ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΕΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ | ΚΡΙΤΙΚΗ

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΕΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.2/5 κατάταξη (5 ψήφοι)

Το έργο των Άρη Ασπρούλη και Ιόλης Ανδρεάδη "Στη μνήμη ενός μικρού παιδιού" σκηνοθέτησε στον προαύλιο χώρο του Ασύλου Ανιάτων η Ιόλη Ανδρεάδη. Βασίστηκε σε δεκαετή έρευνα του πρώτου εκ των συγγραφέων, που ξεκίνησε με αφορμή τη συλλογή διηγημάτων του Πλάτωνα Ροδοκανάκη "Το Βυσσινί Τριαντάφυλλο" που κυκλοφόρησε το 1912. Επεκτάθηκε όμως και στην υπόλοιπη εργογραφία του συγγραφέα, αλλά και στην οικογένεια Ροδοκανάκη γενικότερα και τα παλαιότερα μέλη της. Στοιχεία της έρευνας εντοπίστηκαν σε βιβλιοθήκες, αρχεία και παλαιοβιβλιοπωλεία.
Ο χώρος για την παράσταση επελέγη, γιατί αποτέλεσε την κατοικία του Δημήτριου Ροδοκανάκη, συγγραφέα και Ύπατο Μεγάλο Ταξιάρχη των Ελευθεροτεκτόνων της Ελλάδας, την οποία ενοικίασε το Άσυλο το 1901, για να την αγοράσει τελικά το 1905. Το κείμενο βασίζεται σε κάποια πραγματικά γεγονότα, αλλά αποτελεί μυθοπλασία που συνδέει διάφορα μέλη της οικογένειας Ροδοκανάκη, πρόσωπα από το "Βυσσινί Τριαντάφυλλο", την ερωτική ιστορία του Περικλή Γιαννόπουλου με τη Σοφία Λασκαρίδου, άτομα και γεγονότα της κοσμικής Αθήνας των αρχών του εικοστού αιώνα, με μια υπόθεση κατά συρροήν φόνων με κοινά σημεία. Έχει στοιχεία αστυνομικού θρίλερ, που συνδυάζονται με αφήγηση, ενώ ο τίτλος προέρχεται από μία μαρμάρινη επιγραφή με την ίδια φράση, που υπάρχει μεταξύ πρώτου και δεύτερου ορόφου του κτιρίου, μπροστά από το οποίο εκτυλίσσεται η παράσταση. Η δραματουργική επεξεργασία του κειμένου έγινε από τους συγγραφείς.

Η Ιόλη Ανδρεάδη στη σκηνοθεσία αυτής της site-specific προσπάθειας συνδυάζει τα στοιχεία αστυνομικής πλοκής, με την αφήγηση της εξέλιξης των ερωτικών περιπετειών υπαρκτών προσώπων της Αθήνας των αρχών του προηγούμενου αιώνα, χρησιμοποιώντας τον φυσικό προαύλιο χώρο του Ασύλου καθώς και την πρόσοψη (είσοδο και παράθυρα) και τα ορατά από την αυλή δωμάτια ενός από τα κτήριά του. Ο ίδιος ο χώρος, το ιστορικό του και το λεπτομερές ενημερωτικό ντοσιέ που διαβάζει ο θεατής πριν την έναρξη για να "συνδεθεί" με τα πρόσωπα και τα γεγονότα, βοηθάει στην αισθητική και τη συναισθηματική σύνδεσή του με την ιστορία. Τα εμπλεκόμενα πρόσωπα είναι πολλά και οι εναλλαγές τους αρκετές στη ροή του έργου, οπότε οι μικρές μεταλλικές ταμπέλες με τα ονόματα στα χέρια των πρωταγωνιστών ήταν απαραίτητες. Κάποια σύγχυση στους χαρακτήρες σίγουρα δεν αποφεύγεται, καθώς για αρκετούς είναι σχεδόν άγνωστοι, ενώ η χρήση των δωματίων του κτηρίου, η άνοδος και η κάθοδος των ηθοποιών στον και από τον πρώτο όροφο δημιουργούν μικρές κοιλιές στη εξέλιξη και επιβαρύνουν τη διάρκειά του. Η πρωτοτυπία όμως του κειμένου και ο λανθάνων λυρισμός που το διαπνέει, η ευρηματικότητα κάποιων σκηνών, η ευαισθησία της σκηνοθετικής οπτικής, οι έξυπνοι κοντινοί φωτισμοί (ειδικά οι "χειροποίητοι" που χειρίζεται η ίδια η σκηνοθέτιδα ή οι ηθοποιοί) στα πρόσωπα των ηρώων, αλλά και η επιλογή τριών ιδιαίτερων και πολύ ταλαντούχων ηθοποιών που εναλλάσσονται και αλληλεπιδρούν σε μια πλειάδα ρόλων, κάνουν δευτερεύουσες τις όποιες ατέλειες της παράστασης.

Η Ρούλα Πατεράκη κρατά τους ρόλους της Κόμισσας, αλλά και της μητέρας της Σοφίας Λασκαρίδου και καταθέτει την εμπειρία και την εξωτερική αυστηρότητα της μορφής της στην προσωπικότητα των ηρωίδων που ερμηνεύει. Με μία ιδιαίτερη άρθρωση, σωστές σιωπές, μελετημένη κίνηση, ισορροπία στον αφηγηματικό της τόνο και μεστή σκηνική παρουσία, κάνει δικούς της τους ρόλους και σε παρασύρει στο σύμπαν τους.
Η Δέσποινα Σαραφείδου ερμηνεύει τους γυναικείους χαρακτήρες (μεταξύ αυτών και τη Σοφία Λασκαρίδου, μεγάλη αγαπημένη του Περικλή Γιαννόπουλου) με πάθος, θηλυκότητα, ευαισθησία, αλλά και την απελπισία των ανεκπλήρωτων ερώτων μιας νεαρής κοπέλας. Με πολύ εκφραστικό πρόσωπο, σχεδόν κοριτσίστικη κίνηση (συχνά σαν αερικό) και σωστή χρήση των εκφραστικών της μέσων, καταφέρνει να αποτυπώσει εύστοχα γυναίκες διαφορετικών εποχών και κοινωνικών στρωμάτων.
Ο Κώστας Νικούλι παίζει τα μέλη της οικογένειας Ροδοκανάκη, αλλά και τον άντρα που προσπαθεί να ενώσει τα κομμάτια του παζλ, εντοπίζοντας τα κοινά στοιχεία και να διαλευκάνει το μυστήριο των συνεχόμενων φόνων. Με λόγο καθαρό και φωνή στιβαρή, συνεχή κίνηση και αμεσότητα στην ερμηνεία του, συνδυάζει τόσο την ορμητικότητα και τη φλόγα του νεαρού εραστή, αλλά και τη βαριεστημένη επιμονή του ντετέκτιβ. Το ταλέντο και των τριών, τους έκανε μια καλοδουλεμένη ομάδα που είχε πολλή ενέργεια και πολύ καλή χημεία.

Το σκηνικό της Πηνελόπης Ασλάνογλου ήταν λιτό (ένα γραφείο- έπιπλο εποχής και λίγα διάσπαρτα σκηνικά αντικείμενα) και απόλυτα ενταγμένο στην αισθητική του περιβάλλοντος χώρου. Τα κοστούμια της ίδιας έντυσαν αντιπροσωπευτικά τους ήρωες, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της προσωπικότητάς τους.
Ο Αλέξανδρος Γκόνης στην επιμέλεια των μουσικών επιλογών που συνόδεψαν τη ροή του έργου, είχε ενδιαφέρον και ποικιλία.
Την κίνηση και τους φωτισμούς συντόνισε η σκηνοθέτιδα και υπηρέτησαν εξαιρετικά το σκηνοθετικό της βλέμμα.
Τα πανό και τις ιδιαίτερες φιγούρες που χρησιμοποιήθηκαν στην παράσταση σαν ένα ιδιότυπο θέατρο σκιών, σχεδίασε και κατασκεύασε αριστοτεχνικά ο Γιάγκος Ανδρεάδης.

Συμπερασματικά, στον προαύλιο χώρο του Ασύλου Ανιάτων, παρακολούθησα μια παράσταση που βασίστηκε σε ένα πρωτότυπο κείμενο, που προέκυψε από ενδελεχή και μακροχρόνια έρευνα ιστορικών αρχείων και κειμένων και συνέδεσε το χώρο με πραγματικά και φανταστικά γεγονότα και πρόσωπα, παρόντος και παρελθόντος. Είχε στοιχεία αστυνομικού θρίλερ, αλλά και παράλληλες ερωτικές ιστορίες με γνωστές και άγνωστες πτυχές. Η σκηνοθετική οπτική είχε αισθητική, μια δημιουργικά ερευνητική διάθεση, αλλά και μια εσωτερική ευαισθησία στο χειρισμό των "ηρώων" της. Κάποιες εγγενείς δυσκολίες του χώρου και της συνεχούς εναλλαγής των χαρακτήρων δημιούργησαν μικρές δυσκολίες και κοιλιές στη ροή της, αλλά το όλο εγχείρημα είχε πολύ ενδιαφέρον, αποτέλεσε μια τολμηρή θεατρική πρόταση, με τους τρεις ηθοποιούς να ανταποκρίνονται εξαιρετικά στα σκηνοθετικά θέλω.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.