του με την αριστοφανική κωμωδία ο Γιάννης Κακλέας, σκηνοθέτησε φέτος τους "Αχαρνής", τους οποίους είδα στην Επίδαυρο, στο δεύτερο διήμερο της εκεί παρουσίας τους. 

Ο Δικαιόπολις κουρασμένος από το συνεχιζόμενο πόλεμο Αθηναίων και Σπαρτιατών και βλέποντας ότι η Εκκλησία του Δήμου δεν έχει σκοπό να ζητήσει κατάπαυση των πυρών και των εχθροπραξιών, κλείνει μια προσωπική τριακονταετή ειρήνη με τους αντιπάλους του, για την οποία κατηγορείται από τους συμπατριώτες του ως προδότης. Καταφεύγει στον Ευριπίδη για να γλιτώσει από το μένος τους και να βρει τρόπο να τους πείσει για το δίκιο του και αυτός του "δανείζει" την τραγωδία του Τήλεφος και έτσι ντυμένος με κουρέλια, επιστρέφει στην Εκκλησία του Δήμου, εξηγεί την άποψή του περιπαίζοντας το στρατηγό Λάμαχο και τις φιλοπόλεμες τάσεις του και καταφέρνει τελικά να μεταστρέψει το κλίμα υπέρ της ειρήνης. Το εμπόριο αρχίζει να ανθεί ξανά και οι γιορτές στους Θεούς δίνουν ένα τόνο ευδαιμονισμού. Τελικά ο Δικαιόπολις εδραιώνει τη θέση του απέναντι σε έναν κατά κράτος νικημένο Λάμαχο σε μία τελική αντιπαράθεση μεταξύ τους. Η ειρήνη και ο πόλεμος, η διαφθορά της δημόσιας ζωής και η δημαγωγία των κρατούντων, καθώς και γενικότερα τα αγαθά και τα προβλήματα της δημοκρατίας, είναι τα θέματα που κατεξοχήν θίγονται στη συγκεκριμένη κωμωδία και αντιπαρατίθενται ιδεολογικά και ρεαλιστικά.

Ο Γιάννης Κακλέας ανέλαβε την απόδοση του κειμένου και τη σκηνοθεσία της παράστασης και τη βάσισε στο δίπτυχο λόγου και εικόνας, την εναλλαγή τους και το αρμονικό δέσιμό τους στη σκηνή. Διατήρησε ένα χιούμορ που κάλυψε ένα ευρύ φάσμα, από πηγαία και αυθόρμητα αστεία και σκηνές με ατάκα πάνω στην ατάκα, ως και φράσεις και λέξεις φορεμένες, κοινότοπες και φτηνές που εκβίαζαν το όποιο χαμόγελο του θεατή. Και είναι απορίας άξιον, αφού υπήρχαν οι δυνατότητες για επικράτηση του πρώτου είδους χιούμορ, γιατί χρειάστηκε να καταφύγει συχνά στο δεύτερο και σε ατάκες προκάτ και δήθεν. Ο λόγος σε γενικές γραμμές είχε ρυθμό και ροή και δεν κούρασε, ενώ καταπιάστηκε και με βαθύτερα νοήματα πάνω στα θέματα που αναφέρθηκαν παραπάνω. Κι εδώ δεν έλειψαν ένας τόνος διδακτισμού και μια τάση αχρείαστης εκλαΐκευσης, που κατέβασαν σε κάποιες περιπτώσεις την ταχύτητα της παράστασης, αλλά ευτυχώς οι στιγμές αυτές ήταν σύντομες και δεν ενόχλησαν επί μακρόν. Δεν μπορώ επίσης να μην παρατηρήσω την εμμονή του σκηνοθέτη, να πλάθει κάποιους δευτερεύοντες χαρακτήρες, με έντονα gay στοιχεία, τα οποία είναι τόσο ακραία και εκτός πραγματικότητας, που αγγίζουν την καρικατούρα. Αυτές οι σκηνές στάθηκαν οι πιο ανούσιες και βαρετές του όλου εγχειρήματος. Αντίθετα, οι σκηνές όπου συμμετέχει μεγάλο μέρος του θιάσου, είτε ως βουλευτές, είτε ως χορός των Αχαρνέων, είχαν βάθος, είχαν ρυθμό, είχαν ατμόσφαιρα, ήταν εξαιρετικά χορογραφημένες, έδωσαν μια κινηματογραφική πινελιά και στάθηκαν οι πιο αρμονικές οπτικοακουστικές θεατρικές εμπειρίες για το θεατή. 

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να φαντάζουν αχρείαστα τα ειδικά εφέ του πολέμου, ιδιαίτερα τα ηχητικά, τα οποία άγγιξαν τα όρια της ηχορύπανσης. Η σκηνή στην Εκκλησία του Δήμου, ήταν ίσως η πιο δουλεμένη και ευφάνταστη της παράστασης, είχε αρμονία, θεατρικότητα και ισορροπία, τόσο σαν αισθητική (κίνηση, κοστούμια, μάσκες κλπ.), όσο και σαν εκτέλεση και ερμηνεία από τους συντελεστές της. Σε μια γενικότερη θεώρηση, σκηνοθετικό όραμα και στόχος σαφέστατα υπήρξαν, αλλά συχνά υπηρετήθηκαν με έναν εύκολο και διεκπεραιωτικό τρόπο με σκηνοθετικές εμμονές, προτιμώντας το χονδροειδές χιούμορ από το έξυπνο, τον εντυπωσιασμό από την ουσία.

Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος στο ρόλο του Δικαιόπολη, δικαιολόγησε την επιλογή του σε αυτόν. Με σκηνική άνεση και κοιτώντας άφοβα και κατάματα το κοινό συνδύασε λόγο και κίνηση, αποφεύγοντας γενικά τις υπερβολές και είχε έξυπνες και "αθόρυβες" μεταβάσεις μεταξύ αστείου και σοβαρού. Η μανιέρα δεν τον εγκατέλειψε εντελώς, τον συνεπικούρησε, αλλά δε στάθηκε οδηγός για το ρόλο του. Κράτησε τις ισορροπίες και έδωσε μια γεμάτη ερμηνεία.

Ο Άρης Σερβετάλης ερμηνεύοντας το χαρακτήρα του Ευριπίδη, είχε χιούμορ, χάρη, μέτρο και ισορρόπησε σωστά το λόγο και την κίνησή του, αφήνοντας έντονο το αποτύπωμά του στο χαρακτήρα αυτό. 

Ο Φάνης Μουρατίδης, σα Λάμαχος έδειξε να είναι εκτός κλίματος. Άψυχος στην εκφορά του λόγου του, με λάθος τονισμούς, κακό σκηνικό στήσιμο, ακουγόταν σα να μην πίστευε και ο ίδιος αυτά που έλεγε. 

Ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, παίζοντας το Μεγαρίτη έμπορο, μετέφερε στην ερμηνεία του πολλά από τα τηλεοπτικά του τρικ, με αποτέλεσμα να είναι γενικά αστείος, αλλά συνάμα επίπεδος και εν τέλει κουραστικός. 

Ο Λεωνίδας Καλφαγιάννης ήταν ο Βοιωτός έμπορος και αν και τον υπηρέτησε χωρίς σημαντικά λάθη στην ερμηνεία του, δεν είχε κάποια έξαρση ή κάτι αξιοσημείωτο που θα έκανε το θεατή να τον θυμάται στο χαρακτήρα αυτό. 

Η Αγγελική Τρομπούκη έδωσε με την κίνησή της μια άλλη διάσταση στο ρόλο του Αμφίθεου, είχε αισθητική και με την ελαστικότητα του κορμιού της στάθηκε ιδανική στο ρόλο του χελιού.

Ο Βαγγέλης Χατζηνικολάου ήταν απολαυστικός μέσα στην υπερβολή του (ερμηνευτική και ενδυματολογική) σαν Πρόεδρος της Εκκλησίας του Δήμου και μετάγγισε στο ρόλο το ταλέντο του.

Σωκράτης Πατσίκας και Θάνος Μπίρκος μεταξύ άλλων, είχαν ένα αρκετά κωμικό δίδυμο σα γουρουνίτσες, αν και συχνά στα όρια της υπερβολής, ενώ ο Στέλιος Ιακωβίδης ήταν απλά απολαυστικός και γνήσια αστείος στο ρόλο του Οδόμαντα. 

Ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς,  ερμηνεύοντας το ρόλο του Θέωρου, στάθηκε θύμα της σκηνοθετικής έμπνευσης να πλάσει έναν αποκρουστικά gay χαρακτήρα, στα όρια του γελοίου. 

Ο Γιώργος Κοψιδάς στους ρόλους του πρέσβη στην Περσία και της νύφης, δεν έδειξε κάτι το ιδιαίτερο και είχε άχαρο σκηνικό στήσιμο, ενώ

ο Αλέξης Φουσέκης στο βουβό ρόλο του Τήλεφου, θύμισε πολύ πετυχημένα μαριονέτα, συνδυαζόμενος εξαιρετικά με τον Ευριπίδη - Σερβετάλη. 

Λάμπρος Κτεναβός, Αθανάσιος Ζερβόπουλος και Αχιλλέας Χαρίσκος σε πολλούς, μικρούς ρόλους, αποτέλεσαν χρήσιμους και απαραίτητους κρίκους στην αλυσίδα των ερμηνειών του έργου.   

Το εντυπωσιακό και βαρύ σκηνικό της παράστασης, ήταν έμπνευση του Μανόλη Παντελιδάκη και στάθηκε χρηστικό και λειτουργικό για τις ανάγκες της, χρησιμοποιούμενο σχεδόν στο σύνολό του τόσο καθ'ύψος, όσο και κατά πλάτος. 

Τα κοστούμια της Εύας Νάθενα αντιπροσωπευτικά του χαρακτήρα που έντυναν κάθε φορά, αλλά και με μια υποδόρια ειρωνική και παιγνιώδη διάθεση. 

Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, κυμάνθηκε από επικές κορώνες, μέχρι τη συνοδευτική, χαλαρή μουσική κάποιων σκηνών, καλύπτοντας ευρύ φάσμα ήχων. 

Η κινησιολογία της Αγγελικής Τρομπούκη, στάθηκε ένα μεγάλο εργαλείο στα χέρια του σκηνοθέτη, καθώς έδωσε αισθητική και ρυθμό στην παράσταση και ένα ιδιαίτερο χρώμα σε συγκεκριμένες σκηνές.

Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη ατύχησαν στη χρήση των ειδικών εφέ, όπου δεν πρόσθεσαν τίποτα στο έργο, αλλά ακολούθησαν πιστά τους ηθοποιούς στη σκηνή και τους φώτισαν επαρκώς. 

Συμπερασματικά, οι Αχαρνής στάθηκαν καλά στο Αρχαίο Θέατρο, είχαν χιούμορ, είχαν άποψη και αρμονία λόγου-κίνησης, αλλά είχαν και υπερβολές, σκηνοθετικές εμμονές και κάποιες μέτριες ερμηνείες που επηρέασαν τη συνολική εικόνα. Παρακολουθείται ευχάριστα, ο θεατής γελά σε αρκετές σκηνές, καταπιάνεται με θέματα που παραμένουν πολύ επίκαιρα στη χώρα μας τη σημερινή εποχή, αλλά δεν αποφεύγει ένα διδακτισμό και μια δηθενιά, σε κάποιες άλλες σκηνές που δεν επιτρέπουν στην παράσταση να απογειωθεί. Δεν αποχωρείς από το χώρο δυσαρεστημένος, αλλά ούτε και γεμάτος με όλα εκείνα που προσδοκούσες να δεις και να απολαύσεις θεατρικά.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.