«ΒΑΤΡΑΧΙΑ» | ΚΡΙΤΙΚΗ

«ΒΑΤΡΑΧΙΑ» | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.9/5 κατάταξη (66 ψήφοι)

          Η πόλη κινδυνεύει, ο άνθρωπος πρέπει να σωθεί από τα δεινά, η ψυχή να θεραπευτεί από τα σκοτάδια.
          Ένας θεός και ένας θνητός ξεκινούν την κατάβαση στον Άδη, σε μια στρεβλή κωμωδία. Μια βουτιά εντός. Μια κατακόρυφη βουτιά στα άδυτα της καρδιάς, ώστε να βρεθεί ο σπόρος της αναγέννησης, που θα γίνει πηγή έμπνευσης σε έναν κόσμο άνυδρο.
          Ο Αριστοφάνης βάζει κωμικές νάρκες σε ένα έργο τραγικό. Το μεγάλο διακύβευμά του δεν είναι τόσο η κατάβαση στον Άδη, όσο η ανάσταση του Ποιητή. Το έργο «Βάτραχοι» είναι μια ύστατη κραυγή στη δυστοπία. Ουρλιάζει και αποδομεί την κωμωδία, αφού εμφανίζει τον θεό Διόνυσο πάνω σε κοθόρνους, οι οποίοι είναι κατεξοχήν σύμβολο τραγωδίας. Παρουσιάζει το κωμικοτραγικό ταξίδι του θεού προς τον Κάτω Κόσμο παρέα με τον δούλο του, σαν ένα άλλο «μπεκετικό δίδυμο» που αναζητά τον σωτήρα ή σαν το ντουέτο του Θερβάντες. Ο Διόνυσος είναι ο σαλός θεός, που κρύβει την αγιότητά του στην αποτυχημένη του φύση, αλλά είναι εκείνος που θα επιτελέσει το θαύμα, μυώντας σε αυτόν τον στόχο και τον Ξανθία, τον υποτακτικό του, ο οποίος, αν και φοβισμένος, μπαίνει τελικά σε αυτή τη διαδικασία με διάθεση αυτοθυσίας. Αν και η βουτιά προς τα «κάτω» είναι βαθιά, οι ήρωες κρατούν γερά το νήμα της κωμικότητας, καθ΄ όλη την πορεία. Διατηρούν μια αμφίδρομη σχέση, μια σχέση αγάπης και μίσους. Τσακώνονται διαρκώς, αλλά δε μπορεί ο ένας μακριά από τον άλλον. Στη διαδρομή τους, όπου έρχονται αντιμέτωποι με αλλόκοτα πλάσματα και καταστάσεις, οι δυο τους θα ανταλλάξουν, πολλές φορές, τα ρούχα τους, τις ιδιότητές τους, τις ταυτότητές τους, κάτι που τους δίνει ψυχικό σθένος για να συνεχίσουν παρακάτω. Γιατί, πάντα στις δύσκολες στιγμές, ο άνθρωπος κρύβεται πίσω από μια κατασκευασμένη μάσκα, υποδυόμενος κάποιον άλλον. Βέβαια, ο Διόνυσος είναι ο μόνος θεάνθρωπος που πεθαίνει και ανασταίνεται, και θα μπορούσε να κατέβει μόνος του στον Άδη, αλλά θεωρεί ότι είναι μεγίστης σημασίας η συνεργασία θεού - ανθρώπου.
          Η Έφη Μπίρμπα πλαστουργεί ένα άψογο εικαστικό σύμπαν που συνομιλεί με τις αισθήσεις. Είναι μια παράσταση βαθιά υπαρξιακή, υποβλητική, μεταφυσική, τρυφερή με ιδιαίτερο ρυθμό, με ψήγματα χιούμορ και σαρκασμού, με γλωσσικές μετατροπές (χρήση ουδέτερου άρθρου για τον Δούλο), με οφθαλμαπάτες και υπονοούμενα. Το έργο «Βατράχια» δεν είναι μια κωμωδία πανηγυρτζίδικη, είναι μια κωμωδία με DNA τραγωδίας. Με την αρωγή του Κωνσταντίνου Μπλάθρα και του Άρη Σερβετάλη, τόσο στη μετάφραση όσο και στη διασκευή, ο θεατής μυείται σε ένα παράδοξα σκοτεινό, κωμικοτραγικό ταξίδι, χωρίς πολλά φώτα, χωρίς πολύ λάμψη, που συγκινεί γιατί εμπεριέχει την έννοια της αγάπης και της θυσίας. Η δραματουργική ματιά της σκηνοθέτριας αναδεικνύει την ανάγκη για ποίηση, που θα καλλιεργεί τις καρδιές των ανθρώπων, ώστε αυτές να ανθίζουν, να καρποφορούν και να λάμπουν συνεχώς. Έτσι, το εύκολο γέλιο αποφεύγεται επιμελώς και εμπλουτίζεται με λογοτεχνικά σχήματα και με στοιχεία αυτοσχεδιασμού, κάπως μακροσκελή βέβαια, κατά την έναρξη της παράστασης.
          Στην αρχή, οι δύο ήρωες ταξιδεύουν ήδη πολύ καιρό, κουβαλώντας έναν τροχήλατο αραμπά με όλα τα υπάρχοντά τους, που στη συνέχεια θα ελαφρύνει και θα φανερωθεί μια τεράστια, κατακόκκινη καρδιά. Τη λίμνη της Αχερουσίας απεικονίζει μια στρογγυλή κατασκευή, από «τελαρωμένο κόντρα-πλακέ με επίστρωση καθρέφτη», που είναι θαυμάσια οπτικά, καθώς δημιουργεί ψευδαισθήσεις, αντανακλάσεις και μια αέναη κίνηση.
          Υπέροχος ο στροβιλισμός του χορού των Μυστών και των Πλαθανών, με τα εξαιρετικά φορέματα που υπογράφουν οι Έφη Μπίρμπα - Βασιλεία Ροζάνα. Ευφυής η σκηνή της μετάβασης των ηρώων στον Άδη, με την εμφάνιση των θορυβωδών «Βατράχων», σαν ένα εκκωφαντικό κατευόδιο σε αυτό το ταξίδι για την απέναντι πλευρά. Οι αριθμοί και οι παράλογες αριθμητικές πράξεις, υπαινίσσονται πως ίσως όλοι θεωρούμαστε απλώς νούμερα σε τούτο τον κόσμο, ίσως αφήνουμε τη ζωή να περνάει χωρίς νόημα. Συγκινητικός και υπαρξιακός ο μονόλογος του Διονύσου πάνω στην αλαφρωμένη καρδιά για την αναγκαιότητα της ανθρώπινης συνύπαρξης, αν και κάπως διδακτικός σε σημεία. H κλασική σκηνή της μονομαχίας των δύο ποιητών -Αισχύλου (Αργύρη Ξάφη) και Ευριπίδη (Έκτορα Λιάτσου)- εκείνων που θα σώσουν την ανθρωπότητα με την ποίησή τους, θυμίζει talent show με τον Διόνυσο να βαθμολογεί την κάθε ερμηνεία τους με αστεράκια. «Βάκχες» και «Ορέστεια» είναι οι δύο τραγωδίες που αναμετρώνται επί τάπητος, με την Ηλέκτρα Νικολούζου να υποδύεται τον «Αγγελιαφόρο» και τη Μαίρη Μηνά την «Κλυταιμνήστρα».
          Εντυπωσιακή η κινησιολογία του Μιχάλη Θεοφάνους, υποβλητική η μουσική του Constantine Skourlis και λειτουργικό το ημίφως του Γιώργου Καρβέλα, σε μια συνθήκη απόκοσμης ομορφιάς.
          Ο Άρης Σερβετάλης, ως «Διόνυσος», και ο Μιχάλης Σαράντης, ως «Ξανθίας», ήταν μαγικοί. Ένα αχτύπητο δίδυμο με υποκριτική νηφαλιότητα και ακμαία σκηνική δεξιότητα. Δύο συγκοινωνούντα δοχεία, διαφανή.
          Ο Αργύρης Ξάφης, μεστός και σκηνικά αυτοτελής στον διττό του ρόλο ως «Αιακός» και ως «Αισχύλος».
          Ο Έκτορας Λιάτσος, ως «Ηρακλής» και «Ευριπίδης», ανταποκρίθηκε με ευκαμψία και συνέπεια.
          Οι υπόλοιποι ηθοποιοί, Ηλέκτρα Νικολούζου, Μαίρη Μηνά, Μιχάλης Θεοφάνους, Αλεξάνδρα Καζάζου, Νάνσυ Μπούκλη και Κυριάκος Σαλής, κινήθηκαν επιδέξια στο σκηνοθετικό όραμα.
          Το θέατρο, ως τέχνη, παράγει κινούμενες εικόνες. Κάθε παράσταση κρίνεται από την αρμονία ή δυσαρμονία της, τον ρυθμό, τη σκηνοθετική προοπτική, τις ερμηνευτικές αποδόσεις, το στίγμα που αφήνει, εν τέλει, στον θεατή. Στην πρώτη Επιδαύρια σκηνοθετική απόπειρα της Έφης Μπίρμπα, γευτήκαμε μια άψογα εικαστική και δυνατά ερμηνευτική συνθήκη. Είδαμε στο αριστοφανικό κείμενο, την υπαρξιακή αγωνία πριν το τέλος με μια επίγευση αισιοδοξίας ότι η αγάπη και η αυτοθυσία θα σώσουν, τελικά, την ανθρωπότητα. Και γοητευτήκαμε!


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.