TRES - ΚΡΙΤΙΚΗ

TRES - ΚΡΙΤΙΚΗ


0.0/5 κατάταξη (0 ψήφοι)

Το έργο του Ισπανού Χουάν Κάρλος Ρούμπιο με τίτλο Tres σκηνοθετεί ο Γιάννης Λασπιάς στο Θέατρο Olvio. Πρόκειται για την ιστορία τριών γυναικών, οι οποίες υπήρξαν συμμαθήτριες και φτάνοντας στην κρίσιμη ηλικιακή καμπή των 40, επανακάμπτουν στην παλιά τους σχέση και αποφασίζουν να βρουν τον τέλειο άντρα, ο οποίος θα τους χαρίσει το σπέρμα του, ώστε να κάνουν τα παιδιά που τόσο επιθυμούν (τουλάχιστον οι δύο από αυτές). Καταλήγουν σε ένα παλιό τους συμμαθητή και όταν του ανακοινώνουν τα σχέδιά τους, αρχίζει ένα γαϊτανάκι παρεξηγήσεων και ανατροπών. Είναι μια ρομαντική κομεντί, στην οποία μπορεί να μην υπάρχει βαθιά προβληματική, αλλά είναι γραμμένη με ένα λεπτό χιούμορ και βασίζεται στη χημεία των ηθοποιών στη σκηνή. Ίσως αγγίζει περισσότερο το γυναικείο κοινό, αλλά λόγω του χιούμορ του βλέπεται ευχάριστα και από το αντρικό. Η μετάφραση έγινε από το Δημήτρη Ψαρρά και η προσαρμογή του κειμένου από το σκηνοθέτη.

Ο Γιάννης Λασπιάς σκηνοθετεί την παράσταση δίνοντας έμφαση στη χιουμοριστική πλευρά της ιστορίας σε συνδυασμό με τη ρομαντική της. Οι δύο πτυχές αναπτύσσονται σχεδόν ισομερώς και οι γυναικείοι χαρακτήρες έχουν αρκετό χρόνο στη σκηνή, μέσα από τους διαλόγους για να εξελιχθούν. Η καθεμία είναι διαφορετική και με τις ιδιαιτερότητές της, οπότε μέσα από αυτή τη διαφορετικότητά τους ταυτίζονται στα κοινά τους και γεφυρώνουν τις διαφορές τους, κλιμακώνοντας τη σχέση τους. Η προβληματική της παράστασης γυρίζει γύρω από τη μοναξιά που νιώθουν και τις αξίες της οικογένειας, συζητώντας να βρουν τρόπο να περάσουν από τη μία κατάσταση στην άλλη, τονίζοντας τη.μητρότητα, αλλά υποβαθμίζοντας τη συντροφικότητα. Το κείμενο δεν εμβαθύνει πολύ σε αυτά τα θέματα, αλλά η σκηνοθεσία φροντίζει προσθέτοντας ευφρόσυνες νότες στις σκέψεις των γυναικών να περάσει τα μηνύματα που θέλει. Ο ρυθμός δεν κάνει κοιλιά και διατηρεί το μομέντουμ του, με τη διάρκεια του έργου να είναι όση ακριβώς χρειάζεται ώστε να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή ζωντανό, χωρίς να βαρεθεί. Η απόσταση πλατείας και κοινού μειώνει λίγο την αμεσότητα του λόγου, αλλά η επαφή μεταξύ τους δε χάνεται εξαιτίας των καλών ερμηνειών των γυναικείων χαρακτήρων, με την καθεμία τους να επιχειρεί μια διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση, μη χάνοντας όμως την ταυτότητά τους σαν ομάδα..

Η Δάφνη Μανούσου ερμηνεύει την Άντζελα, η οποία δείχνει να είναι η πιο συνεσταλμένη παρουσία από τις τρεις. Με καθαρή άρθρωση, σίγουρα πατήματα στη σκηνή και μια σιγουριά και δυναμική στην εκφορά του λόγου της είναι συνεπής στα χαρακτηριστικά και τις απαιτήσεις της ηρωίδας που παίζει. Αποφεύγει τις υπερβολές και τονίζει εύστοχα τα δυνατά της σημεία, πλάθοντας ένα σταθερά συμπαθή χαρακτήρα στη σκηνή.
Η Γεωργία Σιακαβάρα στο ρόλο της Ροθίο, της επιτυχημένης πρωταγωνίστριας διαφημίσεων, βάζει στην ερμηνεία της θηλυκότητα, μια ελεγχόμενη επιτήδευση και ένα ελαφρύ ναρκισσισμό, χαρακτηριστικά που θα είχε μια αναγνωρίσιμη γυναίκα στην ηλικία της. Χωρίς να κρύβει τις φοβίες και τις ανασφάλειές της, τις κρατά μόνο για τις προσωπικές της στιγμές με τις φίλες της. Γενικά είναι αρκούντως πειστική (πλην ελαχίστων περιπτώσεων) και καταφέρνει να πλάσει το δικό της, ιδιαίτερο τύπο γυναίκας.
Η Ιωάννα Σταυροπούλου υποδύεται τη Νούρια, η οποία από το χοντρό κορίτσι του σχολείου που αποτελούσε αντικείμενο κοροϊδίας από τις συμμαθήτριές της, έχει μεταμορφωθεί σε μία όμορφη, ανεξάρτητη και δυναμική γυναίκα. Υπερτονίζει λίγο στη διάρκεια της παράστασης αυτή της τη μεταμόρφωση, υιοθετώντας έναν αχρείαστο ακισμό, αλλά γενικά και αυτή διατηρεί σταθερή και ενδιαφέρουσα τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα της. Υπάρχει καλή χημεία μεταξύ των κοριτσιών, που λειτουργεί θετικά στην οικονομία του έργου, ώστε να μην ατονεί το ενδιαφέρον του.
Ο Λευτέρης Δημηρόπουλος, που αποτελεί το μήλον της έριδος των γυναικών, μπαίνει δυναμικά και επιθετικά στη σκηνή, αλλά προς το τέλος έδειξε να χάνει στροφές στην ερμηνεία του.
Τα σκηνικά της Αιμιλίας Κακουριώτη είναι χαριτωμένα και λειτουργικά, αφήνοντας άπλετο χώρο στους ηθοποιούς να κινούνται πάνω στη σκηνή με άνεση.
Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα ντύνουν αντιπροσωπευτικά τους τρεις γυναικείους χαρακτήρες, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της καθεμιάς.
Η Κατερίνα Μαραγκουδάκη στους φωτισμούς προτίμησε τα γενικά πλάνα, χωρίς να εστιάζει καθόλου στις ηθοποιούς, ενώ ίσως θα χρειαζόταν αυτό σε κάποιες σκηνές.
Η μουσική επιμέλεια της παράστασης ανήκει στο Γιάννη Λασπιά, ενώ η κίνηση της Όλγας Σπυράκη συνόδεψε αρμονικά το λόγο των κοριτσιών.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Olvio είδα μια παράσταση, στην οποία τις αδυναμίες του κειμένου κάλυψε σε ικανοποιητικό βαθμό η σκηνοθεσία και οι γυναικείες ερμηνείες. Ο ρυθμός διατηρήθηκε υψηλός, το χιούμορ εναλλασσόταν με το ρομαντισμό και την ευαισθησία και γενικά η τελική αίσθηση του θεατή είναι με θετικό πρόσημο, έχοντας περάσει μια λίαν συμπαθή θεατρική βραδιά.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.